Είναι ο σύγχρονος Έλληνας ρατσιστής; Αυτή είναι η γνώμη μας

Είναι ο σύγχρονος Έλληνας ρατσιστής; Αυτή είναι η γνώμη μας

Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού σήμερα και ένα ερώτημα, που τέθηκε επιτακτικά στις αρχές της δεκαετίας του '90 και επανήλθε με το ξέσπασμα της κρίσης, παραμένει επίκαιρο. Είμαστε ή δεν είμαστε ρατσιστές. Επτά συντάκτες του NEWS 247 επιχειρηματολογούν

Η εικόνα του φιλόξενου Έλληνα δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια και λόγω της κρίσης.

Είναι όμως η οικονομική κρίση η αιτία ή απλώς το άλλοθι για μια ρατσιστική συμπεριφορά και μια αποστροφή προς το διαφορετικό, που πάντα υπήρχε στην ελληνική κοινωνία. Επτά συντάκτες του NEWS 247 επιχειρούν να απαντήσουν.

Στείλτε μας την άποψή σας στο τέλος του κειμένου

Ποιος είναι ο εχθρός; αναρωτιέται ο Χρήστος Δεμέτης

Η Μ. είναι φίλη μου. Κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Η Μ. έχει ένα ανιψάκι, γεννημένο στην Ελλάδα από πατέρα Έλληνα και μητέρα Σέρβα. Και αυτό μας ενδιαφέρει. “Φαντάσου” μου λέει, “μεγαλώνοντας, να μιλάει με τη μάνα του σε δημόσιο χώρο Σέρβικα. Δε διαφέρουν και πολύ από τα αλβανικά, ή τα Βουλγάρικα. Φαντάσου να του την πέσουν και να πρέπει να αποδείξει το αυταπόδεικτο”. Δεν ευνοεί ο καιρός την πολυπολιτισμικότητα. Ο μέσος πιτσιρικάς προσηλυτίζεται και πάλι.

Μόνο που αυτή τη φορά, η βία τροφοδοτείται από την λανθασμένη αντίληψη του “πατριωτισμού”. Αυτού του “πατριωτισμού” που βίωσαν στο πετσί τους οι Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία και στην Αστόρια πριν από κάμποσα χρόνια, και θα τον βιώσουν και πάλι. Γιατί ο φασισμός και η βία δεν κάνει διακρίσεις, δεν έχει ράτσα, χρώμα και φυλή. Έχει όμως πρόσωπο και ονοματεπώνυμα. Το κακό το αισθάνεσαι στο πετσί σου μόνο όταν χτυπάει την πόρτα του σπιτιού σου και απειλεί να στην κατεδαφίσει. Είτε είσαι Έλληνας και ζεις στη Γερμανία, είτε είσαι Αιγύπτιος και ζεις στην πλατεία Αττικής. Η βία δε γεννιέται στο πεζοδρόμιο. Γεννιέται στα θρανία του εκπαιδευτικού συστήματος που αποτυγχάνει επανειλημμένα να διαμορφώσει τις σωστές συνειδήσεις.

Σε λίγο οι 19ρηδες του τόπου θα συγχέουν τον Κολοκοτρώνη με τον Γκέμπελς και τον Χίτλερ με τον Βελουχιώτη. Λίγα χρόνια μετά την πτώση του ναζισμού, η φασιστική νοοτροπία ευδοκιμεί και πάλι μέσα από την ημιμάθεια και αναλαμβάνει ρόλο απόδοσης δικαιοσύνης και “επιμόρφωσης” των μερικώς ή κακώς επιμορφωμένων. Η ξενοφοβία ξεκινάει από τα σχολεία και από την ανοχή των ΜΜΕ και των επίσημων Αρχών που ευνοούνται από τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, βαφτίζοντας ως εχθρό τον “Ξένο”.

Το να πεις γενικεύοντας ότι ο Έλληνας είναι ρατσιστής, σε βάζει κι εσένα στην κατηγορία όσων ταμπελοποιούν και οδηγούν στις διακρίσεις. Ο απόλυτος αριθμός των ρατσιστών όμως αυξάνεται. Με ενοχλεί λιγότερο η εικόνα του συνειδητοποιημένου ακροδεξιού φασίστα 50άρη από την εικόνα ενός αμούστακου παιδιού που στρατολογείται. Το στοίχημα είναι να σωθεί αυτό το παιδί. Οι λοιποί, ας κλειδαμπαρωθούν πίσω από τις πόρτες τους με τα φώτα σβηστά. Εν κατακλείδι. Η ξενοφοβία θρέφεται από την ανέχεια. Την ανέχεια την προκαλούν οι κυβερνώντες που δεν αντιμετωπίζουν την παράνομη μετανάστευση και υπέγραψαν το Δουβλίνο ΙΙ. Ποιος λοιπόν είναι ο “Εχθρός”;

Λιγότερο ανεκτικοί απ’ όσο πιστεύουμε, λέει η Μαρίνα Κουτσούμπα

Ρατσιστής εγώ; Ίσως πρέπει αυτό το ερώτημα να το θέσουμε εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Η απάντηση θα είναι κατηγορηματικά αρνητική αν μας τεθεί από ένα τρίτο πρόσωπο. Ένας εσωτερικός μονόλογος θα μας επέτρεπε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα χωρίς φόβο και πάθος. 

Σε θεωρητικό επίπεδο -φυσικά και το προβάλουμε ανά πάσα στιγμή για να δείξουμε πόσο τέλειοι είμαστε- δεν υπάρχει πιο ανεκτικός στη διαφορετικότητα από εμάς. Ναι, εμείς περήφανοι ως Έλληνες αγγίζουμε την τελειότητα.

Ας μη γελιόμαστε. Αυτά στη θεωρία και τα λόγια. Στην πράξη τα πράγματα διαφοροποιούνται και μάλιστα σε δραματικό βαθμό. Σίγουρα είμαστε λιγότερο ανεκτικοί από όσο θέλουμε να πιστεύουμε και να διατυμπανίζουμε.

Σε μια χώρα όπου κυριαρχούν οι προκαταλήψεις, προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να κρύψουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί και να παρουσιάσουμε μία μαγική εικόνα.

Είμαστε ακόμα στη φάση της άρνησης. Προσοχή. Για εμάς προσωπικά. Δεν θα διστάζαμε να κατακρίνουμε κάποιον αποδίδοντάς του τον χαρακτηρισμό. Μόλις περάσουμε στη φάση της συνειδητοποίησης, τότε και μόνο θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την ιδιότυπη αυτή  κατάσταση.

Εύκολη λύση ο ρατσισμός, λέει ο Μάνος Χωριανόπουλος

Είτε λέγεται φόβος απέναντι στο διαφορετικό, είτε αποτροπιασμός για τον παλαιό μας εαυτό, είτε φθόνος απέναντι στον καλύτερο, ο ρατσισμός ήταν πάντα μια κάποια λύσις για μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων. Διότι είναι εύκολο αντί να ψάχνεις τις πραγματικές αιτίες, να κατασκευάζεις ενόχους, είναι εύκολο να πατάς στο λαιμό τον κατατρεγμένο και να σκύβεις το κεφάλι στον δυνατό και είναι ανακουφιστικό, να έχεις κάποιον να κατηγορήσεις, όταν πρέπει να τα βάλεις με τον εαυτό σου. ‘

Έχουμε δει γονείς να τα βάζουν με μικρά παιδιά, όχι επειδή σηκώνουν τη σημαία μας, αλλά επειδή ο κανακάρης τους δεν ήταν σημαιοφόρος. Έχουμε δει ιδιοκτήτες να νοικιάζουν τα σπίτια τους σε 15 άτομα και να γίνονται πλούσιοι, την ώρα που κατηγορούν τους μετανάστες.

Έχουμε δει πολιτικούς να στρέφουν την οργή των πολιτών, στους μετανάστες. Έχουμε οι ίδιοι αδικήσει έναν συνάνθρωπό μας, επειδή ήταν διαφορετικός. Το μίσος είναι εύκολο, όπως και η υποκρισία και ο ρατσισμός μας πάει πακέτο χρόνια τώρα με τον ραγιαδισμό και με την ασθενή μας μνήμη. Ξεχνάμε ότι είμαστε έθνος με μακρά ιστορία στη μετανάστευση και την περιπέτεια και με πολλές διηγήσεις για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι προγονοί μας, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Μόνο το θύμα αλλάζει, υποστηρίζει η Ανθή Κουτσουμπού

Οι Έλληνες ήταν και είναι ρατσιστές. Το μόνο που έχει αλλάξει στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών είναι το θύμα. Παλιότερα στο «στόχαστρο» ήταν τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι ομοφυλόφιλοι, και γενικά όσοι παρέκλιναν από τα δεδομένα και τα «πρέπει» της κοινωνίας.

Η εξελικτική διαδικασία «άνοιξε» τα μυαλά, τόσο μάλιστα που σε κάποιες περιπτώσεις τα όρια «ξεχειλώθηκαν», ωστόσο η αθρόα και ανεξέλεγκτη έλευση αλλοδαπών που ακολούθησε, έδωσε και πάλι «τροφή» στο τέρας του ρατσισμού. Νόμιμοι και παράνομοι, «καλοί» και κακοί» έχουν μπει πλέον στο ίδιο τσουβάλι από την ελληνική κοινωνία, που έχει βρει στα πρόσωπα τους τα εξιλαστήρια θύματα για όλα τα δεινά που περνάει.

Πριν φροντίσουν να καταδικάσουν και να απομονώσουν συμπεριφορές και νοοτροπίες ημεδαπών που αποδεδειγμένα πλέον, έχουν αποβεί μοιραίες για την εξέλιξη του τόπου και των πολιτών, οι Έλληνες έχουν αναλωθεί στα εύκολα και «μασημένα». Σε αυτά που συνήθισαν τις τελευταίες δεκαετίες, εγκλωβισμένοι στα επιφανειακά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, που οι ίδιοι δημιούργησαν.

Η έλλειψη ανθρωπιστικής παιδείας και η πνευματική φτώχεια άλλωστε, είναι από τα σημαντικότερα αίτια του ρατσισμού. Αυτά είναι που θα έπρεπε να ανησυχούν περισσότερο τους σύγχρονους Έλληνες.

Μάθαμε να είμαστε ρατσιστές, λέει η Μίκα Κοντορούση

Πόσες φορές γύρισες την πλάτη σε αλλοδαπό που ζήτησε λίγα ψιλά από το περίσσευμά σου στα φανάρια; Πόσες φορές δεν παραχώρησες τη θέση σου στο τρένο σε μετανάστη, απλά επειδή είχε άλλο χρώμα; Και πόσες φορές έκανες το σταυρό σου που τα παιδιά σου μεγαλώνουν σε σχολεία μόνο με Έλληνες συμμαθητές;

Στην Ελλάδα που ο εκφοβισμός «διδάσκεται» ήδη από τα σχολικά θρανία, η μη ανοχή στο διαφορετικό επωάζεται στην καθημερινότητά μας, ο εξτρεμισμός και ο εθνοκεντρισμός της Χρυσής Αυγής παίζει πρώτη είδηση στα μίντια, οι καταγγελίες για βίαιες επιθέσεις κατά των μεταναστών στα γεωγραφικά μας σύνορα πληθαίνουν και οι παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών για την καταπάτηση των δικαιωμάτων ευπαθών ομάδων γίνονται όλο και πιο συχνές, οδηγούμαστε εύκολα στο συμπέρασμα ότι «μάθαμε να είμαστε ρατσιστές, γιατί δεν διδαχτήκαμε και το αντίθετο».

Ευθύνεται άραγε μόνο η παιδεία μας για την έλλειψη σεβασμού απέναντι στην κοινωνία των διαφορετικών πολιτών; Φταίει το κράτος, τα ΜΜΕ ή η κρίση που ξέβρασε την ξενοφοβία; Αναπάντητα ερωτήματα πολλά. Ακόμα και εάν ένα από τα παραπάνω συνέβαλε στη μεροληπτική συμπεριφορά μας, τουλάχιστον ας ευχηθούμε σε όσους ομοεθνείς μας πήραν και πάλι το δρόμο της ξενιτιάς, να μην γίνουν ο Άγιος Παντελεήμονας της Αυστραλίας, της Γερμανίας, των ΗΠΑ κ.ο.κ.

Δεν φταίει ο πολίτης, λέει ο Φώτης Νάκος

Ναι είμαστε ρατσιστές. Όχι όλοι, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας σίγουρα. Για να αποδείξω τη διαπίστωση μου αρκεί να αναφέρω ότι η Ελλάδα που έζησε την κτηνωδία των Γερμανών κατακτητών ναζί, σήμερα δίνει ένα μεγάλο ποσοστό σε ένα νεοναζιστικό κόμμα, όπως η Χρυσή Αυγή.

Όμως πλέον καχύποπτα βλέπουν το μετανάστη και Έλληνες που δεν είναι ρατσιστές. Σε αυτό ευθύνεται η πολιτεία και μόνο. Διότι όταν δεν υπάρχει σχεδιασμός στη μεταναστευτική πολιτική σε μια χώρα που αποτελεί σταυροδρόμι για την Ευρώπη, δεν φταίει ο πολίτης που βλέπει να γίνεται μετανάστης στη χώρα του.

Και ειδικά ο κάτοικος του κέντρου που γκετοποιήθηκε και ο μετανάστης έγινε συνώνυμο της εγκληματικότητας . Ρατσισμός είναι και να στοιβάζεις ανθρώπους σε υπόγεια και να τους καταδικάζει στην πείνα ή στην εγκληματικότητα, γιατί δεν μπορείς να τους προσφέρεις κατάλληλη φιλοξενία σε ειδικά κέντρα και ένα πιάτο φαΐ.

Να θυμηθούμε την ιστορία μας, προτείνει ο Στέφανος Νικήτας

Λαός που ισοπεδώνει τα πάντα, πολίτες με Οθωμανικά κατάλοιπα που ότι αντιγράφουν από τη Δύση είναι μια φτηνή απομίμηση. Αγχωμένος. Ζει μέσα στο τσιμέντο που τον πνίγει.

Αυτή η ζοφερή εικόνα μαζί με την οικονομική κρίση, την ανεργία, το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του Βαλκάνιου, τα σκάνδαλα πολιτικών και φίλων τους, έκαναν τον Έλληνα ρατσιστή.

Κάποιοι Έλληνες φιλόξενοι και συμπονετικοί με μια ζεστή αγκαλιά για με τους ξένους και κάποιοι άλλοι καχύποπτοι, υπεροπτικοί, εγωκεντρικοί και φοβικοί. Θέλω να πιστεύω ότι δεν έγιναν οι Έλληνες ρατσιστές και ας πότισαν με μίσος ορισμένους από εμάς.

Θέλω η μισαλλοδοξία και ο φασισμός να απομονωθεί και να θυμηθούμε ότι ιστορικά είμαστε ένας λαός που έχει πονέσει, έχει ξεριζωθεί από τα σπίτια του, που αναγκάστηκε να γίνει στο παρελθόν και αυτός οικονομικός μετανάστης.



Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα