Το αμερικανικό Saveur εξυμνεί τη Βαρβάκειο Αγορά
Με ένα διθυραμβικό κείμενο το γαστρονομικό μέσο περιγράφει την ξεχωριστή αγορά στο κέντρο της Αθήνας, το σημείο όπου χτυπά η καρδιά και η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κουζίνας
- 28 Νοεμβρίου 2016 13:00
Ο κρυμμένος θησαυρός της αγοράς της πρωτεύουσας, αποκαλύπτεται σε όλο τον κόσμο μέσα από το αφιέρωμα του Saveur στη Βαρβάκειο αγορά. Η δημοσιογράφος του γαστρονομικού περιοδικού Katherine Whittaker περπατά στα στενά της Αθήνας, γύρω από την κρεαταγορά, την αγορά θαλασσινών και τους πάγκους με τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά και αναζητά το μυστικό της ελληνικής κουζίνας στην πιο πλούσια αγορά της χώρας.
“Αν θέλεις να καταλάβεις τη ζωή στην Αθήνα, πρέπει να κατανοήσεις την κεντρική αγορά. Πάρε σχεδόν οποιοδήποτε δρόμο στο κέντρο της πόλης και θα βρεις κάποια είσοδο, όπου άνθρωποι από όλη την πόλη σέρνουν τα καροτσάκια τους από τον ένα πάγκο στον άλλο” σημειώνει.
Η Αμερικανίδα ονομάζει το σημείο που όλοι γνωρίζουμε ως Βαρβάκειο, “Δημοτική Αγορά”, με αναφορά στη μεγάλη πινακίδα στην είσοδο του κτιρίου. Το συγκρότημα της Δημοτικής Αγοράς άρχισε να οικοδομείται από τον Δήμο Αθηναίων με βραδείς ρυθμούς το έτος 1878. Μεσολάβησε ωστόσο η πυρκαγιά της 8-9 Αυγούστου 1884 που κατέκαυσε τις παράγκες της παλαιότερης Αγοράς (της περιόδου της Τουρκοκρατίας) που λειτουργούσε ακόμη τότε στα ανατολικά της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και, κατόπιν αυτού, επιταχύνθηκαν οι εργασίες στην οδό Αθηνάς και η Νέα Αγορά αποπερατώθηκε το έτος 1886. Έκτοτε λειτουργεί αδιάκοπα, στεγάζοντας μεγάλο αριθμό καταστημάτων τροφίμων, ενώ ανακαινίστηκε σταδιακά μεταξύ των ετών 1979-1996, από τον Δήμο, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού.
Συνηθίζουμε να την αποκαλούμε Βαρβάκειο, χάρη στον Ιωάννη Βαρβάκης, εθνικό ευεργέτη από τα Ψαρά που έζησε την περίοδο της ελληνικής επανάστασης, με δωρεά του οποίου κατασκευάστηκε για πρώτη φορά κλειστή αγορά στο κέντρο της Αθήνας.
Τα προϊόντα στην αγορά κάνουν ξεκάθαρη τη φήμη της Ελλάδας για εξαιρετικό φαγητό
“Τα προϊόντα στην αγορά κάνουν ξεκάθαρη τη φήμη της Ελλάδας για εξαιρετικό φαγητό” σημειώνει το δημοσίευμα και προσθέτει: “Τα φρούτα και τα λαχανικά που θα βρεις εκεί – αυτό που μοιάζει μα όλη τη γεωργικά παραγωγή, αλλά δεν είναι παρά ό, τι φύεται τη συγκεκριμένη εποχή – είναι πιο ζωντανά από όσο έχεις συνηθίσει. Είδα μερικά από τα μεγαλύτερα, πανέμορφα ρόδια, σύκα, τομάτες, πιπεριές” αναφέρει η αρθρογράφος που δηλώνει ενθουσιασμένη από την εμπειρία.
Το ταξίδι της στην καρδιά της αγοράς συνεχίζεται στα περίφημα μπαχαράδικα της Αθηνάς και των γύρω στενών. “Σακούλα τη σακούλα, ρίγανη, λεβάντα, ξηρός βασιλικός, θυμάρι και μείγματα με ονόματα όπως “μείγμα για σαλάτα” ήταν στοιβαγμένα σε ψηλές στοίβες στα μπροστινά ράφια” σημειώνει η Whittaker.
Έπειτα, η Αμερικανή πέρασε από την ψαραγορά με τα τεράστια καβούρια που φαίνεται πως της τράβηξαν ιδιαιτέρως την προσοχή. “Μετά βίας κρατήθηκα να μην αγοράσω κάμποσες τσάντες υπέροχο γαύρο – το αγαπημένο μου τηγανητό που τρώγεται σαν τηγανητή πατάτα” σημείωσε.
Μετά βίας κρατήθηκα να μην αγοράσω κάμποσες τσάντες υπέροχο γαύρο – το αγαπημένο μου τηγανητό που τρώγεται σαν τηγανητή πατάτα
Το αφιέρωμα έκανε ιδιαίτερη μνεία στα γαλακτοπωλεία της περιοχής, με την τεράστια ποικιλία τυριών και φυσικά την παραδοσιακή βαρελίσια φέτα, αλλά και το χωριάτικο τυρί, παρασκευασμένο από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα.
Επόμενος σταθμός τα αλλαντοπωλεία της περιοχής με τα δεκάδες αλλαντικά να κρέμονται από την οροφή των κτιρίων. Η Whittaker εμπιστεύθηκε τους Έλληνες ξεναγούς της και δοκίμασε τον ακαταμάχητο παστουρμά.
Αυτός είναι ο λόγος να ζεις σε μια πόλη σαν την Αθήνα, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα
Το δίπορτο, το παραδοσιακό μαγειρειό στην άκρη της αγοράς
Στην άκρη της αγοράς, στη ρίζα ενός μικρού παλιού κτιρίου φαίνονται δυο ξύλινες πολυκαιρισμένες πόρτες. Το μαγειρειό όμως αυτό είναι ένα από τα πιο διάσημα της Αθήνας. Κατεβαίνοντας τις σκάλες, βρίσκεσαι σε έναν μικρό χώρο – 5 – 10 τραπέζια το πολύ – περικυκλωμένο από βαρέλια. Το μαγειρειό δεν έχει μενού. Ετοιμάζει δύο, τρία πιάτα καθημερινά και διαλέγεις από αυτά. Ψωμί, ελιές και κρασί και έτοιμο το γεύμα. “Όταν βρέθηκα εκεί το μενού είχε τρυφερό κρέας με ρύζι και σάλτσα ντομάτας, φάβα, σαλάτα και πολύ κρασί, όλα τους φανταστικά” σημειώνει η Αμερικανίδα δημοσιογράφος.
Κάθισα σε ένα τραπέζι μόνη, αλλά μόλις λίγα λεπτά αργότερα με τράβηξαν σε ένα διπλανό, όπου 12 Έλληνες – άνδρες και γυναίκες – που τραγουδούσαν δυνατά συνοδεία ενός ακορντεόν
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία που περιγράφει η Whittaker για το ζεστό καλωσόρισμα που έλαβε στο μαγειρειό, κάτι που εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες, πολλές φορές ξεχνάμε πως μας διακρίνει. “Κάθισα σε ένα τραπέζι μόνη, αλλά μόλις λίγα λεπτά αργότερα με τράβηξαν σε ένα διπλανό, όπου 12 Έλληνες – άνδρες και γυναίκες – που τραγουδούσαν δυνατά συνοδεία ενός ακορντεόν. Αφού τους είπα σε σπαστά ελληνικά πως έμενα κάποτε στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησαν να τραγουδούν το “Όμορφη Θεσσαλονίκη”, υπό τους ήχους των ποτηριών με το κρασί που έμοιαζαν να γεμίζουν μαγικά μετά από κάθε τραγούδι. Αυτός είναι ο λόγος να ζεις σε μια πόλη σαν την Αθήνα, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα”.
ΤΟ SAVEUR ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ
Το Saveur είναι ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους τίτλους γαστρονομικών εκδόσεων στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1994, ενώ κάποια χρόνια αργότερα το περιοδικό εξαγοράστηκε από την “World Publications”. Ξεχώρισε για τον ιδιαίτερο τρόπο που “παντρεύει” τη γαστρονομία με τον πολιτισμό και τα τοπικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν κάθε γαστρονομικό προορισμό.
Στα 20 και πλέον χρόνια της κυκλοφορίας του έχει αποσπάσει δεκάδες βραβεία, όπως το James Beard βραβείο δημοσιογραφίας (23 τέτοια παρακαλώ). Τα τελευταία χρόνια το Saveur έχει καθιερώσει το θεσμό των βραβείων φαγητού για food bloggers από το 2010 ως σήμερα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΦΩΤΟ ΑΡΘΡΟΥ SOOC