“Επικίνδυνο” το ένα τέταρτο των προσθέτων τροφίμων στην Ευρώπη
Σύμφωνα με μια συγκέντρωση των αποτελεσμάτων μελετών που δημοσιεύθηκε σήμερα από τον οργανισμό υπεράσπισης των καταναλωτών UFC-Que Choisir, το ένα τέταρτο των πρόσθετων πρέπει να απαγορευτεί - Για ποια προϊόντα χτυπάνε το "καμπανάκι του κινδύνου".
- 23 Οκτωβρίου 2018 16:42
Το ένα τέταρτο των προσθέτων τροφίμων που επιτρέπονται στα προϊόντα τροφίμων στην Ευρώπη πρέπει να απαγορευθεί, λαμβανομένων υπόψη των «κινδύνων» που παρουσιάζουν τα πρόσθετα αυτά για την υγεία, σύμφωνα με μια συγκέντρωση των αποτελεσμάτων μελετών που δημοσιεύθηκε σήμερα από τον οργανισμό υπεράσπισης των καταναλωτών UFC-Que Choisir.
Η ένωση, η οποία εκτιμά πως η επίσημη αξιολόγηση των προσθέτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο «έχει αποτελματωθεί ελλείψει ανθρώπινων, οικονομικών και αναλυτικών μέσων», αποφάσισε να εξετάσει τις μελέτες που έχουν δημοσιευθεί από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασφάλειας Τροφίμων (AESA), τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και το Διεθνές Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο (CIRC), προχωρώντας σε μια αξιολογική κατάταξη των επιτρεπόμενων προσθέτων τροφίμων, από τα πιο αποδεκτά μέχρι αυτά που θα πρέπει κανείς να αποφεύγει.
Νιτρικά άλατα και νιτρώδεις ενώσεις που είναι παρόντα στο ζαμπόν (E249, E250, E251, E252) και δημιουργούν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του παχύ εντέρου, καραμέλες με εναμμώνιο θειώδες καραμελόχρωμα (E150c, E150d) που είναι ύποπτο ως καρκινογόνο, ή ακόμη αζωχρώματα που είναι παρόντα σε ζαχαρωτά (E102, E104, E110, E122, E124, E129) και υπάρχει κίνδυνος να κάνουν τα παιδιά υπερκινητικά, βρίσκονται έτσι υπό κατηγορία.
«Στα περισσότερα από 300 εγκεκριμένα πρόσθετα, οι εργασίες μας δείχνουν πως 87 εξ αυτών πρέπει να αποφεύγονται ή δεν συνιστώνται, δηλαδή πάνω από το ένα τέταρτο», αναφέρει η ένωση, η οποία καταγγέλλει τη «μαζική παρουσία τους, ακόμη και σε προϊόντα που ανήκουν σε μεγάλες μάρκες».
«Η καθημερινή έκθεση επί χρόνια σ’ αυτά τα μόρια αυξάνει περαιτέρω τους κινδύνους. Εντούτοις χρησιμοποιούνται μαζικά στα βιομηχανικά προϊόντα διατροφής, περιλαμβανομένων αυτών που ανήκουν σε μεγάλες μάρκες», υπογραμμίζει η UFC, αναφέροντας κυρίως τις καραμέλες Jelly Belly, τα ζυμαρικά Yum-Yum με γεύση ψητού κοτόπουλου ή ακόμη τις τσίχλες «Airwaves menthol extreme sans sucre».
«Χαλαρότητα» των ευρωπαϊκών αρχών
Ο οργανισμός, ο οποίος θέτει στη διάθεση των καταναλωτών μια βάση δεδομένων στην οποία κατατάσσεται από το 1 (Αποδεκτό) μέχρι το 4 (προς αποφυγήν) το σύνολο αυτών των προσθέτων, εκτιμά πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιδεικνύουν «χαλαρότητα» στην αξιολόγηση των διαφόρων αυτών ουσιών.
Σύμφωνα με την ένωση, η αξιολόγηση αυτή «έγκειται εν γένει σε μια απλή ανάγνωση των μελετών που παρέχονται από τους ίδιους των κατασκευαστές των προσθέτων» και αφήνει να πλανάται «μια αμφιβολία σχετικά με τη διαφάνεια και τον εξαντλητικό χαρακτήρα αυτών των ερευνών που διεξάγονται από βιομηχάνους, οι οποίοι έχουν κάθε συμφέρον να μην παρουσιάζουν παρά εργασίες που επιτρέπουν να γίνονται αποδεκτά τα μόριά τους».
Κατά συνέπεια ζητεί από τις ευρωπαϊκές αρχές «να θέσουν σε εφαρμογή μια πραγματικά ανεξάρτητη αξιολόγηση της επικινδυνότητας των προσθέτων» και καλεί τον νομοθέτη «να απαγορεύσει τα 87 πρόσθετα που έχουν αναγνωριστεί ως επικίνδυνα από τους ειδικούς μας βάσει επιστημονικών μελετών».
«Η αλήθεια για τα πρόσθετα; Οι επιστημονικές αρχές και η δημόσια εξουσία είναι αυτές που πρέπει να τη δώσουν και όχι ένα περιοδικό που απευθύνεται στο ευρύ κοινό», αντέδρασε με ανακοίνωσή της η Εθνική Ένωση Βιομηχανιών Τροφίμων (ANIA).
Η ANIA εκτιμά πως τα συστατικά αυτά «δεν είναι επικίνδυνα» και επιτρέπουν «να διασφαλίζεται η ποιότητα των τροφίμων και ιδιαίτερα η υγειονομική ποιότητά τους και η σταθερότητα των προϊόντων». «Αξιολογήθηκαν από τις υγειονομικές υπηρεσίες και απέδειξαν πως είναι αβλαβή. Είναι εγκεκριμένα από τις δημόσιες εξουσίες», υπογραμμίζει η ANIA.