Μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση;
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για την παρούσα ενεργειακή κρίση και τις δύο πιθανές προσεγγίσεις στην αντιμετώπισή της.
- 08 Απριλίου 2022 09:35
Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι το κύμα ακρίβειας και ελλείψεων που σαρώνει τις ενεργειακές αγορές στην Ευρώπη προοιωνίζεται να είναι πολύ χειρότερο από τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970. Τότε, οι θηριώδεις αυξήσεις στις τιμές του «μαύρου χρυσού» που αποφάσισαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες – σε συνδυασμό με την συγκράτηση της προσφοράς του – οδήγησαν σε αδιέξοδο τις Δυτικές οικονομίες. Το κόστος παραγωγής εκτοξεύτηκε, ο πληθωρισμός φούσκωσε, η ανταγωνιστικότητα βυθίστηκε και η ύφεση εγκαταστάθηκε για τα καλά ακόμα και στις πιο δυναμικές οικονομίες της περιόδου εκείνης.
Βλέποντας τις ουρές των ανέργων κάθε μέρα να μακραίνουν, οι κυβερνήσεις δεν στάθηκαν με δεμένα χέρια και άρχισαν να ψάχνουν τι μπορούν να κάνουν για να μειώσουν τις συνέπειες του σοκ. Στις περισσότερες χώρες, προέρχονταν μάλιστα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η πολιτική που ήξεραν να κάνουν καλά ήταν προφανώς αυτή που έκαναν επί τρεις δεκαετίες μετά τον πόλεμο: όπου εμφανιζόταν θύλακες ύφεσης να παρεμβαίνουν με τόνωση της ζήτησης, πράγμα που ωθούσε αυξητικά την εγχώρια παραγωγή, ανέβαζε την απασχόληση και μείωνε την ανεργία. Παραδοσιακός κεϋνσιανισμός, χιλιοφορεμένος αλλά μέχρι τότε πετυχημένος και αχτύπητος. Είχε γίνει αυτόματος πιλότος για τις κυβερνήσεις που εμπιστεύονταν τυφλά στις θαυματουργές του ικανότητες.
Όταν όμως η παραδοσιακή συνταγή εφαρμόστηκε κατά την δεκαετία του 1970, οι κίνδυνοι δεν άργησαν να φανούν. Πρώτα από όλα είχε γίνει λάθος διάγνωση για τον χαρακτήρα της κρίσης. Μέχρι τότε οι υφέσεις προέκυπταν από μια μικρή ή μεγάλη υστέρηση της ζήτησης (όπως για παράδειγμα είχε γίνει με την Κρίση του 1929), και για αυτό η θεραπεία τους γινόταν με ενέσεις ζήτησης και συνήθως ήταν επιτυχής. Όμως η πετρελαϊκή κρίση διέλυσε την ικανότητα της οικονομίας όχι να καταναλώνει αλλά να παράγει – ήταν ένα σοκ προσφοράς όπως επικράτησε να λέγεται αργότερα και οι πολιτικές ζήτησης δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν.
Έτσι οι παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές της περιόδου εκείνης οδήγησαν πολύ σύντομα σε ένα νέο φαινόμενο, τον στασιμοπληθωρισμό. Να βρίσκεται δηλαδή η οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση και η προσπάθειες ανέλκυσης να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα παρά μόνο να επιτείνουν και άλλο τον πληθωρισμό, και να φουσκώνουν τα ελλείμματα και το χρέος. Η χρεοκοπία της παραδοσιακής οικονομικής πολιτικής, σύντομα έφερε και την κατάρρευση των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων και την επικράτηση νεοφιλελεύθερων καθεστώτων σε πολλές χώρες έως τις δεκαετίες του 1990.
Στο διάστημα αυτό, η σοσιαλδημοκρατία βρήκε χρόνο να αναστοχαστεί και να αναδιοργανωθεί. Τότε ήταν που κατανόησε ότι έννοιες όπως η ανταγωνιστικότητα πρέπει να εξελίσσεται ομόρροπα με τις μισθολογικές αμοιβές και όχι ερήμην τους. Ότι η ποιότητα των υποδομών σε μια οικονομία αναβαθμίζει την παραγωγική διαδικασία πολύ πιο αποτελεσματικά από τις αδιάκοπες επιδοτήσεις χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Ότι η προαγωγή της επιχειρηματικότητας δημιουργεί τις συνθήκες υψηλής προστιθέμενης αξίας σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τις διοικητικές παρεμβάσεις του κράτους. Ακόμα πιο σημαντική ήταν η αναβαθμισμένη οπτική για το κοινωνικό κράτος και τα δημόσια αγαθά, όπως η παιδεία και η υγεία. Τα οποία για να προσφέρονται με επάρκεια πρέπει να αξιολογείται διαρκώς τόσο η ποιότητα παροχής τους όσο και το αποτέλεσμα που έχουν στην βελτίωση της ζωής των πολιτών. Έτσι διαμορφώθηκε σταδιακά ένα νέο ρεύμα σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, το οποίο την τελευταία διετία έχει αρχίσει να επιστρέφει πλησίστιο στην διακυβέρνηση αρκετών ευρωπαϊκών χωρών.
Η ανάγκη για μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση κορυφώθηκε την περίοδο της πανδημίας, όταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες συνειδητοποίησαν (με μεγάλο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος) την σημασία ενός δημόσιου και αποτελεσματικού συστήματος υγείας, ενός παραγωγικού συστήματος που βασίζεται στην ευελιξία και τις σύγχρονες υποδομές μεταφοράς για να ανταπεξέλθει σε συνθήκες γενικευμένου λοκντάουν, αλλά και την ανάγκη για μια προηγμένη εκπαίδευση που μπορεί να διεξάγεται υβριδικά και εξ αποστάσεως ώστε να μην διακόπτεται από φαινόμενα κοινωνικής απόστασης. Ήταν τόσο μεγάλη η ελκυστικότητα αυτού του σύγχρονου μοντέλου σοσιαλδημοκρατίας στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα της πανδημίας, που η Ευρ. Ένωση υποχρεώθηκε να εγκρίνει την σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσει τις ανάλογες πολιτικές.
Το ερώτημα σήμερα είναι με ποιόν τρόπο θα αντιδράσουν τα ευρωπαϊκά κράτη στην ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε εξαιτίας της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και την συνακόλουθη εκτόξευση τιμών, από το φυσικό αέριο έως τα είδη κατανάλωσης και τις υπηρεσίες.
Από την ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε, ξεπροβάλλουν δύο πιθανές προσεγγίσεις: Μία είναι η παραδοσιακή πολιτική των αλόγιστων παροχών και επιδοτήσεων προς επιχειρήσεις με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα τονώσουν την ζήτηση, θα αυξήσουν την παραγωγή και θα συγκρατήσουν την απασχόληση. Στην Ελλάδα την πολιτική αυτή ακολούθησε η κυβέρνηση με την ξέφρενη χρηματοδότηση κάθε αιτήματος από υπαρκτή ή ανύπαρκτη επιχείρηση για να αντιμετωπίσει την οικονομική απραξία λόγω πανδημίας. Παρά το γεγονός ότι διατέθηκαν 43 δισεκ. Ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό, κανένα διαρθρωτικό μέτρο δεν υλοποιήθηκε. Τα περισσότερα κεφάλαια κατατέθηκαν στις τράπεζες ή διοχετεύτηκαν στην αγορά κατοικίας, ωθώντας ανοδικά τις τιμές και τα ενοίκια σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας. Μάλιστα, ενώ οι ενισχύσεις είχαν δοθεί με την προϋπόθεση ότι θα είναι επιστρεπτέες, ο χαρακτηρισμός αυτός εξέλιπε ήδη και καμμία υποχρέωση δεν θα υπάρχει να επιστραφούν στο κράτος.
Η άλλη πολιτική είναι να εφαρμοστεί ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πλαίσιο, που βασίζεται σε παρεμβάσεις καθολικής αναβάθμισης της παραγωγής, του επιχειρηματικού κλίματος και του εργασιακού περιβάλλοντος, ταυτόχρονα με τον τερματισμό της εξάρτησης της ενεργειακής τροφοδοσίας από μία μόνο πηγή ή χώρα. Δηλαδή, μια συνολική ανασύνταξη του μοντέλου παραγωγής και διανομής της απαιτούμενης ενέργειας και των υποδομών διασύνδεσης.
Φυσικά, μία τέτοια πολιτική παίρνει χρόνια για να ολοκληρωθεί και να αποδώσει. Μέχρι τότε χρειάζονται χειρουργικές δημοσιονομικές επεμβάσεις στις τιμές των καυσίμων (κυρίως με μείωση των ειδικών φόρων), καθώς και στήριξη του εισοδήματος των πιο ευάλωτων ομάδων που διαφορετικά θα στερηθούν το αγαθό της ενέργειας και θα περιθωριοποιηθούν ακόμα περισσότερο. Χρειάζεται όμως και χρήμα. Όπως τα έργα ενεργειακής μετάβασης χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, έτσι και τα δημοσιονομικά εργαλεία πρέπει να αντλήσουν πόρους από ένα ανάλογο ευρωπαϊκό μηχανισμό για την διαχείριση της ενεργειακής κρίσης. Το πλεονέκτημα θα είναι ότι αφενός μεν η ΕΕ θα έχει αποφασιστικό λόγο για την χρηματοδότηση, περιορίζοντας σπατάλες και κακοδιαχείριση από τα διάφορα κράτη (δυστυχώς και πάλι η Ελλάδα έχει να επιδείξει πολλές τέτοιες περιπτώσεις). Θα ξέρει επίσης πότε, πού και σε ποιους πρέπει να σταματήσει η χρηματοδότηση, αποφεύγοντας έτσι την αναζωπύρωση του στασιμοπληθωρισμού σε διάφορες χώρες. Και αυτό το μάθημα μόνο η σοσιαλδημοκρατία το έχει εμπεδώσει ιστορικά – τουλάχιστον στην χώρα μας.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις