Το Συμβούλιο της Ευρώπης χωρίς τη Ρωσία: Θλιβερά προηγούμενα και άδηλα επόμενα
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει για την αποχώρηση της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την θλιβερή πρωτοτυπία της Ελλάδας στα χρόνια της Χούντας και το πώς χάνεται ένας ακόμη θεσμικός δίαυλος επαφής με το καθεστώς Πούτιν.
- 11 Μαρτίου 2022 08:05
Η Ρωσία μόλις εγκατέλειψε το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τον μόνο ευρωπαϊκό οργανισμό στον οποίο ήταν μέλος. Κακό μαντάτο, αλλά αναμενόμενο και, σε τελευταία ανάλυση, επιβεβλημένο.
Μέχρι σήμερα, το μοναδικό κράτος που είχε αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης ήταν η Ελλάδα στα χρόνια της Χούντας. Η Ρωσία έσπασε το ρόδι της ελληνικής «μοναξιάς» έπειτα από 53 ολόκληρα χρόνια.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι η «φωτεινή» πλευρά της μεταπολεμικής ιστορίας της Γηραιάς Ηπείρου. Στ’ αποκαΐδια του Δευτέρου Παγκοσμίου, η τότε Δυτική Ευρώπη αποφασίζει ότι, μαζί με καπιταλισμό, προτάσσει δικαιώματα, δημοκρατία και κράτος δικαίου. Δεν αρκεί λοιπόν «δημοκρατία της αγοράς». Θέλει και στοιχειώδη σεβασμό της αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Η πεμπτουσία του ευρωπαϊκό συμβολαίου της εποχής. Το νέο ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο με έδρα το Στρασβούργο. Αυτό είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης. Εκεί χώρεσε και η Ελλάδα την επαύριον της δικής της εμφύλιας καταστροφής.
Η μετεμφυλιακή ιστορία της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης κάθε άλλο παρά ανέφελη υπήρξε. Το 1969, μετά από έντονες πιέσεις των κυβερνήσεων των σκανδιναβικών κρατών και της Ολλανδίας, τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ για την ελληνική χούντα στο Στρασβούργο. Το καθεστώς των συνταγματαρχών, όταν διαπίστωσε ότι πλέον η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης θα έδιωχνε τη χώρα από τον οργανισμό, αποχώρησε «περήφανα» στις 12 Δεκεμβρίου 1969. «Ελληνική υπόθεση» (Greek case) έτσι ονομάστηκε έκτοτε αυτή η θλιβερή για τη χώρα μας πρωτιά.
Τότε, στον οργανισμό υπήρχαν διαφωνίες για το αν ήταν σωστό να αποπεμφθεί η Ελλάδα. Η «ρεαλιστική» γραμμή πολλών κυβερνήσεων δεν ήταν θετική στην ιδέα αυτή. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ισχυρές χώρες δεν θέλουν να διαρρήξουν τελείως τη σχέση με το κράτος-παρία ή ταραξία. Θέλουν να «του κουνούν το δάχτυλο», αλλά όχι να το απομονώνουν τελείως. Και, φυσικά, έχει σημασία ποιο κράτος είναι αυτό. Τελικά, το χειμώνα του 1969, δεν πρυτάνευσαν οι συμβιβαστικές αντιλήψεις, αλλά η άποψη των Σκανδιναβών και Ολλανδών που πίεζαν, για λόγους αρχής, στην κατεύθυνση της αποπομπής της Ελλάδας. Μια χώρα που τόσο βάναυσα παραβίαζε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως έκανε στην Ελλάδα η δικτατορία των συνταγματαρχών, δεν γίνονταν να παραμένει in house στους διαδρόμους του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Με την αποπομπή της χώρας, η χουντική κυβέρνηση έχασε ένα κρίσιμο έρεισμα διεθνούς νομιμότητας που την ενδιέφερε. Σήμερα πλέον, δεν τιμούμε τους «ρεαλιστές» κυρίως Γάλλους ή Βρετανούς, που επιθυμούσαν να πιέσουν, αλλά χωρίς να χάσουν τη δυνατότητα να συνομιλούν με την ελληνική χούντα. Τους «μη ρεαλιστές», όπως τον Μαξ Βαν ντερ Στουλ τιμούμε και θυμόμαστε, τον Ολλανδό υπουργό Eξωτερικών. Αυτός με την επιμονή του συντέλεσε αποφασιστικά στην απονομιμοποίηση της Χούντας διεθνώς. Και, ας φαίνεται παράδοξο, αυτόν θεωρούμε φιλέλληνα σήμερα. Όχι εκείνους που θέλανε υπογείως να κρατούν επαφές με την κυβέρνηση Παπαδόπουλου.
Με τη θλιβερή πρωτοτυπία της χώρας μας ερωτοτροπούσε εδώ και καιρό η Ρωσία. Τον Απρίλη του 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, η Ρωσία έχασε το δικαίωμα ψήφου στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ένα όργανο συμβουλευτικό και πολιτικά μάλλον αδύναμο. Τον Ιούνιο του 2019, χωρίς να αλλάξουν δραστικά τα πράγματα στην Κριμαία, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε να επαναφέρει στις τάξεις της τη ρωσική αντιπροσωπεία, μια ενέργεια που δεν θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί και την επιτομή της προσήλωσης στη διεθνή νομιμότητα.
Η τρύπα των 53 εκατομμυρίων ευρώ που είχε αφήσει η Ρωσία στον προϋπολογισμό του οργανισμού δεν ήταν ασήμαντη για έναν «φτωχό συγγενή» της ΕΕ, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Ρωσία ήθελε το Συμβούλιο της Ευρώπης, διότι η συμμετοχή της σε αυτό της έδινε ένα προπέτασμα νομιμότητας στις βάρβαρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου που διέπραττε (στην Τσετσενία, την Απχαζία, την Νότια Οσσετία, την Κριμαία, την Ανατολική Ουκρανία), και το Συμβούλιο της Ευρώπης ήθελε τη Ρωσία, παρά τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της και αλλού.
Πράγματι, η αρχιτεκτονική της ολοκλήρωσης της λεγόμενης «Μεγάλης Ευρώπης» δεν νοείται χωρίς τη Ρωσία. Είναι αυτό που «ξέχασε» το ΝΑΤΟ με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το Συμβούλιο της Ευρώπης ήθελε την Ρωσία. Όχι όμως χωρίς κάποιους στοιχειώδεις όρους. Με τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Μετά από αυτό, θα ήταν ο απόλυτος θεσμικός διασυρμός για το Συμβούλιο της Ευρώπης να κρατήσει τη Ρωσία στις τάξεις του. Η Ρωσία έφυγε λοιπόν, λίγο πριν τη διώξουν. «Περήφανα» κι αυτή, όπως η Ελλάδα το 1969. Η Ρωσία αποχώρησε διότι «το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση υπονομεύουν έναν ευρωπαϊκό οργανισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει δημιουργηθεί για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση της νομιμότητας και της δημοκρατίας». Τάδε έφη Βλαδίμηρος Πούτιν: υπερασπιστής των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της διεθνούς νομιμότητας…
Με την αποχώρησή της Ρωσίας από το Στρασβούργο χάνεται ένας ακόμη θεσμικός δίαυλος επαφής της Ευρώπης με το καθεστώς Πούτιν. Ο τελευταίος μάλλον. Η Ρωσία απομονώνεται διαρκώς, και φυσικά αυτό κάνει ακόμα πιο απρόβλεπτες τις προθέσεις της. «Ρωσική υπόθεση» λοιπόν. Κανείς όμως δεν κλαίει για τη Ρωσία που φεύγει. Το κατάφερε ο Πούτιν… Με ελάχιστες εξαιρέσεις: Η Τουρκία ήταν από τα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης που τάχθηκε εξαρχής υπέρ μιας πολιτικής προσέγγισης, και όχι απόρριψής της, που ακολούθησαν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Μαζί της το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Παράξενοι καιροί! Ορισμένοι εχθροί χθες, συνεννοούνται σήμερα. Και κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλον πονηρά, μήπως ο κυνικός ρεαλισμός τους αποδώσει.
Χρειάστηκαν πέντε χρόνια μέχρι την πτώση της χούντας ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το 1974. Ο Ρώσος πρόεδρος, σε αντίθεση με τους Έλληνες δικτάτορες, είναι εκλεγμένος ηγέτης. Αυτό καθιστά περιπλοκότερη την όποια «Μεταπολίτευση» στη Μόσχα και αυτόν πιο επικίνδυνο, όσο διαρκώς απομονώνεται.
Θλιβερά προηγούμενα και άδηλα επόμενα με την «Ρωσική υπόθεση».
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις