Μαρινόπουλος: Πώς είναι να είσαι σε μία δουλειά που δεν έχει δουλειά
Αγγαρείες στρατού, υποσχέσεις και φόβος. Το news247συνομίλησε με εργαζόμενους της Μαρινόπουλος για το πως βίωναν οι ίδιοι, μέσα από τα καταστήματα, την κατάρρευση της αλυσίδας
- 30 Ιουνίου 2016 10:26
Η αλυσίδα Μαρινόπουλος ήταν ο μεγάλος άρρωστος του λιανεμπορίου για πάνω από 6 χρόνια. Το πρόβλημα είχε κρυφτεί κάτω από το χαλί καθώς για τους περισσότερους η κρίση θα τελείωνε σύντομα και όλα θα επέστρεφαν στις κανονικές συνθήκες την επόμενη μέρα. Οι άνθρωποι που ζούσαν από μέσα καθημερινά την απαξίωση της αλυσίδας και πραγματικά δεν γνώριζαν τι συμβαίνει ή τι τους ξημερώνει την επόμενη ημέρα δεν ήταν άλλοι από τους εργαζόμενους.
Έβλεπαν κάθε ημέρα όλο και λιγότερα φορτηγά προμηθευτών να προσεγγίζουν τα καταστήματα, τις αποθήκες να αδειάζουν, τα ράφια να μένουν κενά, τους πελάτες να ρωτούν γιατί δεν βρίσκουν πια τα προϊόντα που συνήθιζαν να αγοράζουν, και καλούνταν να διαχειριστούν όλη αυτή την κατάσταση τόσο προσωπικά όσο και ως εκπρόσωποι της αλυσίδας προς τους πελάτες.
Το news247 λίγο μετά τις τελευταίες εξελίξεις, συνομίλησε με εργαζόμενους (σ.σ. τα ονόματα και τα καταστήματα που θα αναφερθούν είναι φανταστικά για ευνόητους λόγους) για να περιγράψει αυτό που βιώναμε όλοι όσοι επισκεπτόμασταν καταστήματα: το πως είναι να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να πηγαίνεις σε μία δουλειά που πλέον δεν είναι δουλειά.
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω αξίζει να αναφέρουμε ότι με όσους συνομιλήσαμε, αλλά και από τις καταχωρήσεις στα κοινωνικά δίκτυα – είτε τα κλειστά γκρουπ των εργαζομένων είτε στις γενικές τους τοποθετήσεις – ελάχιστοι είναι αυτοί που κατέκριναν την διοίκηση. Και αυτό πιθανόν γιατί μέχρι στιγμής, έστω και με κάποιες δυσκολίες, ο μισθός καταβάλλονταν. Σύμφωνα με όσα μας ανέφεραν οι ίδιοι ένας εργαζόμενος πλήρης απασχόλησης μαζί με επιδόματα και με μία δεκαετία τουλάχιστον προϋπηρεσίας λάμβανε μισθό στα πρώτα χρόνια της κρίσης ελαφρώς πάνω από τα 1.000 ευρώ. Σήμερα φυσικά, όπως και στους υπόλοιπους εργαζόμενους οι μισθοί αυτοί είναι “τσεκουρωμένοι” κατά 30% τουλάχιστον.
Η κατάσταση σε σχέση με ένα χρόνο πριν είναι δραματική και όσο τα ράφια μένουν άδεια αντίστοιχα άδεια είναι και τα ταμεία. Σύμφωνα με συνομιλήτρια μας “πέρυσι τέτοιο καιρό έμπαιναν καθημερινές στο ταμείο περίπου 7.000 ευρώ. Άνοιξε και ένα άλλο σουπερ μάρκετ σχετικά κοντά ο Σκλαβενίτης και όπως ήταν λογικό οι εισπράξεις έπεσαν γύρω στις 6.000 ευρώ. Πλέον σήμερα σε μία καλή ημέρα ζήτημα να μπουν 700 ευρώ στο ταμείο. Ποιος θα πρωτοπληρωθεί με αυτά τα λεφτά”;
Κάθως πλέον δεν υπάρχει η κανονική φύση της δουλειάς οι εργαζόμενοι καλούνται να κάνουν διάφορες άλλες δουλειές μέσα στο κατάστημα. “Στην αρχή ξεκίνησε σαν φυσιολογική διαδικασία. Και στις καλές ημέρες όταν έπεφτε η κίνηση ασχολούμασταν με την καθαριότητα των καταστημάτων. Εδώ πρέπει να πούμε ότι πλέον έχουν σταματήσει εδώ και καιρό οι συνεργασίες τόσο με τους σεκιούριτι όσο και με τα συνεργία καθαρισμού και έχουμε αναλάβει και τον δικό τους ρόλο. Το πράγμα ξέφυγε όμως όταν η δουλειά έπεσε κατακόρυφα και από υπάλληλοι σε σούπερ μάρκετ γίναμε καθαρίστριες και μπογιατζήδες. Σου έλεγε ο προϊστάμενος ‘τώρα που δεν έχει δουλειά, δεν παίρνεις το σπρέι να βάψουμε το τοίχο στην αποθήκη ή κάνουμε κάποια μερεμέτια στο πάρκινγκ’. Πρόσφατα έκοψαν και την εταιρεία που υποστήριζε την μηχανοργάνωση αλλά εκεί επειδή είναι τεχνικά θέματα δεν μας έμπλεξαν. Το μόνο που δεν μας είχαν ζητήσει ήταν να κάνουμε τους υδραυλικούς ή τους ηλεκτρολόγους”.
Οι περισσότεροι ακολουθούσαν τις αγγαρείες τύπου στρατού καθώς τους έβγαζε από την πλήξη και τις σκέψεις της επόμενης ημέρας όμως τα άσχημα νέα έφθαναν κάθε μέρα. “Στην αρχή μας έκοψαν το επίδομα γάμου, λίγο μετά το επίδομα ταμειακών λαθών και μόλις χθες μάθαμε ότι μας έκοψαν και την ομαδική ασφάλιση που είχαμε. Τα τελευταία ήταν λεφτά που πληρώναμε εμείς και δεν είχαμε καν ενημέρωση από την διοίκηση για το συνέβη”.
Η Κατερίνα που δουλεύει σε ένα Carrefour Express παρεμβαίνει σε ποιο συναισθηματικό τόνο “εμένα αν κλείσει το μαγαζί θα μου λείψουν οι κυρίες της γειτονίας. Ήταν δυο τρεις που ακόμη έρχονταν ακόμη και ας μην έβρισκαν τίποτα να ψωνίσουν. Θα έπαιρναν ένα παγωτό και ας μην ήταν μάρκα για τα εγγόνια τους, απλώς για να μας δουν και να μιλήσουμε λίγο, να ρωτήσουν αν πληρωθήκαμε και πότε θα γεμίσουν τα ράφια γιατί δεν αντέχουν την ανηφόρα για να πάνε στο άλλο σούπερ μάρκετ. Και εμείς τους λέγαμε αυτό που μας έλεγαν. Από Σεπτέμβριο που θα κάνουμε και ανακαίνιση”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ