Άλλη μια ευκαιρία στην Παιδεία θα πάει χαμένη
Η διαφορά φάσης της πανεπιστημιακής επικαιρότητας στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συζήτηση που δεν γίνεται για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αναλύει ο Νίκος Χριστοδουλάκης.
- 01 Δεκεμβρίου 2021 06:27
Είτε με αφορμή μια δημόσια συζήτηση για το «Πανεπιστήμιο του 2030» είτε με την προοπτική της Συνόδου των Πρυτάνεων πριν τα Χριστούγεννα, κυκλοφορούν διάφορα σενάρια σημαντικών αλλαγών στα πανεπιστήμια, από τον τρόπο εκλογής των πρυτάνεων έως το πολύ σοβαρότερο ζήτημα για τα κριτήρια εισαγωγής των φοιτητών για το οποίο μεγάλος καβγάς είχε γίνει στις αρχές φθινοπώρου ανάμεσά στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
Αν και η συζήτηση που έγινε θα μπορούσε να φωτίσει κάποιες κρίσιμες πλευρές του προβλήματος και να βρεθεί μια μόνιμη διευθέτηση για τα ΑΕΙ, η ευκαιρία χάθηκε και κατέληξε σε άλλη μία άγονη αντιπαράθεση.
Η δυνατότητα κάηκε τόσο από την στενή οπτική με την οποία αντιμετωπίζει όλο το εκπαιδευτικό ζήτημα η σημερινή κυβέρνηση, αλλά και από την αξιωματική αντιπολίτευση που υιοθέτησε όλους τους φετεινούς αποτυχόντες και με περισσή γενναιοδωρία τους έταξε ότι όταν γίνει κυβέρνηση θα τους εντάξει αναδρομικά σε σχολές ΑΕΙ, αίροντας έτσι κάθε έννοια αξιοκρατίας, επιδόσεων, τήρησης των νόμιμων κανόνων εισαγωγής και πολλών άλλων.
Όχι βέβαια πως η πολιτική αυτή είναι μόνο δική της πατέντα. Τα ίδια ακριβώς είχε κάνει και η Νέα Δημοκρατία με τους Αγροφύλακες που ήθελε να διορίσει το 1990-93 η τότε κυβέρνηση της, ξαναστήνοντας στην ύπαιθρο ένα σώμα ενόπλων που είχε ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Το ΠΑΣΟΚ το 1994 ακύρωσε τους διορισμούς, αλλά τους ξανάκανε αναδρομικά η ΝΔ όταν επανεξελέγη το 2004, φέρνοντας στην υπηρεσία άτομα που απείχαν λίγους μήνες από την σύνταξη! Φαντάζεται κανείς πόσο πολύ προστάτευσαν τους αγρούς …
Ας πάρουμε τα σημερινά πράγματα με την σειρά. Πρώτα να δούμε γιατί η εκπαιδευτική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης είναι αδιέξοδη και ανάξια των καιρών και χρειάζεται ένας ριζικά διαφορετικός προσανατολισμός. Καταρχήν, στην οργάνωση και το περιεχόμενο των σπουδών θα έπρεπε να είχε γίνει η μεγάλη τομή, αλλά δυστυχώς βλέπουμε να επαναλαμβάνονται τα ημίμετρα και οι κοντόθωρες πολιτικές του παρελθόντος.
Η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ανεμπόδιστης εισδοχής όλων στα ΑΕΙ, ανεξαρτήτως πόσο χαμηλές επιδόσεις είχε κάποιος στις εισαγωγικές, πράγμα που πλημμύριζε τα Τμήματα των ΑΕΙ με εντελώς ανίδεους και αδιάβαστους. Μάλιστα, πολλοί εξ αυτών μετακόμιζαν λόγω (πραγματικής ή υποτιθέμενης) ασθένειας ή φοιτούντος συγγενούς σε πολύ καλύτερα Τμήματα των μεγάλων κέντρων.
Ναι μεν τώρα επεβλήθη Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), αλλά σε ένα μόνο μάθημα ανά Τμήμα πράγμα το οποίο είναι διπλά προβληματικό: αφενός μεν θα υπάρχει πάντα αμφιβολία για το ποιο είναι αυτό το κρίσιμο ένα μάθημα που διαμορφώνει την βάση, αφετέρου μπορεί να υπάρχουν πλείονα μαθήματα που είναι εξίσου βασικά και θα έπρεπε να διαμορφώνουν μια πολυδιάστατη βάση εισαγωγής σε ένα Τμήμα.
Το δεύτερο πρόβλημα με την βάση είναι ότι όσοι δεν την πέρασαν νιώθουν «απόβλητοι», απορρίφθηκαν από ένα σύστημα στο οποίο εξίσου ανίδεοι σαν και αυτούς τα προηγούμενα χρόνια είχαν περάσει. Και αυτό γιατί κανείς δεν τους εξήγησε μέχρι τώρα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα ναι μεν πρέπει να έχει θέση για όλους, αλλά με την προϋπόθεση ότι η προετοιμασία τους και η γνώση τους θα αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της κάθε προοπτικής και θέσης που επιλέγουν.
Για να γίνει αυτό, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις να τηρούνται: η μία είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα «δουλεύει» αποτελεσματικά σε όλες τις βαθμίδες και ξεχωρίζει από νωρίς αυτούς που θα πάνε – για παράδειγμα – σε ΑΕΙ ή σε τεχνική ή σε επαγγελματική σχολή. Εννοείται ότι η κινητικότητα επιτρέπεται μέχρι την τελευταία στιγμή των εισαγωγικών εξετάσεων, γιατί συχνά είναι τα φαινόμενα να αναδειχθεί κάποιος σε ταλέντο γνώσεων ακόμα και αν έχει ξεκινήσει να ασχολείται με εφαρμοσμένες τεχνικές γνώσεις.
Η άλλη προϋπόθεση είναι ότι οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές δεν πρέπει να εμφανίζονται σαν φτωχοί συγγενείς στην φάση αποτυχίας του μαθητή (όπως έβγαιναν τώρα οι υπουργοί και λέγανε ότι οι μη-εισελθόντες θα πάνε στα δημόσια ΙΕΚ), αλλά να αποτελούν ένα ενεργό και δυναμικό σκέλος του εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο προσβλέπει ο υποψήφιος από τα πρώτα χρόνια του Λυκείου. Με τον τρόπο αυτό, ούτε στρατιές αποτυχημένων δημιουργούνται, ούτε δύο κατηγορίες μεταλυκειακών φοιτητών συνωστίζονται χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν, ούτε προσφέρονται ως άθυρμα στα προεκλογικά μαγειρέματα των κομμάτων.
Η ευκαιρία ήταν μεγάλη φέτος επειδή σύντομα ξεκινάει η υλοποίηση του ελληνικού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανόρθωσης (ΤΑΑ). Στα αντίστοιχα σχέδια των άλλων χωρών γίνεται προσπάθεια να αναπροσαρμοστούν τα εγκύκλια προγράμματα σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης ενσωμάτωσης των λεγόμενων μαθημάτων STEM (Επιστήμες, Τεχνολογία, Μηχανική, Μαθηματικά), πράγμα το οποίο θα ταίριαζε απολύτως με το μοντέλο μιας ολοκληρωμένης δομής εκπαίδευσης με τα ΑΕΙ, τις τεχνικές και τις επαγγελματικές σχολές σε ένα διαρθρωμένο σύνολο. Καμμία τέτοια πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν καταγράφεται μέχρι σήμερα ούτε διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Το μόνο το οποίο μέχρι στιγμής έχει αποκρυσταλλωθεί νομικά είναι η σύσταση των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ), δηλαδή οι ένστολες Φρουρές που θα εγκατασταθούν σε κάθε ΑΕΙ και θα το φυλάνε από πιθανή φθορά, επιθέσεις και καταλήψεις. Έτσι 200 χρόνια μετά την Απελευθέρωση του Έθνους, αντί να αναζητούμε νέους δρόμους γνώσης για όλο και περισσότερους νέους σε κρίσιμους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, εμείς θα χτίζουμε φυλάκια για τα νέα σώματα χωροφυλάκων που θα γεμίσουν τα πανεπιστήμια! Τι λαμπρή πρόοδος, αλήθεια!
Βέβαια το σχέδιο θα καταρρεύσει πολύ σύντομα στην πράξη γιατί απλούστατα ΑΕΙ και ένοπλες φρουρές εν δράσει είναι δύο πολύ αταίριαστα πράγματα. Είναι όμως χαρακτηριστικό τι απασχολεί την πανεπιστημιακή επικαιρότητα στην Ελλάδα, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ούτε όμως η αξιωματική αντιπολίτευση παρεμβαίνει ουσιαστικά στο πρόβλημα, αλλά απλώς νομίζει ότι θα μεγιστοποιήσει την εκλογική της τύχη άμα τάξει εισαγωγή στον καθένα που λόγω ΕΒΕ έμεινε εκτός. Για αυτό το ζήτημα όμως θα χρειαστεί να επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο.