Είναι οι σειρές εποχής περισσότερες από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε;
Διαβάζεται σε 6'Οι δραματικές σειρές εποχής έχουν την τιμητική τους φέτος, με τα κανάλια να επενδύουν στη μυθοπλασία (μόνο) αυτού του είδους. Μήπως το φαινόμενο “αγγίζει” την υπερβολή;
- 25 Οκτωβρίου 2023 06:15
Περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά είναι οι φετινές σειρές μυθοπλασίας που προβάλλονται στην ελληνική τηλεόραση, αποδεικνύοντας πως το κοινό και θέλει και μπορεί να παρακολουθήσει ποιοτικές παραγωγές, υψηλής αισθητικής, με σπουδαίους ηθοποιούς – καταξιωμένους και ανερχόμενους.
Η προτίμηση των τηλεθεατών στις εγχώριες σειρές είχε γίνει εμφανής τα τελευταία 2-3 χρόνια, μετά από την τεράστια και απρόσμενη επιτυχία που είχαν οι “Άγριες Μέλισσες”. Μέχρι τότε, η παρουσία της μυθοπλασίας στο “γυαλί” ήταν πενιχρή, ενώ τα παντός είδους ριάλιτι – από επιβίωσης μέχρι… αγάπης – κέρδιζαν ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα πως έφεραν και νούμερα τηλεθέασης. Απλώς οι ιθύνοντες είτε θεωρούσαν πως το κοινό δεν ενδιαφέρεται (πια) για τις σειρές, είτε έβλεπαν πως οι όποιες προσπάθειες έκαναν έπεφταν στο κενό. Εκ των υστέρων, μάλλον, κατανόησαν πως ο λόγος ήταν οι φτωχές – κυριολεκτικά και μεταφορικά – παραγωγές που δημιουργούσαν.
Πλέον, τόσο τα ιδιωτικά κανάλια, όσο και η δημόσια τηλεόραση, έχουν επενδύσει στη μυθοπλασία, και πιο συγκεκριμένα στις δραματικές σειρές εποχής, με την σεζόν που διανύουμε να αποτελεί το αποκορύφωμα μιας προσπάθειας που χτιζόταν λίγο – λίγο, σεζόν με τη σεζόν, από τις “Άγριες Μέλισσες” και μετά. Αν τις μετρήσουμε, θα δούμε πως οι φετινές σειρές εποχής είναι τουλάχιστον 10.
Οι περισσότερες από αυτές επικεντρώνονται στην επαρχία του παρελθόντος, από Θεσσαλία μέχρι Κρήτη, με τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 να αποτελούν τις πιο “αγαπημένες”. Η προπολεμική, μεσοπολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα, γίνεται ο κατάλληλος καμβάς για να αποτυπωθούν και να ξεδιπλωθούν η ηθογραφία του τότε, οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, η θέση και η αντιμετώπιση της γυναίκας, ο τρόπος ζωής, η καταπίεση και οι δυσκολίες μιας αλλοτινής εποχής. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, “φωτίζονται” και διάφορα πραγματικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Και τα καταφέρνουν αξιοπρεπώς. Μπορεί η σκηνογραφία, η σκηνοθεσία, η ενδυματολογία, η γλώσσα και κάποιες λεπτομέρειες, που είναι σημαντικές στην οπτικοποίηση μιας περασμένης εποχής, να χρήζουν βελτίωσης, όμως, το αποτέλεσμα σε γενικές γραμμές είναι πάρα πολύ καλό. Γιατί οι σειρές αυτές φτιάχνονται με σεβασμό προς τον τηλεθεατή – καιρός ήταν – και έχοντας κάποια standards, έχοντας μέτρο σύγκρισης, αφού ο ανταγωνισμός πια μεταξύ των προγραμμάτων των καναλιών είναι τεράστιος.
Τι γίνεται, όμως, με το σήμερα; Και ακόμη περισσότερο, τι γίνεται με το αύριο;
Έχει δοθεί τόσο μεγάλη προσοχή στο παρελθόν και τις δεκαετίες που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, με αποτέλεσμα το παρόν και το μέλλον μας να έχει “καταχωνιαστεί” ανάμεσα σε vintage τηλεοράσεις, αμάξια – αντίκες και καπέλα εποχής. Η εξεύρεση μιας σύγχρονης σειράς, που να πραγματεύεται τα προβλήματα της καθημερινότητας – τα οποία δεν τα λες και λίγα – έχει καταστεί πολύ δύσκολη υπόθεση, αφού τα σενάρια που “αγγίζουν” το “τώρα”, καθώς και οι χαρακτήρες που ταυτίζονται με τον Έλληνα και την Ελληνίδα του 2023, είναι μειοψηφία.
Τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια η χώρα μας και οι άνθρωποί της έχουν περάσει από χίλια κύματα. Η οικονομική κρίση, οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, η ανεργία, η ακρίβεια, το μεταναστευτικό, η αστυνομική βία, η κλιματική κρίση, το αίσθημα αβεβαιότητας, αποτελούν ζητήματα που “καίνε” τους πολίτες της σύγχρονης κοινωνίας. Παράλληλα, ζητήματα για τα οποία δίνονται καθημερινοί αγώνες, όπως η ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η έμφυλη ισότητα, η καταπολέμηση κάθε μορφής βίας (ενδοοικογενειακής, ανηλίκων), η εξάλειψη του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας.
Με ορισμένες εξαιρέσεις, οι σειρές που “συνομιλούν” με την δική μας εποχή και, μάλιστα, με τρόπο σύγχρονο, με τρόπο που έχει κάτι να “πει” και κάτι παραπάνω να “δώσει”, είναι ελάχιστες. Για παράδειγμα, το “Milky Way” του Βασίλη Κεκάτου, που κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες, αποτελεί μία τέτοια “φωτεινή” περίπτωση, καθώς καταπιάνεται με ζητήματα που απασχολούν τους σημερινούς πολίτες και, κυρίως, τους νέους, ένα target group με το οποίο δεν ασχολείται κανείς. Καμία σειρά – ούτε εποχής, ούτε σύγχρονη – δεν απευθύνεται ή δεν έχει κάνει προσπάθεια να απευθυνθεί σε αυτή τη γενιά.
Σε αυτό το σημείο, με αφορμή τον προαναφερθέντα σκηνοθέτη, αξίζει να σημειωθεί πως παρατηρείται η προτίμηση σε σκηνοθετικές – σεναριογραφικές ομάδες που έχουν ήδη κάνουν μία επιτυχία με σειρά εποχής, ενώ βλέπουμε πως φέτος έχει δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα σε τηλεοπτικές μεταφορές βιβλίων (αν και πρόκειται για σπουδαία μυθιστορήματα), παρά σε φρέσκα και πρωτότυπα σενάρια. Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει, είναι το εάν δεν υπάρχουν σύγχρονα σενάρια νέων δημιουργών στα οποία θα μπορούσε να δοθεί μια ευκαιρία ή εάν υπάρχουν και απλώς οι ιθύνοντες τα απορρίπτουν, θεωρώντας πως έχουν βρει την “χρυσή συνταγή” στις σειρές εποχής.
Την ίδια στιγμή, εκτός από το γεγονός ότι η πλειονότητα των σειρών είναι εποχής, τίθεται ένας ακόμα παράγοντας προς συζήτηση, αυτός του δράματος. Ή καλύτερα, του “λουστραρισμένου” δράματος με μια εσάνς νοσταλγίας, εκεί όπου οι έρωτες είναι παθιασμένοι και ανεκπλήρωτοι, οι ιστορίες πονεμένες, η μοίρα προκαθορισμένη και με απανωτά “χτυπήματα”, καθιστώντας τους ήρωες τραγικές φιγούρες.
Εξ ου και όταν έκαναν πρεμιέρα ορισμένες κωμωδίες – λίγο μετά την επίσημη έναρξη της τηλεοπτικής σεζόν – αρκετοί ήταν οι τηλεθεατές που αναφώνησαν “επιτέλους!”, αφού είχαν “μαυρίσει” από το πολύ δράμα. Και η κωμωδία, όμως, θέλει την τέχνη της, αλλιώς καταντά σαχλαμάρα. Χρειάζεται ενδιαφέροντες χαρακτήρες που δεν είναι καρικατούρες, έξυπνες ατάκες και “πιασάρικο” σενάριο. Η αλήθεια είναι πως γίνονται κάποιες προσπάθειες στο κομμάτι αυτό. Όσο για σειρές με πολιτικό σχόλιο, δεν το συζητάμε καν, είναι εντελώς ανύπαρκτες.
Θα πρέπει, λοιπόν, να σκεφτούμε το ενδεχόμενο η “έξαρση” των δραματικών σειρών εποχής να μπερδέψει το τηλεοπτικό κοινό, να το δυσκολέψει στην δυνατότητα επιλογής και, τελικά, να το απομακρύνει από την μυθοπλασία, πάνω που το είχε “κερδίσει”, αφού κάποια στιγμή ίσως να αρχίσει να αναζητά κάτι πιο ανάλαφρο…