Αυτό το αυτό που σε πλακώνει
Ήταν που ήταν τα νεύρα μας ένα σίχαμα μας ήρθε κι κυβέρνηση και μάς έκανε τα νεύρα δαντέλα κιπούρ. Σε λίγο θα αρχίσουμε να παίζουμε ξύλο μεταξύ μας. Έτσι χωρίς λόγο.
- 19 Νοεμβρίου 2022 07:14
Αυτό έχω.
Αυτό το αυτό που σε πλακώνει, αυτό το αυτό που σου κατσικώνεται στο στήθος, βαρύ, ασήκωτο, αυτό το αυτό, αυτό το τέτοιο που δεν μπορείς ν’ αναπνεύσεις δεν μπορείς, έχω αυτό το αυτό. Αυτό το άπαπα, αυτό το δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δενμπορωδενμπορωδενμπορω μια λέξη, μια ανάσα όλο μαζί, αυτό το αυτό έχω, αυτό το αχ Παναγία μου.
Ένα πλάκωμα.
Να αυτό.
Πλάκωμα το λένε, είδα κι έπαθα να το θυμηθώ. Πλάκωμα, πλάκωμα το λένε πλά-κω-μα.
Δεν το ‘χω μόνο εγώ αυτό το αυτό.
Κι εσύ το έχεις, έλα μη μού κρύβεσαι.
Κι εσύ, κι αυτός κι ο διπλανός κι ο μπροστινός, κι ο πίσω και παραπίσω.
Κι εσύ την έχεις την κοτρόνα στο στήθος.
Κι εσύ το έχεις το δεν μπορώ να αναπνεύσω κι εσύ το πνίγομαι πνίγομαι ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Όταν γεννιέται ο άνθρωπος ένας καημός γεννιέται, αχ εμένα θα μου πεις;
Κι εσύ το έχεις το ΑΧ μανούλα μου, έλα όμως που δεν βγαίνει το ΑΧ από μέσα. Το ΑΧ με κεφαλαία που δεν βγαίνει να σε λυτρώσει ρε παιδί μου. Δεν βγαίνει, όχι δεν βγαίνει το γαμ@@@νο, δεν-βγαί-νει τέρμα, δεν βγαίνει.
Γι’ αυτό είμαι λίγο αυτό. Λίγο, όχι πολύ. Δηλαδή πολύ είμαι, αλλά λέω λίγο για να μην το βαρύνω το κλίμα το μπριόζικο. Και δεν είμαι μόνη μου σε αυτό το αυτό. Είναι κι άλλοι με το σιχτίρι να τους μπουκώνει το στόμα κι να μη βγαίνει. Γιατί αν βγει, θα τους πάρει όλους ο διάολος, όλους συλλήβδην συγγενείς, φίλους, δουλειές και κορωνοϊούς τα πάντα.
Πώς λέμε καλπάζοντας στα κύματα;
Καλπάζοντας στα λύματα τη βγάζουμε τη μέρα.
Είχα καιρό να πάω Αθήνα, βγαίνω από το αμάξι μια μυρωδιά απερίγραπτη. Αποπνιχτική δεν μου φτάνει το ΑΧ το σφηνωμένο στον λαιμό, ήρθε κι ο βρόχος της μπόχας να με στραγγαλίσει.
Αδύνατον να το περιγράψω αυτό το αίσχος, αυτό το ξερνάω και ξερνάω τώρα, αδύνατον να σου το κάνω εικόνα, μωρό μου.
Πώς ανοίγεις ένα σπίτι μετά από καιρό και σου μυρίζει κλεισούρα;
Αυτό.
Αυτό το αυτό.
Αυτό ακριβώς όμως. Είσαι στην Αγίου Κωνσταντίνου, έξω από το Εθνικό θέατρο και παιδιά μυρίζει κλεισούρα. Ο δρόμος, ο δρόμος λέμε, ο υπαίθριος ο χώρος μυρίζει κλεισούρα. Σαν να κλείδωσαν την Αθήνα σε αποθήκη και πέταξαν το κλειδί.
Μπόχα, μούχλα και ροκφόρ. Μια πόλη που μυρίζει χαλασμένο τυρί. Αυτό. Αν η δυστοπία είχε οσμή αθηνίλα θα μύριζε. Μια Αθήνα παρατημένη και παραιτημένη, μια Αθήνα με κάτι φοίνικες που υποφέρουν από αυτοκτονικό ιδεασμό, μια Αθήνα που και τα περιστέρια ακόμα σιχαίνονται να τη χέσουν.
Ήταν που ήταν τα νεύρα μας ένα σίχαμα μας ήρθε κι κυβέρνηση της ντροπής και μάς έκανε τα νεύρα δαντέλα κιπούρ Σε λίγο θα αρχίσουμε να παίζουμε ξύλο μεταξύ μας. Έτσι χωρίς λόγο. Θα σου λέει καλημέρα ο άλλος, φφφραστ εσύ στα μούτρα του. Θα του λες ευχαριστώ και θα σε κλωτσάει στα αχαμνά. Γιατί; Γιατί έτσι. Θα δερνόμαστε, θα φτυνόμαστε, θα βριζόμαστε γιατί έτσι.
Με μίσος κοιτάζονται οι άνθρωποι με μίσος αβυσσαλέο, άνευ λόγου τώρα αυτό. Τους λες «παγώνω σπίτι χωρίς θέρμανση» και το βλέπεις το μάτι το κακό, το μάτι τρελό, το «να παγώσεις καριόλα, χέστηκα»
Και δεν είναι να πεις ξυπνήσαμε χαρούμενοι και μας την έσπασε ο άλλος. Ή ότι φύγαμε κεφάτοι από το σπίτι μας το υπερτέλειο.
Πλήρωσες ΔΕΗ;
Δεν πλήρωσα ΔΕΗ.
Γιατί δεν πλήρωσες ΔΕΗ;
Γιατί πλήρωσα κινητή και τα δυο μαζί δεν βγαίνουμε.
Αφησα τη ΔΕΗ και διάλεξα την κινητή.
Μα θα μας κόψουν το ρεύμα.
Να το κόψουν, τουλάχιστον θα ‘χουμε έναν άνθρωπο να μιλάμε στο σκοτάδι.
ΔΕΗ, κινητή, το παιδί, το άλλο το παιδί, η γιαγιά με μισή σύνταξη, ο παππούς με καθόλου, ο παππούς βαριέται τη γιαγιά, η γιαγιά σιχαίνεται τον παππού να γιορτάζουν με τα παιδιά τους μέσω σκάιπ τα πενήντα χρόνια γάμου και να σιχτιρίζουν και τα πενήντα.
Είμαι λίγο αυτό. Ισως γιατί ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι λίγο αυτό. Σε μια χώρα που είναι λίγο αυτό.
Κι όσο πάει κι απαυτώνεται.
Γιατί αυτό το πράγμα δεν είναι ζωή. Αυτό είναι μια κουράδα σκύλου κολλημένη στο καλό σου το παπούτσι. Κι όσο κι αν προσπαθείς, δεν μπορείς να αυτό το αυτό.
Με τίποτα.