Μετά από μία διαδικασία που ξεπέρασε τον ένα χρόνο, με διεκδικητές της τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου στην Ευρώπη, η Γιούλα, η μεγαλύτερη υαλουργία στην Νοτιανατολική Ευρώπη, περνάει στα χέρια του πορτογαλικού ομίλου BA Vidro.
Σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πολυεθνικές η Γιούλα επέλεξε να διατηρήσει τόσο την έδρα της όσο και την παραγωγή της στην Ελλάδα στοιχεία που την αποδυνάμωσαν σε σχέση με τον σκληρό διεθνή ανταγωνισμό. Καθώς είχε την έδρα της στην Ελλάδα δανειζόταν με υψηλότερα επιτόκια ενώ το εργοστάσιο της στην Ελλάδα ήταν από τα πλέον κοστοβόρα στο κομμάτι της ενέργειας και λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με αυτά που είχε αναπτύξει σε Βουλγαρία και Ρουμανία. “Κερασάκι στην τούρτα” ήταν ο πρόσφατος πόλεμος στην Ουκρανία επηρέασε την εκεί βιομηχανική παραγωγή της.
Η ιστορία της Γιούλα ξεκινάει πριν από σχεδόν 70 χρόνια όταν το 1947 ο Κυριάκος Βουλγαράκης, τεχνίτης υαλουργός, μαζί με τον αδελφό του Γιάννη αποφασίζουν να χτίσουν ένα μικρό φούρνο για την παραγωγή γυάλινων χειροποίητων επιτραπέζιων ειδών. Με την αστικοποιήση της μεταπολεμικής Ελλάδας τα γυάλινα είδη ήταν πρωταρχική ανάγκη κάθε νοικοκυριού. Ήδη το 1958 η Γιούλα απασχολούσε πάνω από 1.000 άτομα.
Τα επόμενα χρόνια θα αυτοματοποιήσει και θα πολλαπλασιάσει την παραγωγή της ενώ θα μπει και στον χορό των εξαγορών. Αρχικά στην Ελλάδα όπου θα εξαγοράσει το 1993 την “Κρόνος” (σ.σ. όλο και κάποιο ποτήρι της ή τασάκι της θα έχετε πετύχει σε κάποια ταβέρνα) και στην συνέχεια το 1997 την Stind στην Βουλγαρία και ένα χρόνο αργότερα στην ίδια χώρα την Drujba στην Φιλιππούπολη.
Σήμερα ο όμιλος Γιούλα, που ελέγχεται από τα τέσσερα αδέλφια της οικογένειας Βουλγαράκη, διαθέτει έξι εταιρείες σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουκρανία, 7 μονάδες παραγωγής με 15 κλιβάνους τήξεως γυαλιού και 49 γραμμές σχηματοδότησης προϊόντων οι οποίες παράγουν ετησίως πάνω από 2 δισ. τεμάχια προϊόντων συσκευασίας, 125 εκατ. τεμάχια επιτραπέζιων προϊόντων, 52.000 τόνους φαρμακευτικό γυαλί και 650.000 τ.μ. διακοσμητικό γυαλί.
Ο κύκλος εργασιών της το 2015 ήταν της τάξης των 218,5 εκατ. ευρώ όταν οι συνολικές υποχρεώσεις της ξεπερνούσαν τα 412 εκατ. ευρώ το οποίο αποτελούσε και το μεγαλύτερο αγκάθι στην επιβίωση της. Όπως προαναφέρθηκε η Γιούλα σε ένα βαθμό πλήρωσε ακριβά την επιλογή της να διατηρήσει την έδρα της στην Ελλάδα καθώς το 2014 σύναψε διεθνές εταιρικό ομολογιακό ύψους 185 εκατ. ευρώ το οποίο λήγει την άνοιξη του 2019 και έχει απόδοση 10% (σ.σ. πιο ψηλή και από αυτή των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου). Παράλληλα “προβληματική” λόγω κόστους είναι η παραγωγική διαδικασία στην Ελλάδα όπου η Γιούλα απασχολεί πάνω από 300 εργαζόμενους, στο σύνολο των περίπου 3.000 που έχει ο όμιλος. Παρά τις επενδύσεις ύψους 20 εκατ. ευρώ για αναβάθμιση που πραγματοποίησε πριν από έξι χρόνια το εργοστάσιο παραμένει να μην αποδίδει όσο τα υπόλοιπα κυρίως λόγο του ενεργειακού κόστους που έχουν θέσει στους αρμόδιους υπουργούς, ακόμη και της σημερινής κυβέρνησης, οι επικεφαλής της εταιρείας.
Όπως είχε αναφέρει πριν από δύο χρόνια ο κ. Τσαντεκίδης “για εμάς η μεταφορά του εργοστασίου θα ήταν πάρα πολύ εύκολο. Αν το μεταφέραμε στην Βουλγαρία θα είχαμε όφελος 5 εκατ. ευρώ. Δεν το κάνουμε επειδή θέλουμε να έχουμε μία βάση, την Ελλάδα”. Δεν είναι σίγουρο εάν το ίδιο θα σκεφθούν οι Πορτογάλοι νέοι μέτοχοι οι οποίοι φέρονται να παίρνουν τα ηνία του ελληνικού ομίλου από τις αρχές του επόμενου έτους.