Αιφνιδιαστικά, ο κίνδυνος πληθωρισμού επέστρεψε
Οι λόγοι επανεμφάνισης του πληθωρισμού και ο τρόπος αντιμετώπισής του πριν καθορίσει τη δυναμική της οικονομίας. Ο Νίκος Χριστοδουλάκης εξηγεί τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις.
- 17 Νοεμβρίου 2021 06:24
Πριν την ένταξη της Ελλάδας στο Ευρώ, ο πληθωρισμός αποτελούσε τον καθημερινό εφιάλτη του νοικοκυριού και τον μέγα πονοκέφαλο της οικονομικής πολιτικής.
Στην διάρκεια των τριών δεκαετιών από το 1990 και μετά είχαμε τρεις πολύ διαφορετικές φάσεις πληθωρισμού:
- Στις αρχές του 1990 υπερέβαινε το 20% ετησίως και χρειάστηκαν πολλές παρεμβάσεις στις αγορές για να κατέλθει στο 3% στο τέλος εκείνης της δεκαετίας. Άλλαξαν τρόποι τιμολόγησης, ανταγωνισμού, μισθολογικής πολιτικής και αρκετά άλλα ώστε τελικά να περνάει τα κριτήρια που είχαν τεθεί για όσες οικονομίες ήθελαν να ενταχθούν στο κοινό νόμισμα.
- Στην δεύτερη φάση που κράτησε ως το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης, ο πληθωρισμός κινήθηκε γύρω από το 3%, ένα ποσοστό χαμηλότερο μεν από τα ιστορικά επίπεδα στην Ελλάδα αλλά όχι και τόσο σε σύγκριση με τον χαμηλότερο πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Η διαφορά μπορεί να μην ξεπερνούσε την μία ποσοστιαία μονάδα τον χρόνο, σιγά-σιγά όμως την ζημιά της την έκανε καθώς διάβρωνε την ανταγωνιστικότητα στην παραγωγή αγαθών σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
- Η περίοδος της κρίσης σήμαινε και μια νέα περίεργη φάση για τον ελληνικό πληθωρισμό: Οι τότε υπεύθυνοι είχαν την φαεινή ιδέα να αυξήσουν υπερβολικά τους έμμεσους φόρους για να ενισχύσουν τα έσοδα και αυτό προκάλεσε τον απροσδόκητο συνδυασμό υψηλών τιμών και δριμύτατης ύφεσης στην οικονομία. Δύο φαινόμενα που συνήθως βαίνουν αντίρροπα, όπως άλλωστε συνέβη και όλη την προηγούμενη δεκαετία. Την περίοδο 2011-2020 ο πληθωρισμός κινείται γύρω από το μηδέν και μερικές χρονιές μένει αρνητικός. Θα ήταν ίσως μια πολύ θετική πλευρά της κρίσης, αν δεν είχε επιτευχθεί με την βαρειά ύφεση που έπληξε την ελληνική οικονομία. Πάντως σαν πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής ξεχάστηκε και ούτε καν αναφερόταν στις δημόσιες αντιπαραθέσεις. Το ίδιο περίπου συνέβαινε άλλωστε και με τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες όμως πήραν από πολύ νωρίς πρωτοβουλίες για να επωφεληθούν στις αγορές χρήματος με την ποσοτική επέκταση.
Ο μηδενικός πληθωρισμός ήταν αυτός που επέτρεψε στα επιτόκια δανεισμού να μειωθούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και να περικοπούν έτσι οι μεγάλες δαπάνες τόκων. Για τον ίδιο λόγο έκανε επίσης την δημοσιονομική επέκταση λόγω της πανδημίας να φαίνεται πληθωριστικά ακίνδυνη και διευκόλυνε την έγκριση της από τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Συνολικά, ο μηδενικός πληθωρισμός ήταν αυτός που άλλαξε τον τρόπο διαμόρφωσης των οικονομικών αποφάσεων, από την τιμολόγηση των προϊόντων έως τις μισθολογικές διεκδικήσεις τα προηγούμενα χρόνια. Το μόνο σφάλμα που έγινε σε αυτή την ωραία κατάσταση ήταν ότι όλοι οι οικονομικοί παράγοντες πίστεψαν πως είχαν νικήσει το «τέρας» και δεν θα το ξανάβλεπαν μπροστά τους.
Οι τιμές θα άλλαζαν μόνο αν βασιζόταν σε μόνιμες αλλαγές ποιότητας και επάρκειας, όχι πλέον επειδή υπήρχε μια συνήθεια να αναπροσαρμόζονται όλα στην αρχή κάθε περιόδου. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, όσοι χρησιμοποιούσαν λίστες με τιμοκαταλόγους μπορούσαν πλέον να τις τυπώνουν αφού δεν θα χρειαζόταν να αλλάξουν σύντομα, αντί να τις συμπληρώνουν με μολύβι για να τις διορθώνουν κάθε τρείς και λίγο!
Και ξαφνικά εκεί που όλοι απολάμβαναν την αποπληθωρισμένη ηρεμία στην οικονομία, ο πληθωρισμός εμφανίστηκε και πάλι απειλητικός χάρις σε έναν παράξενο συνδυασμό συμπτώσεων και διαταραχών, που όλες μαζί απειλούν να τον καταστήσουν μονιμότερη απειλή. Οι δύο κυριότεροι λόγοι που τον προκάλεσαν είναι οι εξής:
- Πρώτος και καλύτερος η εκτίναξη των δημοσίων δαπανών για την στήριξη της ζήτησης και των επιχειρήσεων την περίοδο της πανδημίας. Μια πολιτική που ήταν προφανώς απαραίτητη για να αποφύγουμε μια νέα μεγάλη ύφεση μετά από εκείνη του 2010, αλλά σε συνδυασμό με το μποτιλιάρισμα της παραγωγής οδήγησε στην εκρηκτική άνοδο τιμών. Ο πληθωρισμός αυτού του είδους αντιμετωπίζεται με μία αποκατάσταση των συνθηκών παραγωγής στα προ πανδημίας επίπεδα, κάτι που θα παραμένει δύσκολο όσο οι κοινωνίες παραμένουν εγκλωβισμένες σε περιορισμούς και απαγορεύσεις.
- Δεύτερος λόγος είναι η απότομη και απροσδόκητη άνοδος της τιμής ενέργειας σε όλο τον κόσμο, είτε επειδή έκλεισαν οι στρόφιγγες του φυσικού αερίου από την Ρωσία είτε επειδή περιορίζονται βιαστικά και επιπόλαια παραδοσιακές μορφές καυσίμων χωρίς να έχει προετοιμαστεί με σοβαρότητα το σχέδιο αντικατάστασης τους – όπως για παράδειγμα ο λιγνίτης. Η ακύρωση αυτού του είδους πληθωρισμού είναι τεχνικά ευκολότερη, αλλά πολιτικά ίσως συναντήσει πολλαπλά εμπόδια. Είναι εύκολο για παράδειγμα να αυξηθούν οι πωλήσεις φυσικού αερίου από την Ρωσία προς την Ευρώπη, αλλά στην εξίσωση έχει μπει τώρα και η διαμάχη με τους μετανάστες στα σύνορα Λευκορωσίας-Πολωνίας που θα κάνει την εξομάλυνση πιο περίπλοκη.
Όσον αφορά τον λιγνίτη, επίσης πρέπει να υπάρξουν κάποιες πιο ρεαλιστικές αναθεωρήσεις για τον χρονικό ορίζοντα απολιγνιτοποίησης – όπως είχαμε γράψει σε παλιότερο άρθρο. Ακόμα περισσότερο, η στρατηγική για την αντιμετώπιση των ενεργειακών κρίσεων στην Ευρώπη πρέπει να συντονιστεί ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι κάθε χώρα χωριστά. Έχουν γίνει κάποια βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά ακόμα δεν είναι αποφασιστικά για να αλλάξουν τους κανόνες με τους οποίους καθορίζεται και παίζεται το ενεργειακό παίγνιο.
Πέρα όμως από επιμέρους ζητήματα προσφοράς και ζήτησης στην οικονομία, ο έλεγχος του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα είναι καθοριστικής σημασίας για πολλές αποφάσεις της Ευρωζώνης – από τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις έως την νομισματική πολιτική. Και στα δύο μέτωπα, οι κινήσεις πρέπει να είναι δίκαιες αλλά και πολύ προσεκτικές.
Για παράδειγμα, οι χαμηλόμισθοι και όσοι επλήγησαν από την πανδημία πρέπει αμέσως να ισοφαρίσουν τις απώλειες που είχαν από τον πληθωρισμό με ισοδύναμες μισθολογικές αυξήσεις για να αποφύγουν ένα βέρτιγκο αγοραστικής καθίζησης.
Όμως εταιρείες που στηρίχθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας οφείλουν να «απορροφήσουν» την πίεση του πληθωρισμού, ως μία έμπρακτη ανταπόδοση της αλληλεγγύης προς την κοινωνία, ανάλογη αυτής που το κράτος έδειξε προς τις ίδιες.
Μόνο έτσι «κόβεται» το σπιράλ του πληθωρισμού από το να γλιστρήσει σε όλη την οικονομία και να καθορίσει την δυναμική της. Όπως επώδυνα είχαμε μάθει τις προηγούμενες δεκαετίες, το χειρότερο με τον πληθωρισμό δεν είναι ότι έχει συμβεί μια αύξηση σε κάποιο προϊόν ή υπηρεσία.
Το χειρότερο είναι η προσδοκία ότι κάπου κάτι θα συμβεί στο μέλλον και καλό είναι ο κάθε ενδιαφερόμενος να προστατευθεί από τώρα αυξάνοντας τις δικές του τιμές. Σκεπτόμενοι όλοι με παρόμοιο τρόπο, κάνουν τον πληθωρισμό να πάρει κεφάλι τιμωρώντας όλους αδιακρίτως.