Αμερικανικές εκλογές: Άθλιο ντιμπέιτ αλλά καλύτερο από τα δικά μας
Αγένεια, προσωπική χαρακτηρισμοί, έλλειψη πολιτικού επιπέδου. Το debate δεν μας έκανε πιο σοφούς, ανέδειξε όμως δύο αλήθειες τις οποίες πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ' όψη και για τα εν Ελλάδι δρώμενα.
- 01 Οκτωβρίου 2020 06:58
Υπάρχει ένα διαχρονικό κεκτημένο στην αμερικανική πολιτική σκηνή που ακούει στον όρο: δικομματική συνεννόηση. Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί μπορεί να “σφάζονται” όπως είδαμε να γίνεται στο debate Τραμπ και Μπάιντεν, ωστόσο κοινός τόπος είναι πως οι δύο παρατάξεις κρατάνε τις τύχες των ΗΠΑ στα δικά τους, και μόνο, χέρια.
Ο Τζόζεφ Ρόμπινετ Μπάιντεν Τζούνιορ εκλέχτηκε πρώτη φορά γερουσιαστής το 1972 και όντας στο πλευρό του υπερσυντηρητικού Strom Thurmond, είχε ταχθεί ψυχή τε και σώματι στον αγώνα για τη προάσπιση του bipartisan consensus, της δικομματικής συναίνεσης δηλαδή που διαχρονικά φλερτάρει με τις πιο αντικοινωνικές και καπιταλιστικές αμερικανικές αξίες.
Στο debate που παρακολουθήσαμε, το πρώτο από τα τρία των δύο υποψηφίων, ο Μπάιντεν προσπάθησε να αναδείξει τις εργατικές του “ρίζες”, όπως έγραψαν οι Financial Times. Ας μη γελιόμαστε όμως. Το 2008 ο Ομπάμα τον είχε επιλέξει ως “running mate” του γιατί ο Μπάιντεν είχε στο πλευρό του το αμερικανικό λόμπι. Η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών ονειρευόταν τον Μπέρνι Σάντερς στην τελική κούρσα, όμως οι ιδεολογικές καταβολές των Δημοκρατικών δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν άνευ όρων μια τόσο “σοσιαλιστική” πρόταση.
Το ειρωνικό είναι πως ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συμπεριέλαβε στη δική του φαρέτρα επιχειρημάτων στο debate τα δήθεν “σοσιαλιστικά μειονεκτήματα” του αντιπάλου του, που εν προκειμένω τοποθετούνται πάνω στην ατζέντα της ασφάλειας και της τάξης. Ο Μπάιντεν φαίνεται πως επενδύει στην επιστροφή του Obamacare, όμως αυτό δεν είναι για την ώρα αρκετό. Παράλληλα, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών παρουσιάζεται ως πιο μετριοπαθής ως προς τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όμως ο μέσος ψηφοφόρος του Τραμπ συσπειρώνεται γύρω από το δόγμα της εθνικής υπεροχής.
Σε κάθε περίπτωση, τα ξημερώματα της Τετάρτης (ώρα Ελλάδος) είδαμε ένα από τα χειρότερα debate της ιστορίας. Από τη μια ένας 74χρονος πρόεδρος και από την άλλη ένας πρώην αντιπρόεδρος 77 χρονών, που ο ένας αποκαλούσε τον άλλο “κλόουν” και “ψεύτη”. Η όλη επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε με συνεχόμενες διακοπές των λόγων, με χαμηλό επίπεδο γλώσσας και με μπόλικο λαϊκισμό.
Παρόλα αυτά, το debate μας έδωσε και κάποια χρήσιμα συμπεράσματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, αλλά ξεκαθαρίζουν κάπως τα πράγματα. Το ένα είναι πως ο Τραμπ επιβεβαίωσε τον ρόλο του ως πνευματικός ταγός της ακροδεξιάς στη χώρα του. Ο δημοσιογράφος του δικτύου Fox, Κρις Γουάλας, ρώτησε τον Τραμπ εάν ήταν διατεθειμένος να καταδικάσει την υπεροχή των λευκών έναντι των μαύρων μετά τα πολλά ρατσιστικά κρούσματα βίας, με τον αμερικανό πρόεδρο να τηρεί το δόγμα των ίσων αποστάσεων.
Από τη δική του μεριά ο Μπάιντεν ανέδειξε μια αλήθεια που προσπάθησε να την παρουσιάσει ως ανάγκη. “Πηγαίνετε να ψηφίσετε, η ψήφο σας θα καθορίσει την έκβαση των εκλογών. Ψηφίστε, ψηφίστε, ψηφίστε. Εάν μπορείτε να ψηφίσετε νωρίτερα στην πολιτεία σας, ψηφίστε νωρίτερα. Εάν μπορείτε με τη φυσική σας παρουσία, κάντε το. Κάθε τρόπος είναι ο καλύτερος τρόπος, επειδή ο Τραμπ δεν μπορεί να σας εμποδίσει να καθορίσετε την έκβαση των εκλογών”. Αυτό ήταν το μήνυμά του, ή αν θέλετε η έκκλησή του, και εν προκειμένω έχει δίκιο.
Έχει δίκιο γιατί η αποχή θα δυναμώσει τον Τραμπ, του οποίου το κοινό φαντάζει πιο συσπειρωμένο, και μάλιστα συσπειρώνεται όλο και περισσότερο όσο τα media βάλλουν μονομερώς εναντίον του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών.
Από την άλλη, ο μέσος αναποφάσιστος ή πιο προοδευτικός ψηφοφόρος, θα αισθάνεται διπλά απογοητευμένος μετά την τελευταία τηλεμαχία, ερχόμενος μπροστά σε ένα όλο και πιο ηχηρό αδιέξοδο που αναπτύσσεται στις ΗΠΑ από το τέλος της προεδρικής καριέρας του Ομπάμα και μετά.
Αυτό το αδιέξοδο είναι που πρέπει να θορυβήσει εμάς στην Ελλάδα. Μπορεί μια τέτοια τηλεμαχία να μη μας κάνει “πιο σοφούς”, όμως σε κάθε περίπτωση απογυμνώνει τις προθέσεις των ομιλούντων τεκμηριώνοντας το σημαινόμενο και δίνοντας σήματα προς πάσα κατεύθυνση. Από την άλλη, εν Ελλάδι μπορεί να επικρατεί ο δικομματισμός, ωστόσο οι συσχετισμοί είναι πάντοτε ανοιχτοί προς συμμαχίες, συμπορεύσεις, ή νέους “παίκτες” άμα τη συγκυρία, πράγμα που είδαμε να επιτελείται από το 2010 και μετά. Η Δημοκρατία έχει ανάγκη αυτές τις διεργασίες, έχει ανάγκη από εναλλασσόμενα πρόσωπα και πρωτίστως, έχει ανάγκη από διαφανείς διεργασίες, συζητήσεις και αντιμαχίες.
Έτσι, ακόμη και αυτό το κακό debate που είδαμε να εξελίσσεται στο Κλίβελαντ του Οχάιο, ήταν πιο χρήσιμο από τα δικά μας… ανύπαρκτα debate ή τα προηγούμενα, αποστειρωμένα τηλεοπτικά show που έχουμε δει με προσυνεννοημένες και ρηχές ερωτήσεις. Και μη ξεχνάμε φυσικά πως τον τελευταίο ελληνικό διαξιφισμό μπροστά σε κάμερες, τον είδαμε το 2015, σε δύο δόσεις, μία με Τσίπρα και Μεϊμαράκη και ακόμη μια με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς.
Τι μάθημα παίρνουμε; Πως αν θέλουμε να ενισχύσουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς μας, οφείλουμε να πολλαπλασιάσουμε τους τηλεοπτικούς διαλόγους, με ερωτήσεις που θα τίθενται εκ μέρους του κοινού και με τη συμμετοχή όλων των εκλεγμένων εκπροσώπων του λαού στο κοινοβούλιο. Μπορεί στο τέλος της ημέρας η αποχή να ενισχύει τους δύο επικρατούντες του εκάστοτε πολιτικού σκηνικού, όμως από την άλλη κατακρημνίζει την αξιοπιστία και τις δημοκρατικές αξίες, άρα και την ελευθερία των πολιτών και την προάσπιση των κοινωνικών κεκτημένων τους. Γιατί όσο περισσότερος έλεγχος υπάρχει, τόσο εντονότερη είναι και η πίεση προς τους άρχοντες. Ιδίως όταν ο έλεγχος ασκείται απ’ ευθείας από τη βάση.
Και απαντώντας κανείς στο ερώτημα αν τελικά τα debate μπορούν να κάνουν έναν αναποφάσιστο πολίτη να πάει τελικά στην κάλπη, η απάντηση είναι πως από μόνα τους, όχι, δεν μπορούν. Είναι όμως ικανά να θέσουν εκ νέου επί τάπητος τις αντιθέσεις αλλά κυρίως, τις διαφαινόμενες συσπειρώσεις κομματικών ομάδων και σχηματισμών, φωτίζοντας εν μέρει την επόμενη μέρα. Και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.