Έκθεση Ντράγκι: Φιλόδοξοι στόχοι, μεταρρυθμιστική ατολμία
Διαβάζεται σε 7'Παρά το θετικό όραμά της η έκθεση Ντράγκι δεν αντιμετωπίζει επαρκώς την πιο σημαντική πρόκληση για την Ευρώπη, τη δυσκίνητη δομή διακυβέρνησής της.
- 12 Σεπτεμβρίου 2024 06:31
Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πράγματι αξιόλογη, καθώς τονίζει την αναγκαιότητα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας για το μέλλον της Ευρώπης. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα πιεστικό, καθώς η ΕΕ πασχίζει να συμβαδίσει με τεχνολογικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα σε τομείς αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και η βιοτεχνολογία. Η Ευρώπη έχει μείνει αισθητά πίσω στην εφαρμογή καινοτομιών, γεγονός που, όπως σημειώνει το McKinsey Global Institute, απειλεί την οικονομική της ανάπτυξη και ευημερία μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, η έμφαση που δίνει η έκθεση στην απανθρακοποίηση χωρίς να θυσιάζεται η ανταγωνιστικότητα είναι σε απόλυτη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία στοχεύει να κάνει την Ευρώπη την πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο έως το 2050. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η ευθυγράμμιση των πράσινων πολιτικών με την οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να τοποθετήσει την Ευρώπη στην αιχμή της καινοτομίας πράσινης τεχνολογίας, δημιουργώντας νέες βιομηχανίες και θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, η αναγνώριση από τον Super Mario της ανάγκης για μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από εξωτερικές δυνάμεις, ειδικά σε τομείς όπως η άμυνα, η ενέργεια και η τεχνολογία, είναι μια έγκαιρη παρατήρηση. Η υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από αμερικανικά συστήματα άμυνας και εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία αποδείχθηκε σημαντική στρατηγική ευπάθεια, ειδικά εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει πρωτοβουλίες όπως το REPowerEU για τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών, αλλά η έκκληση του Ντράγκι για περαιτέρω συντονισμό σε αυτούς τους τομείς παραμένει καίριας σημασίας.
Παρά το θετικό όραμά της, η έκθεση, όμως, δεν αντιμετωπίζει επαρκώς ίσως την πιο σημαντική πρόκληση για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης – τη δυσκίνητη δομή διακυβέρνησής της. Όπως επισημαίνει η Daniela Schwarzer, εκτελεστική διευθύντρια για την Ευρώπη και την Ευρασία στο Open Society Foundations, η διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ είναι περιβόητη για την αργοπορία της, λόγω της περίπλοκης αλληλεπίδρασης εθνικών συμφερόντων και θεσμικής γραφειοκρατίας. Αν και η οικοδόμηση συναίνεσης είναι θεμελιώδης στην ΕΕ, συχνά γίνεται εις βάρος τολμηρών, αποφασιστικών δράσεων που θα μπορούσαν να προωθήσουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση σε τομείς όπως η ψηφιακή καινοτομία και η τεχνολογική πρωτοπορία.
Η πρόταση του Ντράγκι να διοριστεί ένας Αντιπρόεδρος για την “Απλοποίηση” και να δημιουργηθεί ένα “Συντονιστικό Πλαίσιο Ανταγωνιστικότητας” είναι εποικοδομητική, αλλά τελικά παραμένει ένα μικρό βήμα προς την επίλυση αυτών των βαθύτερων διαρθρωτικών ζητημάτων. Σύμφωνα με το European Policy Centre (EPC), η Ευρώπη χρειάζεται πολύ πιο ριζικές μεταρρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της ενισχυμένης διαφάνειας και της απλοποίησης των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο .
Μία από τις βασικές κριτικές στην έκθεση Ντράγκι είναι ότι βασίζεται υπερβολικά σε επιμέρους, σταδιακές λύσεις αντί να προτείνει τις ριζικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για να ωθήσει την Ευρώπη μπροστά. Ενώ η έκκληση για αυξημένο συντονισμό και απλούστευση των κανονισμών είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν αντιμετωπίζουν το βαθύτερο ζήτημα του κατακερματισμού στην εσωτερική αγορά της ΕΕ.
To European Round Table for Industry έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι ο κατακερματισμός της αγοράς κρατά την Ευρώπη πίσω από την πλήρη οικονομική της δυναμική, ιδιαίτερα στους ψηφιακούς κλάδους. Η πληθώρα διαφορετικών κανονισμών και προτύπων μεταξύ των κρατών-μελών εμποδίζει την ανάπτυξη μιας πραγματικά ενοποιημένης ψηφιακής οικονομίας. Αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο η Ευρώπη υστερεί, ειδικά σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες επωφελούνται από μεγαλύτερες και πιο ενοποιημένες αγορές .
Η έκθεση Ντράγκι αναγνωρίζει την ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από εξωτερικές δυνάμεις, ιδιαίτερα στον τομέα της άμυνας, αλλά δεν προσφέρει συγκεκριμένες λύσεις. Όπως σημειώνει το European Council on Foreign Relations, η εξάρτηση της Ευρώπης από το ΝΑΤΟ και τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνατότητες έχει περιορίσει την στρατηγική της αυτονομία. Ενώ η πρόταση να αγοράζουν οι ευρωπαϊκοί στρατοί περισσότερα όπλα από ευρωπαίους προμηθευτές είναι ένα θετικό βήμα προς την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης της ηπείρου, δεν αρκεί.
Το ευρύτερο ζήτημα είναι ότι η Ευρώπη στερείται μιας συνεκτικής και ενοποιημένης αμυντικής πολιτικής. Οι εθνικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα στη Γαλλία και τη Γερμανία, συχνά έχουν αποκλίνοντες αμυντικούς στόχους, γεγονός που εμποδίζει την κοινή δράση της ΕΕ. Σύμφωνα με τον Sven Biscop του Egmont Institute, η Ευρώπη θα χρειαστεί να δημιουργήσει μια ισχυρότερη “Αμυντική Ένωση” εάν θέλει να επιτύχει πραγματική στρατηγική αυτονομία. Χωρίς μια πιο ολοκληρωμένη και αυτοχρηματοδοτούμενη αμυντική στρατηγική, η Ευρώπη θα συνεχίσει να βασίζεται στις αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας, περιορίζοντας την ικανότητά της να ενεργεί ανεξάρτητα στην παγκόσμια σκηνή.
Η έκθεση του Ντράγκι επίσης υποτιμά τη σημασία της ισχυρής ηγεσίας και της λογοδοσίας για την προώθηση αλλαγών στην ΕΕ. Οι μεταβάσεις ηγεσίας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών συχνά καθορίζονται από πολιτικούς συμβιβασμούς, οι οποίοι δίνουν προτεραιότητα στη συναίνεση αντί της επιλογής οραματιστών ηγετών. Αυτή η προτίμηση για ασφαλείς επιλογές έχει ανακόψει τη δημιουργία τολμηρής ηγεσίας, η οποία είναι απαραίτητη για την πλοήγηση στις πολυπλοκότητες μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας οικονομίας.
Επιπλέον, το ζήτημα της λογοδοσίας στο σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕ παραμένει άλυτο. Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, συχνά υπάρχει έλλειψη σαφούς ευθύνης όταν οι πολιτικές αποτυγχάνουν να επιτύχουν τους στόχους τους. Αυτή η έλλειψη λογοδοσίας όχι μόνο οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα, αλλά διαβρώνει επίσης την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της ΕΕ. Η έκθεση Ντράγκι θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο, προτείνοντας μηχανισμούς για την ενίσχυση της διαφάνειας και τη διασφάλιση ότι οι ηγέτες θα λογοδοτούν για τα αποτελέσματα των πολιτικών τους.
Η έκθεση Ντράγκι επισημαίνει ορθά την αποτυχία της Ευρώπης να αξιοποιήσει πλήρως την ψηφιακή επανάσταση και προειδοποιεί ότι η ήπειρος κινδυνεύει να μείνει πίσω στις αναδυόμενες τεχνολογίες. Ωστόσο, η διάγνωση της έκθεσης για τους λόγους αυτής της αποτυχίας φαίνεται ελλιπής. Αν και αναφέρει τον κατακερματισμό της αγοράς και τα ρυθμιστικά εμπόδια ως κύρια ζητήματα, παραβλέπει τους πολιτισμικούς και θεσμικούς παράγοντες που έχουν δυσκολέψει τις ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας να ανταγωνιστούν με τις αντίστοιχες αμερικανικές και κινεζικές.
Μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων το 2021 διαπίστωσε ότι η Ευρώπη υστερεί τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες επενδύσεις σε ψηφιακές τεχνολογίες. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι επενδύσεις αλλά και το επιχειρηματικό οικοσύστημα. Όπως έχουν σημειώσει πολλοί ειδικοί, η θεσμική κουλτούρα της Ευρώπης τείνει να ευνοεί τους καθιερωμένους κλάδους έναντι των νεοφυών επιχειρήσεων, περιορίζοντας έτσι την καινοτομία. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες συχνά δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν, επειδή ο ζωτικός χώρος ευνοεί τις αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους δημόσιους θεσμούς να προωθούν περισσότερο τις αμερικανικές ιστορίες επιτυχίας. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στην περίπτωση της HouseTrip, ενός πρώιμου ευρωπαϊκού ανταγωνιστή της Airbnb. Παρά το γεγονός ότι διέθετε σημαντική χρηματοδότηση και ένα σταθερό επιχειρηματικό μοντέλο, η HouseTrip συντρίφθηκε όταν η Airbnb εισήλθε στην αγορά, χάρη σε ένα οικοσύστημα που ευνοεί τις αμερικανικές εταιρείες.
Συνοψίζοντας, η έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ προσφέρει ένα υποσχόμενο όραμα, δίνοντας ορθώς έμφαση στην καινοτομία, την απανθρακοποίηση και την στρατηγική αυτονομία. Το γεγονός ότι προσωπικότητες όπως ο Elon Musk επαινούν την έκθεση του Ντράγκι θα πρέπει, ωστόσο, να προκαλεί ανησυχία. Εάν τα ρυθμιστικά εμπόδια αρθούν και ο κατακερματισμός της αγοράς μειωθεί χωρίς να αντιμετωπιστούν βασικά συστημικά ζητήματα, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να διευκολύνει τις αμερικανικές εταιρείες να κυριαρχήσουν στην ευρωπαϊκή αγορά. Η έκθεση Ντράγκι, ενώ προσφέρει διαγνωστική επάρκεια και ελκυστική ρητορική, τελικά στερείται των ρηξικέλευθων διακυβερνητικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.