Παναγιώτης Τιμογιαννάκης: Ο μόνος Έλληνας που έχει πάει 21 φορές στα Όσκαρ
Διαβάζεται σε 21'Μία κουβέντα με τον σπουδαίο κριτικό του κινηματογράφου για όλες τις φορές που βρέθηκε ανάμεσα στους χολυγουντιανούς σταρς. Από την πρώτη ως την τελευταία φορά. Από τη μέρα που έτρεμε από αγωνία μέχρι τη μέρα που είπε “εντάξει, φτάνει. Αρκετά”.
- 06 Μαρτίου 2024 11:11
21 χρόνια συνεχόμενα στα Όσκαρ δεν έχει πάει ούτε ο Σκορτσέζε. Τι να πρωτορωτήσεις τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη για αυτό; “Πώς είναι να μη μας βλέπεις καν;”.
Είναι ο μόνος Έλληνας μέχρι σήμερα που έχει δει την τελετή των Όσκαρ τόσες φορές μέσα απ’ την Μέκκα της χολυγουντιανής ματαιοδοξίας και μάλιστα όχι ως δημοσιογράφος, όχι ως “απεσταλμένος του χι/ψι ελληνικού μέσου”. Έχει βρεθεί εκεί ως καλεσμένος της Ακαδημίας. Αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά; Αντιλαμβάνεσαι τον φθόνο;
Από το 1989 μέχρι το 2010 έχει δει βραβεύσεις, απογοητεύσεις, τον Μπενίνι να χοροπηδάει πάνω στα καθίσματα και τον Μάικλ Μουρ να λέει “shame on you mr. Bush”, σκηνοθέτες και ηθοποιούς να χειροκροτάνε, να αγκαλιάζουν, να στραβοκοιτάνε και να γιουχάρουν. Διάσημα νεύρα και χαμόγελα.
Και όλα αυτά όντας δίπλα τους, καθισμένος κάπου ανάμεσά τους. Με κάθε δικαίωμα να τους πει “σσσσ. Κάποιοι δεν έχουμε έρθει εδώ για πλάκα”. Και να του απαντάνε “συγγνώμη, έχετε δίκιο” ο Ντι Κάπριο και ο Ντε Νίρο.
Όπως και να ‘χει, μάζεψα τα κομμάτια μου, και τηλεφώνησα στον σπουδαίο κριτικό και δημοσιογράφο, για να του ζητήσω να μοιραστεί μαζί μου κάποιες απ’ αυτές τις στιγμές. Και μπορώ να πω ότι στάθηκε υπερβολικά γενναιόδωρος.
Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
Το 1987 ήμουν σε ένα κοκτέιλ πάρτι στις Κάννες και εκεί ήταν και οι αδερφοί Σπέντζοι της “Σπέντζος φιλμ”, οι οποίοι είχαν στην Ελλάδα και την αντιπροσωπεία της Fox. Με σύστησαν τότε σε μια κυρία με την οποία συνεργάζονταν, και η οποία ήταν από το PR Department της Fox. Περάσαμε εκείνο το βράδυ κάνοντας μία γενικότερη κινηματογραφική συζήτηση και τη συνάντησα και τον επόμενο χρόνο πάλι στις Κάννες.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι της έκανα εντύπωση, και παρότι δεν μου ανέφερε τίποτα, το ‘89 με παίρνουν ένα τηλέφωνο εξαιτίας της για να με καλέσουν στα Όσκαρ. Εγώ φυσικά νόμιζα ότι ήταν φάρσα και τους διαολόστειλα. Και την άλλη μέρα με παίρνουν οι Σπεντζαίοι και μου λένε “σε βρήκε η Φραντσέζ; Γιατι μας ζήτησε το τηλέφωνο σου” -ούτε τηλέφωνα είχαμε ανταλλάξει ούτε τίποτα.
Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, ως μέλος της Ακαδημίας από το PR Department είχε το δικαίωμα να καλέσει και κάποιους ανθρώπους στην τελετή των Όσκαρ. Και έτσι πήγα εκεί και σε δύο χρόνια με έκανε και μόνιμο.
Μέχρι τότε Έλληνες πήγαιναν μόνο αν ήταν υποψήφιοι ή αν συνδέονταν με κάποια ταινία. Ούτε πριν ούτε μετά από μένα υπήρξε κάποιος Έλληνας δημοσιογράφος που να πήγε με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ως καλεσμένος προσωπικά από την Ακαδημία.
Δεν με έστελνε κάποια εφημερίδα, κατάλαβες;
Αργότερα, το να είμαι καλεσμένος ως πρόσωπο χωρίς να τους νοιάζει που δουλεύω -”προσόν” το είπες εσύ, εγώ το λέω “προικιό”- με ακολουθούσε παντού, σε όποιο μέσο κι αν πήγαινα.
Υπήρξε και φορά που είχε κλείσει το έντυπο που δούλευα (η Μεσημβρινή) και είχα πάει στα Όσκαρ προτού μετακινηθώ σε άλλο, είχε πέσει η τελετή ακριβώς στο ενδιάμεσο, όταν δεν ήμουν πουθενά.
Από εκεί και μετά έπεσα με τα μπούνια. Και παρότι ήμουν θεοπάλαβος, δεν πήγα σαν ένα παλαβό, σαν ένας wannabe, να θέλω να χωθώ από εδώ κι από εκεί. Και αυτό τους έκανε εντύπωση. Εγώ κινηματογραφικές συζητήσεις έκανα με όποιον γνώριζα. Ήθελα να μυηθώ μέσα στα μυστικά του σινεμά και μέσα από εκεί να καταλάβω και την Ακαδημία και τα Όσκαρ.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς -μιλάμε τώρα 10.000 άνθρωποι είναι στην Ακαδημία- έχουν έδρες και διδάσκουν σε πανεπιστημιακές σχολές. Έτσι, λόγω του ενδιαφέροντος που είδανε, μου έβγαζαν συστατικές επιστολές και πήγαινα και παρακολουθούσα τα πανεπιστημιακά τους μαθήματα. Πήγα σε πολλά -και σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, σεναριακά.
Πώς θα μπορούσα όμως εγώ να τα παρακολουθώ όλα αυτά; Έβρισκα, λοιπόν, αφορμές για να πηγαινοέρχομαι στο εξωτερικό αλλά κάνοντας και δουλειά για την εφημερίδα, όχι καμιά απάτη. Το συνδύαζα δηλαδή και με συνεντεύξεις και θέματα, οπότε τους έφερνα και δουλειά για τον καιρό που θα έλειπα.
Δεν είναι ότι πήγαινα και έκανα διακοπές. Μου βγήκε η Παναγία.
Την πρώτη φορά που πήγα στα Όσκαρ ήμουν γύρω στα 30 και δούλευα για τον “Ταχυδρόμο”, τα “Νέα” και τον Top FM. Τρία μέσα κάλυψα, και τα τρία του Λαμπράκη. Η βάση μου ήταν ο “Ταχυδρόμος”, όπου εκεί είχα το σινεμά και πολλά άλλα. Στα “Νέα” ήμουν υπεύθυνος στα του τηλεοπτικού, δεν είχα σχέση με τα κινηματογραφικά. Όταν όμως τύχαινε κάτι τέτοιο δεν γινόταν να μη γράψω κι εκεί για σινεμά. Και το “Βήμα” με είχε ζητήσει μια φορά -δεν το έστειλαν σε μένα, μεταξύ τους οι διευθυντές το συζήτησαν γιατί εκεί ήταν και λίγο Βυζάντιο.
Και στον Τοπ FM έδινα κάποιες ζωντανές ανταποκρίσεις και μάλιστα με είχαν προγραμματίσει για την ώρα που είχε εκπομπή η Λιάνα Κανέλλη.
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ “THERAPIST”
Όταν συνειδητοποίησα ότι είναι αλήθεια, ότι όντως θα πάω στην τελετή, μου φύγανε τα γόνατα, έπαθα κρίση πανικού, αρρώστησα! Πήγα σε therapist. Εγώ έκανα έτσι κι αλλιώς πολλά χρόνια συστημική ψυχανάλυση με έναν φοβερό καθηγητή.
Φοβήθηκα, λοιπόν, και θέλω να πω κάτι τώρα, το οποίο το λέω παντού όπου μου δίνεται η ευκαιρία γιατί θέλω να το ακούνε τα νέα παιδιά: όταν, λοιπόν, θα βρεθούν μπροστά σε κάτι που μπορεί να τους είναι ένα άνοιγμα δρόμου ζωής κλπ, να ξέρουν ότι εκείνη τη στιγμή πάντα βγαίνει ένας φόβος. Ξεκινάει από κάποια χαμηλή αυτοεκτίμηση που μας έχουν περάσει και την οποία δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει, όπως δεν την έχουν συνειδητοποιήσει και εκείνοι που μας την προκάλεσαν.
Και εκείνη τη στιγμή, όταν ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά σε κάτι τόσο μεγάλο, αισθάνεσαι ένα άγχος γιατί πιστεύεις ότι μπορεί να μην είσαι άξιος.
Πήγα λοιπόν στον therapist, “αισθάνομαι, του λέω, ότι μου έχουν παραλύσει τα πόδια”. Αυτός γέλαγε που με άκουγε έτσι, καταλάβαινε τη σημασία του. “Και φοβάμαι, του λέω, μήπως ολοκληρωθεί ο κύκλος, μήπως πεθάνω”… Είχα κάτι φοβίες τότε.
Και μου λέει “αυτά τα ζητήματα δεν είναι μέρη της μεταφυσικής. Υπάρχει κάτι πάρα πολύ απλό που λέγεται ‘πραγματοποίηση επιθυμιών’. Και αυτό είναι κάτι κανονικό στη ζωή και θα το βρίσκεις. Αυτό σου έχει συμβεί αυτήν τη στιγμή, να πραγματοποιείται μία επιθυμία σου. Δεν έχεις παρά να την απολαύσεις”.
Του λέω “τι να απολαύσω; Εγώ φοβάμαι ότι θα πέσει το αεροπλάνο”. Εν τω μεταξύ, δεν φοβόμουν τα αεροπλάνα αλλά τότε φοβήθηκα τα πάντα.
Και μου είπε “πριν πας στην τελετή, θα πιείς ένα ουίσκι και θα πάρεις και ένα μπισκέν”. Το μπισκέν ήταν ένα φάρμακο που μπλόκαρε την αδρεναλίνη, ήταν σαν προληπτικό για την υπέρταση -εγώ δεν είχα υπέρταση. Και μάλιστα μου ‘χε πει αυτός ο Ασημακόπουλος να ‘ναι καλά η ψυχή του εκεί που βρίσκεται, ότι αυτό το φάρμακο το έπαιρνε ο Καραμανλής απ’ τα 40 του.
Εγώ δεν πίνω μέρα ποτέ, θέλω να έχω το μυαλό μου καθαρό. μόνο το βράδυ όταν τελειώσει η δουλειά μου, θα βάλω ένα ουίσκι ή θα πιω ποτό με το φαγητό έτσι για να χαλαρώσω.
Αλλά η μερά των Όσκαρ ήταν εκείνη η εξαίρεση του χρόνου που πάντα έπινα ένα ουίσκι το μεσημέρι. Το καθιέρωσα για να ανταπεξέλθω.
Την πρώτη φορά που έφτασα εκεί και τους είδα συγκεντρωμένους -ο Σκορτσέζε ήταν πριν από μένα, οι άλλοι έφταναν σιγά σιγά- άρχισα να το συνειδητοποιώ. Ωστόσο, εξακολουθούσε να με διακατέχει όλο αυτό το περίεργο που σου είπα.
Μέσα στην αίθουσα όμως άρχισα να καταλαβαίνω ότι πια ήταν αλήθεια και έτσι ένιωσα να φεύγει σιγά σιγά ένα βάρος από το κεφάλι μου, προς τα κάτω, και λίγο λίγο να φτάνει κάποια στιγμή στα πόδια και να εξαφανίζεται.
Το πού θα καθόμουν είχε να κάνει με τη χωρητικότητα του εκάστοτε θεάτρου. Τότε όταν πήγα εγώ και για χρόνια ήταν δύο θέατρα που εναλλάσσονταν. Αυτό κράτησε μέχρι το 2001, όταν έγινε το Kodak Theater όπως το είπαν στην αρχή και μετά Dolby Theater.
Το ένα θέατρο ήταν πιο μεγάλο οπότε εκεί με είχαν κάτω στην πλατεία, όχι όμως μπροστά μαζί με τους υποψήφιους. Στο άλλο, στο Dorothy Chandler Pavilion που ήταν πιο μικρό, με έβαζαν και στο θεωρείο.
Δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι εκεί μέσα. Οι δημοσιογράφοι στα Όσκαρ είναι σε κάποιους ειδικούς χώρους με διαφορετικές διαπιστεύσεις ο καθένας. Η βάση τους σε εκείνα τα δύο θέατρα ήταν τα παρασκήνια. Εκεί θα έκαναν ερωτήσεις σε όσους έπαιρναν βραβείο, αυτή ήταν η διαδικασία.
Οι ηθοποιοί ανέβαιναν στο πόντιουμ να παραλάβουν το Όσκαρ τους και στη συνέχεια, όταν έφευγαν πίσω απ’ τη σκηνή, τους ανέβαζαν με το ασανσέρ στον πρώτο-δεύτερο όροφο, όπου εκεί ήταν στημένοι οι δημοσιογράφοι, οι φωτογράφοι, οι κάμερες κτλ, και περνούσαν από όλους αυτούς και τους έκαναν ερωτήσεις.
ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ ΚΑΙ ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ
Μια φορά πάντως είχα ανέβει κι εγώ σ’ αυτό το ασανσέρ και ήμουν μαζί με τον Τζακ Νίκολσον, τον Κλιντ Ίστγουντ και τον Αλ Πατσίνο. Ήταν η χρονιά που είχε κερδίσει ο Πατσίνο για το “Άρωμα γυναίκας” και ο Κλιντ ίστγουντ για τους “Ασυγχώρητους”. Ο Νίκολσον ήταν υποψήφιος για το “Ζήτημα Τιμής” αλλά δεν το πήρε.
Μπήκα μέσα, είπα “καλησπέρα”, εντάξει, δεν ήταν και καμιά μεγάλη διαδρομή. Είπα “συγχαρητήρια” στον Ίστγουντ, είπα και στον Πατσίνο που καθόταν μπροστά μπροστά και κράταγε το Όσκαρ του, και όπως είναι πάντα μέσα στο νεύρο αυτός ο άνθρωπος, μου λέει “thank you man” και μου ρίχνει μία, μη φανταστείς μπουνιά, κάτι σαν ένα φιλικό, σαν μάγκικο χτυπηματάκι.
Ε, του ‘χε βγει η ψυχή του ανθρώπου μέχρι να το πάρει.
Εκεί είδα και μίλησα και στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία ήταν μέσα στη χαρά, έκανε πειράγματα, ήταν υπέροχη γυναίκα. Είχε πάρει ένα τιμητικό βραβείο εκείνη τη χρονιά, του συνόλου καριέρας και για αυτά τα ανθρωπιστικά που έκανε.
Και είχε κάνει κάτι δηλώσεις ότι “εδώ μέσα έχω έρθει πολλές φορές και σαν νικήτρια και σαν loser. Πάντως κοιτάτε το αυτό εδώ είναι δικό μου και δεν το παίρνει κανένας”.
Δεν είδα πως ήρθε, αλλά μετά είδα πως έφυγε, πως έξω την περίμενε ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Είχε πολλά προβλήματα τότε, όλο εγχειρήσεις έκανε. Ήταν εμφάνιση περιορισμένου χρόνου, όση ήταν και η αντοχή της.
ΕΝΤ ΧΑΡΙΣ ΕΞΑΛΛΟΣ
Δύο ηθοποιούς έχω δει να φεύγουν τσαντισμένοι από τα Όσκαρ. Ο ένας είναι ο Μπιλ Μάρεϊ. (σ.σ. Του λέω πως αυτός θεωρείται κουλ). Έλα όμως που δεν είναι… Παρθένος και τρώγεται με τα ρούχα του. Τον είχανε κράξει όμως από τον εξώστη. Δεν είχε πει κάτι αλλά είχε αντιδράσει με κάποια απρέπεια.
Και ο άλλος είναι ο Εντ Χάρις. Τη χρονιά που είχε γυρίσει ο ίδιος το “Pollock” και πρωταγωνιστούσε, κέρδισε η Μάρσα Γκέι Χάρντεν που έπαιζε μαζί του το Όσκαρ Β’ Γυναικείου χωρίς να την περιμένει κανείς -δεν ήταν καν υποψήφια στα βραβεία του σωματείου ηθοποιών. Οπότε αυτός προφανώς θεώρησε ότι υπάρχει ρεύμα προς το έργο και αναθάρρησε, ότι θα ‘παιρνε το Όσκαρ Ά Ανδρικού. Και κάπως ετοιμάστηκε.
Εν τω μεταξύ, το Όσκαρ Β’ Γυναικείου δόθηκε και πρώτο πρώτο και προφανώς αυτός είχε όλο τον χρόνο μπροστά του για να αρχίσει να φτιάχνεται, εφόσον το Α’ Ανδρικού δόθηκε σχεδόν τελευταίο.
Πάντως, εξ αρχής δεν ήταν φαβορί, το Όσκαρ παιζόταν μεταξύ Ράσελ Κρόου για τον “Μονομάχο” και Τομ Χανκς για τον “Ναυαγό”, και κάπου έπαιζε και ο Μπαρδέμ με το “Πριν πέσει η νύχτα”.
Για τον Εντ Χάρις δεν ακουγόταν ιδιαιτέρως κάτι αλλά αν πάρουμε τι ακούγεται και τι γράφεται γενικά, πολλές φορές δεν ισχύουν. Εν πάσει περιπτώσει, είχε φτιαχτεί ο άνθρωπος, και όταν ακούστηκε το όνομα του Ράσελ Κρόου, σηκώθηκε και έφυγε.
Δεν τον πήρε η κάμερα, γιατί με το που χειροκροτήσαμε και οι κάμερες έπεσαν πάνω στον νικητή, εκείνος μπορούσε να φύγει απ’ το σημείο που καθόταν χωρίς να φανεί.
Και βγήκε πολύ τσαντισμένος.
Ο άνθρωπος που έχω δει να έχει ευχαριστηθεί περισσότερο τη βράβευσή της στα 21 χρόνια που πήγα ήταν η Κιμ Μπάσινγκερ. Είχε μια αντίδραση σαν να μην μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά τα χρόνια την εκτιμούσαν και περίμεναν αυτήν την ώρα για να της το δείξουν.
Νόμιζε ότι την είχαν λίγο σαν μία παραπεταμένη. Είχε κάπως ένα σύνδρομο Μέριλιν. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό.
ΧΑΛΑΡΗ ΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΑ ΜΕ ΦΡΑΝΣΙΣ ΦΟΡΝΤ ΚΟΠΟΛΑ
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχα ήταν με τον Κόπολα πάνω στην ερώτηση “από πού μπορεί να ξεκινά κανείς όταν φτιάχνει ένα έργο”. Εκεί μπροστά μας, όπως καθόμασταν υπήρχε ένα μπουκάλι νερό Evian. Και μου λέει:
“Όλα ξεκινούν από μία ιδέα. Να, για παράδειγμα τι έχουμε εδώ τώρα; Ένα μπουκάλι νερό. Έστω ότι μας λένε ‘κάντε μία ταινία με το Evian’. Πρέπει να βρούμε τον ήρωα. Ποιος είναι ο Evian; Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει κάνει εργοστάσιο και εκμεταλλεύεται το νερό. Γιατί το κάνει αυτό; Από πού έρχεται; Από έναν τόπο ξηρασίας ή από έναν τόπο που πλημμύριζε;”.
Και αρχίζουμε να το ψάχνουμε. Προχωράει, προχωράει κλπ, τα λέμε λεπτομερέστατα και μετά φτάνει και στο ύφος που πρέπει να έχει η ταινία γύρω από τον “κύριο Evian”. Στη βάση ότι ο κύριος Evian παράγει νερό, το νερό είναι άχρωμο, άγευστο, άνοστο, άρα πρέπει η όψη της ταινίας να είναι πάνω στο νερό. Εκτός αν θέλουμε να κάνουμε άλλου τύπου υπέρβαση.
Αν θέλουμε να είναι πάνω στο νερό, τότε πρέπει να έχει και μια φωτογραφία ουδέτερη, όπου πρέπει ο σκηνογράφος που θα υποβάλει το χρώμα να σκεφτεί έτσι…
Και έχει αρχίσει και με βάζει σε όλη αυτήν τη διαδικασία και μ’ αρέσει τόσο πολύ που του λέω στο τέλος: “κι εγώ τώρα τι θα κάνω που αυτήν την ταινία δεν θα τη δω ποτέ;”. Και γέλασε.
Και ο Σίντνεϊ Πόλακ μου έκανε μαθήματα πάνω στο σινεμά, τα οποία όμως ήταν και γνώσεις ζωής. Άκου τώρα ένα περιστατικό, μία σύμπτωση.
Εμένα το αγαπημένο μου φιλμ ειναι το “The way we were”. Ασκεί πάνω μου μία τρομακτική, ανεξέλεγκτη γοητεία, χωρίς να ξέρω γιατί. Όταν το πρωτοείδα ήμουν 16 χρονών και είχα τρελαθεί. Κάθισα και το είδα καπάκι και δεύτερη φορά στο σινεμά, τότε μπορούσες και να ξανακάτσεις.
Όταν πρωτογνώρισα τον Σίντνεϊ Πόλακ το είχα δει 43 φορές και όταν γνώρισα την Στρέιζαντ είχαν γίνει 46. Και στο άκουσμα ότι το έχω δει 46 φορές η Στρέιζαντ γυρίζει και μου λέει το εξής: “έχεις δει τις κομμένες σκηνές;”. Έχει δύο κομμένες σκηνές, όπου η μία, η δική της εξ αυτών, είναι εκπληκτική. Η ίδια θεωρεί ότι εξαιτίας αυτού του κοψίματος έχασε το Όσκαρ.
Μου είχε πει λοιπόν ο Πόλακ σε άσχετη στιγμή -και κοίτα πως τα ‘φερε η σύμπτωση τότε- το εξής: “Ένα απ’ τα μεγάλα καθήκοντα του σκηνοθέτη, που θέλει μεγάλη γενναιοψυχία είναι να ξέρει να θυσιάζει και να πετάει σκηνές. Να είναι σε θέση να δει ότι ξαφνικά το έργο κάνει κοιλιά ή μπλοκάρεται, και ακόμα και αν είναι καταπληκτική η σκηνή, οφείλει να την αφαιρέσει”. Και μου ανέφερε ως παράδειγμα αυτήν τη σκηνή της Στρέιζαντ στο “The way we were”. Μου είπε “είναι πάρα πολύ ωραία σκηνή, δεν πρόσθετε όμως τίποτα στην ιστορία, τα ‘χουμε δει όλα αυτά. Και μου λέει “η Μπάρμπαρα στεναχωρήθηκε τότε γιατί παίζει καταπληκτικά αλλά τελικά η ταινία δικαιώθηκε κτλ”.
Δεν τους είπα τίποτα, εγώ ήθελα να μάθω απ’ αυτόν τον άνθρωπο δεν ήμουν κανένας που με ενδιέφεραν οι ίντριγκες, τα κουτσομπολιά.
Καθόμουν δύο βδομάδες στην Αμερική. Πήγαινα λίγο πριν τη βδομάδα των Όσκαρ, έμενα σε όλο το προεόρτιο, και καθόμουν και τις τρεις πρώτες μέρες μετά την τελετή.
ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ. ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΠΑΡΤΙ
Όλο αυτό είχε απίστευτη δουλειά και αυτός ήταν και ο λόγος που κάποια στιγμή κλάταρα. Και όταν πια είχα αρχίσει και το χόρταινα μου βγήκε σαν παράπονο ότι “και εγώ τι απολαμβάνω από όλο αυτό;”. Πέρα από την ικανοποίηση, η οποία πραγματικά όμως είναι μη ανταλλάξιμη.
Για παράδειγμα, εγώ δεν μπορούσα να πάω σε πάρτι. Πήγα μόνο δύο φορές στα 21 χρόνια γιατί έτυχε εκείνες τις δύο φορές την επόμενη μέρα να είναι του Ευαγγελισμού και στην Ελλάδα να είχαμε αργία.
Όταν στο μυαλό σου είναι πως “τώρα εδώ στην Αμερική είναι 11 και έχουμε τόσες ώρες διαφορά με την Ελλάδα, και σε λίγο θα αρχίσουν να μαζεύουν την ύλη, και έχω να καλύψω τετρασέλιδο εφημερίδας, την κυριακάτικη έκδοσή της, το περιοδικό και τα κέρατά μου”, δεν μπορείς να ευχαριστηθείς.
Γίνονται πάρα πολλά πάρτι και όχι, τα περισσότερα δεν είναι καθόλου στημένα. Ανάλογα, βέβαια, και ποιοι τα διοργανώνουν. Για παράδειγμα, όταν το κάνει ένας ατζέντης και είναι απλά μια πρόφαση για να περάσουν τίποτα ηθοποιοί και μουσικοί για να φανούν, εντάξει.
Υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι καλεσμένοι μόνο στα πάρτι και όχι στα Όσκαρ.
Δυο φορές αποπειράθηκαν να κάνουν και ζωντανή κάλυψη απευθείας από τα Όσκαρ. Μία από το MEGA το ‘97 και μία από το τότε Filmnet, τη σημερινή Nova.
Και για να τα καλύψω μπήκα τότε στο international crew του ABC, γιατί το ABC έχει τα δικαιώματα της εικόνας. Και για να έχεις πρόσβαση δημοσιογραφική, έπρεπε οπωσδήποτε να ενταχθείς εκεί.
Το 2007 ένιωσα ότι αυτό το ‘χω ολοκληρώσει, το ‘χω ζήσει και δεν απολαμβάνω και το άλλο, τη ζωή που προσφέρει, τα πάρτι κλπ.
Είχε έρθει τότε η Άννα Βίσση καθώς είναι πολύ φίλη της Πατρίτσια Φιλντ, της ενδυματολόγου η οποία εκείνη τη χρονιά ήταν υποψήφια για το Όσκαρ κοστουμιών στο “Ο διάβολος φοράει Prada”. Και είχε πει της Άννας “αν προταθώ εσύ θα με συνοδεύσεις”.
Και διοργανώνει ένα μεγάλο πάρτι, που θα έρχονταν και άνθρωποι της μόδας απ’ την Νέα Υόρκη, απ’ τη Ρώμη και ηθοποιοί… Και εγώ δεν μπορώ να πάω ενώ ήθελα. Και λέω “ε, όχι ρε γαμώτο, θα σηκωθώ και θα πάω”. Πήγα με μια φίλη μου.
Και τότε άρχισα να αισθάνομαι ότι δεν είχε πια να μου δείξει κάτι άλλο και ότι θα ξαναπήγαινα μόνο αν μπορούσα να κάνω και αυτό.
Με τα πράγματα που έμαθα σε αυτά τα εκπαιδευτικά μαθήματα είχα περάσει πια σε μια άλλη βαθμίδα, και είχα αρχίσει σιγά σιγά να μπαίνω στην άλλη πλευρά, στο δημιουργικό κομμάτι.
Αυτό ήταν αντιδημοσιογραφικό, καθώς δεν μπορούσα μετά να γράφω στις εφημερίδες και στα περιοδικά τόσο εξειδικευμένα για σινεμά. Και έτσι δημιουργήθηκε ένα θέμα μέσα μου: ή θα έπρεπε όντως να περάσω πια από την άλλη μεριά ή να σταματήσω. Και στην άλλη μεριά τι θα πήγαινα να κάνω ξαφνικά; Τον μοντέρ; Εγώ είχα δουλειά στρωμένη.
Έμαθα δηλαδή τόσα που ήταν παραπάνω απ’ αυτά που χρειαζόταν για να είμαι σε αυτό το αντικείμενο.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Την τελευταία φορά που πήγα το ήξερα ότι θα είναι η τελευταία μου. Πήγα για να επισημοποιήσω το διαζύγιο. Το είχα αποφασίσει, το είχα δουλέψει δύο χρόνια μέσα μου. Δεν υπήρξε καμιά συγκίνηση, μου ‘χε βγει η Παναγία. Και δεν μου λείπει τίποτα γιατί τα έχω ευχαριστηθεί.
Ό,τι μάζεψα από εκεί πλέον το καταθέτω τώρα σ’ αυτό μπλογκ που έχω κάνει, το Pantimo.gr, και κάνω εκεί όλα αυτά τα αφιερώματα κλπ.
Θεωρώ ότι αυτό ήταν το επόμενο υγιές και λογικό μου βήμα. Όλη αυτή τη γνώση και τις εμπειρίες που μάζεψα, να τις καταθέτω σήμερα μ’ αυτόν τον τρόπο.
Με ρωτάς πώς εξελίχθηκε αυτός ο θεσμός μέσα σε αυτά τα 21 χρόνια, τι αλλαγές είδα αλλά δεν ξέρω αν εξελισσόταν ο θεσμός ή αν εξελισσόμουν εγώ. Το λέω σοβαρά αυτό γιατί λέμε συχνά για ένα έργο ότι “α, έχει παλιώσει” ή “τώρα έχει γίνει πιο φρέσκο”. Όχι, δεν έχει πάθει τίποτα το έργο. Ίδιο είναι, εμείς αλλάζουμε.
Όχι, ούτε η λάμψη χάθηκε με τα χρόνια. Για αυτό και γίνεται της μουρλής εκεί μέσα, δεν ξέρουν ποιον να πρωτοκαλέσουν. Και γι’ αυτό και όλοι θέλουν και άλλες κατηγορίες για βραβεία.
Ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι από το 2026 θα απονείμουν και βραβείο για casting director, κάτι που το πάλευαν για χρόνια.
Έχω ανεβάσει ένα θέμα στο Pantimo.gr με όλο το ιστορικό του τι προηγήθηκε και πόσοι άλλοι αυτήν τη στιγμή μετά απ’ αυτό, ζητούν εκπροσώπηση ως βραβείο στα Όσκαρ.
ΟΣΚΑΡ 2024
Φέτος την ψήφο μου θα την έδινα στον Γιώργο Λάνθιμο, σίγουρα για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου. Και στην Έμα Στόουν για Ά Γυναικείο και φυσικά στον Μαυροψαρίδη για το μοντάζ.
Φοβάμαι όμως ότι σε όλα του Λάνθιμου, ο αντίπαλος λέγεται “Οπενχάιμερ”. Εκτός απ’ το Ά Γυναικείο, που εκεί αντίπαλος είναι η Λίλι Γκλάντστοουν του Σκορτσέζε, γιατί και οι δύο μάγκες επένδυσαν σκηνοθετικά στις δύο πρωταγωνίστριες τους. Έτσι δείχνουν τα πράγματα, μπορεί βέβαια να πέφτουμε κι έξω αλλά στο Ά Γυναικείο θα παιχτούν δυο σκηνοθεσίες μέσω των πρωταγωνιστριών.
Είναι διαφορετικά τα παιξίματα τους γιατί είναι και διαφορετικές οι σκηνοθεσίες.
Ά Ανδρικό; (σ.σ. το σκέφτεται πολύ) Εκεί είμαι ανάμεσα σε τρεις και κάθε μέρα σκέφτομαι και διαφορετικά, δεν έχω καταλήξει. Μ’ αρέσει πολύ ο Πολ Τζιαμάτι στα “Παιδιά του Χειμώνα” του Αλεξάντερ Πέιν -όπου εκεί δίνω και το Όσκαρ σεναρίου και το Β’ Γυναικείο εννοείται.
Μπορεί να με ζέστανε πολύ το παίξιμο του Πολ Τζιαμάτι αλλά ο Κίλιαν Μέρφι στο “Οπενχάιμερ” κάνει παπάδες.
Και από την άλλη εγώ δεν βγάζω απ’ το μυαλό μου τον Μπράντλεϊ Κούπερ στο “Μαέστρο”, ο οποίος είναι πολύ πρωταγωνισταράς. Γιατί παίζει κι αυτό τον ρόλο του, είναι ένα πρόσθετο στοιχείο το να ηγείσαι της ταινίας, να τη σαρώνεις. Ε, το χει ο Μπράντλει Κούπερ και ειδικά στο “Μαέστρο” είναι δύσκολο.
Για Β’ Ανδρικό θα έδινα την ψήφο στον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ για το “Οπενχάιμερ”, μ’ άρεσε πολύ το παίξιμο του.
Όλα αυτά είναι οι προσωπικές μου επιλογές, όχι οι προβλέψεις. Δεν κάνω ποτέ προβλέψεις από άποψη.