Την καλύτερη και όχι μόνο τη μεγαλύτερη μύτη έχουν οι ελέφαντες
Σύμφωνα με έρευνα, οι ελέφαντες, ξεπερνώντας κατά πολύ τους σκύλους, κατέχουν 2.000 γονίδια όσφρησης, ενώ οι άνθρωποι κατέχουν μόνο 396.
- 23 Ιουλίου 2014 17:07
Σύμφωνα με μια νέα ιαπωνική επιστημονική έρευνα, οι ελέφαντες φαίνεται πως διαθέτουν την ανώτερη αίσθηση όσφρησης μεταξύ των ζώων, πέντε φορές καλύτερη από αυτή των ανθρώπων και υπερδιπλάσια σε σχέση με τους σκύλους που φημίζονται για την ευαίσθητη μύτη τους. Και το μυστικό δεν βρίσκεται μόνο στην μακριά προβοσκίδα, αλλά και στα γονίδιά της.
Οι ερευνητές του Τμήματος Εφαρμοσμένης Βιολογικής Χημείας του Πανεπιστημίου του Τόκιο, με επικεφαλής τον Γιοσιχίτο Νιιμούρα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής “Genome Research”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το “Science”, ανέλυσαν δείγματα από διάφορα θηλαστικά, συγκρίνοντας πόσα γονίδια για εξειδικευμένους κυτταρικούς υποδοχείς για την όσφρηση διαθέτει το καθένα.
Η γενετική ανάλυση αποκάλυψε πως οι αφρικανικοί ελέφαντες, κατέχοντας σχεδόν 2.000 γονίδια όσφρησης (συγκεκριμένα 1.948), έναντι περίπου 1.000 των σκύλων, είναι “πρωταθλητές” μεταξύ των ζώων (τουλάχιστον αυτών που μελετήθηκαν, όπως αλόγων, χοίρων, λαγών, χιμπατζήδων, αγελάδων, τρωκτικών κ.α.), πράγμα που τους επιτρέπει να μυρίζουν καλύτερα το περιβάλλον τους. Έως σήμερα κάτοχος του ρεκόρ ευαίσθητης μύτης θεωρείτο ο αρουραίος, αλλά πλέον χάνει τα σκήπτρα, καθώς τελικά διαθέτει πολύ λιγότερα σχετικά γονίδια (γύρω στα 1.300).
Τα γονίδια της όσφρησης κωδικοποιούν μια σειρά από πρωτεΐνες, οι οποίες βρίσκονται στα κύτταρα της ρινικής κοιλότητας και προσδένονται στα μόρια των οσμών. Στη συνέχεια, τα νευρικά κύτταρα μεταφέρουν τις πληροφορίες για τις μυρωδιές στον εγκέφαλο, όπου γίνεται η ταξινόμηση και η αντίδραση στα ερεθίσματα.
«Όπως φαίνεται, η μύτη ενός ελέφαντα δεν είναι μόνο μακριά, αλλά επίσης ανώτερη», δήλωσε ο Γιοσιχίτο Νιιμούρα. Οι ερευνητές πάντως δεν έχουν κατανοήσει πλήρως πώς “δουλεύουν” τα εν λόγω γονίδια. Σε κάθε περίπτωση, η οσφρητική ικανότητα βοηθά ένα είδος να επιβιώσει καλύτερα στο περιβάλλον του, βρίσκοντας πιο εύκολα τροφή και συντρόφους, ενώ μπορεί να αποφεύγει πιο αποτελεσματικά και τα ζώα – θηρευτές.
Οι άνθρωποι διαθέτουν πολύ λίγα γονίδια (μόλις 396) σχετικά με τους υποδοχείς της όσφρησης, πράγμα που δείχνει ότι ως είδος έχουμε σταδιακά πάψει να εξαρτιόμαστε από την μύτη μας, αλλά αντίθετα έχουμε δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην όραση.
Οι άνθρωποι μπορεί να υστερούν από άποψη όσφρησης, αλλά υπάρχει πάντα τρόπος – και μάλιστα καθόλου δυσάρεστος – για να τη βελτιώσουν: να πιούν λιγάκι αλκοόλ. Όχι πολύ όμως, γιατί τότε το αλκοόλ γυρνάει μπούμερανγκ και η ανθρώπινη μύτη γίνεται ακόμη πιο κακή στις μυρωδιές.
Σε μια νέα επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τον Γιάαρα Έντεβελτ του επιστημονικού Ινστιτούτου Weizmann του Ισραήλ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό νευροεπιστήμης “Behavioural Brain Research”, σύμφωνα με το “New Scientist”, 20 εθελοντές κλήθηκαν μέσα σε δύο δευτερόλεπτα να διακρίνουν ανάμεσα σε διαφορετικές οσμές.
Η δοκιμή επαναλήφθηκε, αφότου οι εθελοντές είχαν πιει λίγη βότκα (35 χιλιοστόλιτρα) ή χυμό φρούτων, ενώ ένα παρόμοιο πείραμα διεξήχθη με άλλους 45 εθελοντές όχι πλέον στο εργαστήριο, αλλά σε παμπ πόλεων.
Όπως διαπιστώθηκε, υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο του αλκοόλ στο αίμα ενός ανθρώπου και στην οσφρητική ικανότητά του. Ενώ οι μικρές ποσότητες αλκοόλ βελτιώνουν την συγκεκριμένη αίσθηση, οι μεγάλες την χειροτερεύουν και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η όσφρηση στους ανθρώπους μπορεί να βελτιωθεί με εξάσκηση, ενώ σε λίγες περιπτώσεις έχει αναφερθεί βελτίωσή της λόγω φαρμακευτικής αγωγής ή εγκεφαλικής βλάβης.
(Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ)