“Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν…” Η λογοκρισία στην Ελλάδα της Δικτατορίας 

Διαβάζεται σε 8'
“Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν…” Η λογοκρισία στην Ελλάδα της Δικτατορίας 
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΣΑΡΡΗΚΩΣΤΑΣ ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η ελευθερία του λόγου είναι ό,τι φοβάται περισσότερο κάθε τυραννία.

Κατά την επταετία 1967–1974, η Δικτατορία των Συνταγματαρχών επέβαλε ασφυκτική λογοκρισία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική και το βιβλίο, καταπνίγοντας κάθε υποψία αντίθεσης.

Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες ανέπτυξαν δημιουργικούς τρόπους αντίστασης, αξιοποιώντας την αλληγορία, τους υπαινιγμούς και τα σύμβολα για να μεταδώσουν μηνύματα ελευθερίας στο κοινό.

Θέατρο

Κατά τη δικτατορία, ειδικές επιτροπές λογοκρισίας εξέταζαν τα θεατρικά έργα πριν ανέβουν στη σκηνή, απορρίπτοντας ή περικόπτοντας όσα θεωρούσαν «ύποπτα». Το 1971 απαγορεύτηκε, η πρόταση του Καρόλου Κουν να ανέβει στο Θέατρο Τέχνης, το έργο «ΘΗΛΕΑ» του Γιώργου Σκούρτη επειδή περιείχε “αναρχικές ιδέες”, ενώ ακόμα και αρχαίες κωμωδίες όπως η «Λυσιστράτη» απαγορεύτηκαν λόγω των αντιπολεμικών τους μηνυμάτων.

Το θέατρο λειτουργούσε υπό καθεστώς τρόμου, όπου κάθε πολιτικός ή κοινωνικός υπαινιγμός κινδύνευε με λογοκρισία.

Εμβληματικές παραστάσεις και αντίσταση

Παρά τη λογοκρισία, το θέατρο έγινε μέσο αντίστασης. Κορυφαίο παράδειγμα «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που παρουσιάστηκε το 1973 από την Καρέζη και τον Καζάκο.

Αν και εγκρίθηκε ως “ιστορικό θέαμα”, στηρίχθηκε σε υπαινιγμούς και σατιρικά μηνύματα, με μουσική του Ξαρχάκου και τον Ξυλούρη επί σκηνής. Η παράσταση γνώρισε τεράστια απήχηση και έφτασε τους 550.000 θεατές, μετατρέποντας την τέχνη σε λαϊκή αντίσταση απέναντι στη Χούντα.

Το Ελεύθερο Θέατρο και η σάτιρα

Το Ελεύθερο Θέατρο, μια ομάδα νέων ηθοποιών, αναβίωσε την πολιτική επιθεώρηση μέσα στη δικτατορία. Το καλοκαίρι του 1973 παρουσίασαν το «…Και συ χτενίζεσαι», με αυτοσχεδιασμούς και καθημερινές προσθήκες για να παρακάμψουν τη λογοκρισία.

Η παράσταση γνώρισε θερμή υποδοχή, κυρίως από τη νεολαία, και εξελίχθηκε σε πράξη πολιτικής σάτιρας και αντίστασης. Μόνο στην Αθήνα το παρακολούθησαν 65.000 θεατές.

Πολλές θεατρικές παραστάσεις διώχθηκαν για το περιεχόμενό τους. Το έργο «Ω! Τι κόσμος, μπαμπά!» του Κώστα Μουρσελά (1973) λογοκρίθηκε για την έντονη κοινωνική του κριτική, ενώ το «Ουστ!» του Πειραματικού Θεάτρου της Μαριέττας Ριάλδη προκάλεσε αντιδράσεις με τον σαφή τίτλο-μήνυμά της προς το καθεστώς.

Διώξεις καλλιτεχνών – αντίδραση κοινού

Πολλοί θεατρικοί δημιουργοί διώχθηκαν: έργα του Κάρολου Κουν λογοκρίθηκαν, ο Μάνος Κατράκης αποκλείστηκε λόγω φρονημάτων και οι Καρέζη-Καζάκος φυλακίστηκαν για τη δράση τους.

Ο Κώστας Αρζόγλου συνελήφθη κατά τη διάρκεια της παράστασης “Πινόκιο”, το 1972. Παρά τις διώξεις, το κοινό στήριζε θερμά τους καλλιτέχνες, μετατρέποντας το θέατρο σε χώρο αντίστασης.

Κινηματογράφος

Έλεγχος παραγωγής και προπαγάνδα
Ο κινηματογράφος τελούσε υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο. Η Χούντα απαιτούσε από τις ταινίες να υπηρετούν τις αρχές της («Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια»), ενώ κάθε παραγωγή περνούσε από προληπτική λογοκρισία. Τα σενάρια εγκρίνονταν εκ των προτέρων και οι ταινίες κινδύνευαν με περικοπές ή απαγόρευση.

Λογοκριμένα φιλμ και σκηνές: 75 ταινίες, ελληνικές και ξένες λογοκρίθηκαν ή δεν πήραν άδεια προβολής όπως το «Z» του Κώστα Γαβρά, η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, «Η κυρά μας η μαμή» του Αλέκου Σακελλάριου, η «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη» και αντιπολεμικά ή επαναστατικά φιλμ όπως «If…», «Easy Rider» και «Woodstock».

Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος

Μέσα στη λογοκρισία, αναδύθηκε το ρεύμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης αξιοποίησαν την αλληγορία και τον υπαινιγμό για να ξεπεράσουν τα εμπόδια.

Ταινίες όπως η «Αναπαράσταση» και οι «Μέρες του ’36» προβλήθηκαν με συμβολισμούς που δεν “έβλεπε” η λογοκρισία.

Τραγούδι και Μουσική

Απαγορευμένοι συνθέτες και τραγούδια

Η Χούντα επέβαλε σκληρή λογοκρισία στη μουσική, με πρώτο στόχο τον Μίκη Θεοδωράκη, του οποίου τα έργα απαγορεύτηκαν και ο ίδιος φυλακίστηκε. Τραγούδια άλλων συνθετών, όπως του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Μάνου Χατζιδάκι, λογοκρίθηκαν ή αποκλείστηκαν λόγω πολιτικού περιεχομένου ή συνδέσεων με αντιστασιακές προσωπικότητες όπως η Μελίνα Μερκούρη.

Θέματα-ταμπού και απαγορεύσεις

Η λογοκρισία χτύπησε δεκάδες τραγούδια με θεματολογία όπως η φτώχεια, ο πόλεμος ή η καταπίεση. Έργα των Μαυρουδή, Ξαρχάκου και Παπαδόπουλου απαγορεύτηκαν, ενώ ακόμα και βραβευμένα τραγούδια κόπηκαν λόγω των δημιουργών τους, όπως το «Φτωχόπαιδο» του Ρίτσου. Όσοι συνδέονταν με “επικίνδυνες” φυσιογνωμίες αποκλείονταν από τα μέσα.

Υπόγεια μηνύματα στη μουσική

Ορισμένα τραγούδια πέρασαν τη λογοκρισία χάρη στον υπαινικτικό τους λόγο. Ο «Κουταλιανός» σατίριζε τον Παπαδόπουλο κάτω από τον μανδύα ενός λαϊκού ήρωα, ενώ το «Αχ χελιδόνι μου» παρέκαμψε τον έλεγχο με λυρικό συμβολισμό, μετατρέποντας το πληγωμένο χελιδόνι σε εικόνα του καταπιεσμένου λαού. Τελικά, αυτά τα τραγούδια έγιναν σύμβολα αντίστασης.

Διώξεις μουσικών – αντίσταση μελωδίας

Καλλιτέχνες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν για τη δράση τους. Η Φαραντούρη και άλλοι συνεργάτες του συνέχισαν τον αγώνα στο εξωτερικό με συναυλίες διαμαρτυρίας, ενώ η Μελίνα Μερκούρη, σύμβολο της αντίστασης διεθνώς, στερήθηκε την ιθαγένεια από το καθεστώς.

Το κοινό και η μυστική μουσική αντίσταση

Παρά τις απαγορεύσεις, το κοινό συνέχισε να τραγουδά κρυφά τα αγαπημένα του τραγούδια, που κυκλοφορούσαν σε κασέτες “χέρι με χέρι”. Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι φοιτητές τραγουδούσαν το απαγορευμένο «Πότε θα κάνει ξαστεριά», με τον Νίκο Ξυλούρη παρόντα. Η σκηνή αυτή έγινε σύμβολο της ενότητας τέχνης και αντίστασης.

Μετά τη Χούντα – η δικαίωση των τραγουδιών

Μετά την πτώση της δικτατορίας, τα απαγορευμένα τραγούδια ακούστηκαν μαζικά και πανηγυρικά. Συναυλίες όπως του Θεοδωράκη στο Καραϊσκάκη το 1974 έγιναν γιορτές ελευθερίας.

Η λογοκρισία, άθελά της, τα είχε μετατρέψει σε σύμβολα. Όπως ειπώθηκε: «Οι λογοκριτές φεύγουν, τα τραγούδια μένουν».

Εκδόσεις και Βιβλίο

“Μαύρη λίστα” βιβλίων: Η δικτατορία επεδίωξε να ελέγξει ασφυκτικά τον χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων, συνεχίζοντας μια παράδοση λογοκρισίας που είχε εμφανιστεί ήδη από τον Μεταξά και τα μετεμφυλιακά χρόνια. Λίγες εβδομάδες μετά το πραξικόπημα, ξεκίνησε η συστηματική δίωξη “αντεθνικών” βιβλίων. Στις 12 Μαΐου 1967 – μόλις 3 εβδομάδες από την 21η Απριλίου – ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, με την ιδιότητα του υπουργού Προεδρίας, εξέδωσε την πρώτη απαγορευτική διαταγή κυκλοφορίας βιβλίων. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε έναν παλαιό νόμο του 1912 περί έκτακτης λογοκρισίας και εκδόθηκε μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου. Απαγορεύτηκαν προσωρινά δεκάδες τίτλοι, τόσο ελληνικοί όσο και ξένοι, από όλο το ιδεολογικό φάσμα της Αριστεράς αλλά και πέραν αυτού. Ενδεικτικά, στην πρώτη αυτή λίστα περιλαμβάνονταν: τα άπαντα των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν (αναμενόμενο για το αντικομμουνιστικό καθεστώς), έργα σύγχρονων στοχαστών όπως του Ζαν-Πολ Σαρτρ και του Αλμπέρ Καμύ, αλλά και – εντυπωσιακά – κλασικοί Έλληνες συγγραφείς της αρχαιότητας και του 19ου αιώνα!

Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ανάμεσα στα βιβλία που απαγορεύθηκαν τον Μάιο ’67 ήταν κι ένα έργο “Αριστοφάνης” και ένα “Αισχύλος” (έκδοση σοβιετικού Ινστιτούτου της Μόσχας)​. Δηλαδή, ακόμη και αρχαίοι κλασικοί μπήκαν στο στόχαστρο, προφανώς επειδή η συγκεκριμένη έκδοση προερχόταν από κομμουνιστική χώρα. Επίσης, απαγορεύτηκε η «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» του Ρώσου Μ. Λεφτσένκο, η «Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος» του Αμερικανού κομμουνιστή Γουίλιαμ Φόστερ, ένας «Παγκόσμιος Εγκυκλοπαιδικός Γεωγραφικός Άτλας» (ελληνικής έκδοσης Μορφωτικής Εταιρείας), το βιβλίο «Προϊστορικό Αιγαίο» του βρετανού μαρξιστή ιστορικού Τζορτζ Τόμσον, καθώς και ο «Μέγας Πέτρος» του Λέοντος Τολστόι​. Η παρουσία ακόμα και του Τολστόι στη λίστα – ενός κλασικού συγγραφέα, που όμως η έκδοση ίσως ήταν σοβιετική – δείχνει τη λογική της Χούντας: οτιδήποτε εξέπεμπε “αριστερή οσμή” ή προερχόταν από το ανατολικό μπλοκ θεωρήθηκε επικίνδυνο.

Διευρυμένη λογοκρισία βιβλίων

Η Χούντα δεν έκαψε βιβλία αλλά διέταξε την απόσυρσή τους και απαγόρευσε την επανέκδοση. Δημιουργήθηκε ένας διαρκώς διευρυνόμενος άτυπος “Index” που περιλάμβανε μαρξιστικά έργα, αριστερούς Έλληνες συγγραφείς και αντισυστημικούς διανοούμενους. Απαγορεύτηκαν ακόμη και λογοτεχνικά έργα όπως η «Φάρμα των Ζώων» ή η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου.

Λογοκρισία σε λεξικά και παραδοσιακά έργα

Η Χούντα στόχευσε βιβλία για γλώσσα, ιστορία ή μειονότητες, φοβούμενη ιδεολογικές “απειλές”. Απαγόρευσε λεξικά και εγχειρίδια, όπως ελληνοβουλγαρικά ή ρωσικής γλώσσας. Το 1969, διαταγή του Στρατού απαγόρευσε ακόμα και λαϊκές συλλογές, όπως Κρητικές Μαντινάδες του Γ. Δερμιτζάκη, λόγω φρονημάτων του συγγραφέα — δείγμα του παράλογου χαρακτήρα της λογοκρισίας.

Η φωνή των πνευματικών ανθρώπων

Παρά τη φίμωση, διανοούμενοι βρήκαν τρόπους να αντιδράσουν. Ο Γιώργος Σεφέρης χαρακτήρισε δημόσια τη Χούντα “τραγωδία” (28 Μαρτίου 1969), με τη δήλωσή του να μεταδίδεται από ξένους σταθμούς. Η στάση του ενέπνευσε κι άλλους λογοτέχνες να καταγγείλουν την καταπίεση μέσω του εξωτερικού.

Υπόγεια αντίσταση στις εκδόσεις

Εκδότες και βιβλιοπώλες εντός Ελλάδας αντιστάθηκαν διακριτικά: διέθεταν απαγορευμένα βιβλία “κάτω από το τραπέζι” και κυκλοφορούσαν φωτοτυπημένα αντίγραφα που περνούσαν από χέρι σε χέρι μεταξύ φοιτητών και διανοουμένων.

Μετά τη μεταπολίτευση

Μετά το 1974, αποκαλύφθηκε ότι χιλιάδες τίτλοι είχαν απαγορευτεί. Σταδιακά, όλοι επανεκδόθηκαν ελεύθερα.

Παρά τη λογοκρισία 1967–1974, η τέχνη δεν σίγησε – μεταμορφώθηκε σε υπόγεια, αλληγορική έκφραση αντίστασης.

ΠΗΓΕΣ

Αλ.Μαυρικάκης, Η Χούντα απαγόρευσε Αριστοφάνη, Αισχύλο, βιβλία για το Προϊστορικό Αιγαίο κ.ά. https://arxeion-politismou.gr/

Η λογοκρισία στη δισκογραφία και στα θεάματα, palko.gr

Τα «απαγορευμένα» τραγούδια που εγκρίθηκαν κατά λάθος από τη λογοκρισία της δικτατορίας, fagottobooks.gr

Αλέξανδρος Μαυρικάκης, Ο διωγμός των βιβλίων επί Χούντας, cretalive.gr

Φώντας Τρούσας, «… Και Συ Χτενίζεσαι»: Η ιστορική θεατρική παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου από το 1973, lifo.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα