2024: ΝΔ χωρίς αντιπολίτευση. Δημοκρατία χωρίς αντιπολίτευση;

Διαβάζεται σε 5'
Ελλάδα, ΕΕ
Ελλάδα, ΕΕ ISTOCK

Το κακό δεν είναι μόνο η ανάδυση του αγνώστου αλλά η συνέχεια αυτού που γνωρίζαμε πολύ καλά και που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε. Αυτό μας συνέβη.

Είναι μάλλον η πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ που η γραφειοκρατία των Βρυξελλών στέκει αμήχανη απέναντι στη συντριπτική ηγεμονία της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Στις ευρωεκλογές του Ιούνη, ο ήδη συντηρητικός πολιτικός χάρτης της Ένωσης αναμένεται να γίνει ακόμη βαθύτερα μπλε, με ολοένα και εντονότερα στοιχεία του μαύρου. Η εικόνα τρομάζει. Η ευρωπαϊκή alt right πλέον εμφανίζεται ως η πιο δυναμική αντιπολίτευση στην όμορή της φιλο-ευρωπαϊκή Δεξιά, με αποτέλεσμα οι δύο να τσαλαβουτούν στα ίδια νερά για να κερδίσουν η μία την άλλη. Η Ιταλία και η Γαλλία δείχνουν το δρόμο. Η Ελλάδα ακολουθεί.

Το άτυπο deal είναι ότι η alt right συμβιβάστηκε με την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και το ευρώ, ενώ οι φιλορωσικοί τόνοι της κατεβήκαν δραστικά. Την ίδια στιγμή, η ευρωπαϊκή (κεντρο)Δεξιά έχει απολύτως κάνει δικιά της την ακραία αντιμεταναστευτική ατζέντα των πολιτικών γειτόνων της. Κάπως έτσι πορευόμαστε προς ένα δυστοπικό ευρωπαϊκό αύριο. Μια Ευρώπη που αδυνατεί να ψελλίσει μια κριτική κουβέντα στο εγκληματικό Ισραήλ, γιατί, κατά βάθος, στο Ισραήλ αρέσκεται να μοιάσει. Δείτε πόσο το θαυμάζουν οι μέχρι χθες δεξιοί αντισημίτες, εκσυχρονισμένοι εκπρόσωποι της alt right σε όλη την Ευρώπη και εδώ…

Η Ελλάδα, στον χάρτη αυτό, είναι υπόδειγμα συνέπειας. Ο κατακερματισμός της ελληνικής αντιπολίτευσης, προϊόν της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ εντός του 2023 και η παρεπόμενη διαδικασία πολιτικού μετασχηματισμού του σε κόμμα που σε πολλά θα θυμίζει περισσότερο τους ΑνΕλ (παρά σε αυτό που κάποτε –με όλα τα στραβά του– υπήρξε) αποτελεί τη συνθήκη ενός δυσοίωνου σεναρίου για την Ελληνική Δημοκρατία: μιας δημοκρατίας χωρίς αντιπολίτευση.

Οι μάχες δείχνουν χαμένες. Από την οικονομική κρίση στην πανδημία και από την πανδημία στην εποχή της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης, κοινωνία και δημοκρατία ταλαιπωρούνται. Και ταλαιπωρούνται περισσότερο όταν η αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά άφαντη, κάτι πλέον που χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Η σωρευτική ανυπαρξία κοινωνικών αναχωμάτων, ιδεολογικών αντιστάσεων και θεσμικών αντιβάρων στη Δεξιά είναι γεγονός.

Πολλοί συγκρίνουν την κατάσταση με την επί δεκαέξι ετών ηγεμονική θητεία της καγκελαρίου Μέρκελ, όταν θέλουν να δημιουργήσουν περήφανους ελληνο-γερμανικούς συνειρμούς. Φοβούμαι όμως πως αν θέλουμε να βρούμε παραλληλισμούς δεν πρέπει να κοιτάξουμε τόσο ψηλά στον ευρωπαϊκό Βορρά από την Ελλάδα. Υπάρχουν πιο συγκρίσιμες καταστάσεις ηγετών που μακροημερεύουν σε δημοκρατίες που ασθμαίνουν. Αυτές οι δημοκρατίες είναι σίγουρα πιο συγκρίσιμες με την Ελλάδα από ό,τι με τη Γερμανία σε επίπεδο θεσμικής επάρκειας, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες.

Το πρωτόφαντο για την Ελλάδα που συμβαίνει σήμερα είναι άγγελος ανελεύθερων εξελίξεων στο πολίτευμα. Ανελεύθερη δημοκρατία ονομάζουμε το καθεστώς εκείνο το οποίο νομιμοποιείται από τη λαϊκή βούληση –επομένως δημοκρατία– αλλά στο όνομα της νομιμοποίησης αυτής συρρικνώνει την πραγματική δημοκρατία ως πολίτευμα, απαξιώνοντας κράτος δικαίου και θεσμικά αντίβαρα στην εκτελεστική εξουσία. Η πορεία προς την ανελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ταξίδι με δεδομένο προορισμό. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα σημείο πέραν του οποίου ένα δημοκρατικό καθεστώς γίνεται ανελεύθερο.

Για τον λόγο αυτόν δεν είναι δόκιμη η συζήτηση περί «ορμπανοποίησης» της ελληνικής πολιτικής ζωής. Κάθε χώρα έχει το στίγμα της. Το κρίσιμο είναι η συρρίκνωση της δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα. Άλλα χαρακτηριστικά έχει το ανελεύθερο ταξίδι στις ΗΠΑ, άλλα στην Τουρκία, άλλα στην Αργεντινή ή στη Βραζιλία. Άλλα στην Ιταλία, άλλα στη Γαλλία, άλλα στη Σερβία, άλλα στην Ελλάδα. Πορεία με ανελεύθερα χαρακτηριστικά στην Ευρώπη παρατηρούμε στις μετασοσιαλιστικές δημοκρατίες των Βαλκανίων, κυρίως στη Σερβία, κατεξοχήν σε αυτές της Κεντρικής Ευρώπης, με την Ουγγαρία και την Πολωνία να είναι οι εμβληματικοί πρωταθλητές στη χρήση του όρου, αλλά πορεία με ανελεύθερα χαρακτηριστικά παρατηρείται και στον Ευρωπαϊκό Νότο με την Ιταλία και την Ελλάδα να πρωταγωνιστούν, και τη Γαλλία να έπεται.

Η πιο τρανή απόδειξη ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα συρρικνώνεται πλέον με βοναπαρτικά χαρακτηριστικά ενός πρωθυπουργικοκεντρικού συστήματος εξουσίας είναι η απάντηση που δίνουν όσοι απαξιούν να απαντήσουν στις κριτικές που δέχεται η παντοδύναμη κυβέρνηση της χώρας. Μία λέξη. Ένας αριθμός μάλλον: «41%».

– Υποκλοπές είπατε;
– 41%. Ο λαός μας ψήφισε, πείτε ό,τι θέλετε.

Η μονότονη και επηρμένη επίκληση του ποσοστού που πήρε η κυβέρνηση στις εκλογές του 2023 από τους εκπροσώπους της κάθε φορά που υφίστανται κριτική είναι η ελληνική εκδοχή του δημοκρατικού εκφυλισμού. Πιο mild από Ουγγαρία, Πολωνία και Σερβία αλλά εκφυλισμός στα σίγουρα.

Τα βήματα είναι ταξινομημένα ακολούθως – και όχι μόνο για την Ελλάδα:

1. Απευθείας έλεγχος των Μυστικών Υπηρεσιών και της δημόσιας τηλεόρασης από την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας.
2. Απαξίωση του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
3. Δραματικό έλλειμα πλουραλισμού στην ενημέρωση.
4. Αδρανοποίηση των ενοχλητικών Ανεξαρτήτων Αρχών.
5. Χειραγώγηση των κεφαλών της Δικαιοσύνης.
6. Εδραίωση μιας πανίσχυρης κυβέρνησης χωρίς ορατή πιθανότητα αλλαγής της.

Αυτά τα βήματα που διεθνώς έχουν καταγραφεί ως πορεία συρρίκνωσης της δημοκρατίας παρατηρούνται ως textbook στην Ελλάδα.

Προσοχή όμως, ο εκφυλισμός αυτός δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας αναπάντεχης καταστροφής. Είναι περισσότερο η εξοικείωση των ανθρώπων με μια κατάσταση που μέχρι πρότινος φάνταζε εκτός ορίων. Οι φραγμοί αμβλύνονται. Στα νησιά, μετανάστες και πρόσφυγες, ζούνε όπως ζούσαν στους ίδιους τόπους οι πολιτικοί εξόριστοί μέχρι το 1974 και στους περισσότερους φαίνεται κανονικό κι αναγκαίο. Η ζημιά έγινε και εμείς τώρα συνειδητοποιούμε πως είναι πολύ αργά διότι ξορκίζοντας την, δεν καταλάβαμε ότι ήδη συνέβαινε.

Η καταστροφή λοιπόν δεν είναι μόνο τομή αλλά κυρίως η συνέχεια. Το κακό λοιπόν δεν είναι μόνο η ανάδυση του αγνώστου αλλά η συνέχεια αυτού που γνωρίζαμε πολύ καλά και που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε. Αυτό μας συνέβη.

Η διάγνωση του κακού είναι αναγκαίο, όχι όμως ικανό, βήμα για την υπέρβασή του. Θέλει δουλειά πολλή όμως.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα