Ένα αρνί που το λέγαν Τζένη
Δεν υπάρχει προκάτ Πάσχα – κι ας συμφέρει κάποιους να μάς συσκευάζουν σε κουτιά. Υπάρχει το Πάσχα της δικής σου καρδιάς, το Πάσχα όπως εσύ το εννοείς.
- 01 Μαΐου 2021 07:23
Η Μίνα από το Ασημίνα μεγάλωσε στην επαρχία στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ήταν τα χρόνια τα άθλια που οι ηλικιωμένοι σήμερα τα λένε ‘αξέχαστα’. Αλίκη στο Ναυτικό, Καζαντζίδης και Τζένη Βάνου, λακ στον κότσο, χτυπητό αυγό, μετάνοιες και φίλα ρε μούργο το χέρι του παπά και το χάλι γκάλι που αρχίζει πάλι.
Τα μικρά σπίτια στο λιβάδι έκρυβαν εγκλήματα πίσω από τις σφαλισμένες πόρτες. ‘Αξέχαστα χρόνια’ τα λένε αυτοί που έχουν σβήσει από τη μνήμη τους τη βία, το αίμα, την πείνα, τη φτώχεια, την καταπίεση.
Αξέχαστα χρόνια τότε με τις αλάνες και του Ελύτη τα παιδιά με το γρατζουνισμένο γόνατο. Μετά το παιχνίδι γύριζαν σπίτι και τα πλάκωναν στο ξύλο γιατί άργησαν / λερώθηκαν / έσπασαν το τζάμι του γείτονα / πέσαν και τσακίστηκαν / έδειραν τον Μιχαλάκη της Δήμητρας / τα έδειρε ο Μιχαλάκης της Δήμητρας / απλώς αναπνέουν.
Είπαμε αξέχαστα χρόνια.
Γενικώς τα παιδιά τότε μπορούσε να τα δείρει όποιος γούσταρε. Ο δάσκαλος, ο γονιός, ο θείος, ο γείτονας που ξύπνησε στραβά, ο περαστικός που σηκώθηκε με νεύρα, το αφεντικό με τον οκτάχρονο παραγιό, όλοι μπορούσαν να χτυπήσουν ένα παιδί με χαστούκι, σφαλιάρα, μπουνιά, βέργα, ή ζωνάρι.
Τα παιδιά ούτε είχαν, ούτε διεκδικούσαν δικαιώματα – αυτό δα τους έλειπε. Καμιά φορά, όταν ο μπαμπάς ήταν τσαμπουκαλής πήγαινε κι έπιανε τον άλλον από το πέτο και του γαύγιζε «αν ξαναπλώσεις χέρι στο παιδί ΜΟΥ, σε σκότωσα. Το παιδί ΜΟΥ θα το δέρνω μόνο εγώ, κατάλαβες;»
Αυτά ήταν τα σούπερ τυχερά παιδιά. Που τα ξυλοκοπούσε μόνο ο πατέρας τους κι όχι τα μισά γύρω χωριά.
Αξέχαστα χρόνια.
Τη Μίνα από το Ασημίνα δεν την έδερναν γιατί ο μπαμπάς της ο κύριοσαποστόλης – μία λέξη ‘κύριοσαποστόλης’ – ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος, και ψάλτης κι όσο να πεις ντρεπότανε. Είχε σε τεράστια υπόληψη το κοινωνικό του στάτους το οποίο περίφερε ολάνθιστο και τεθλιμμένο ως Επιτάφιος τη Μ. Παρασκευή.
Ο κύριοσαποστόλης τηρούσε τα έθιμα με υστερική προσήλωση. Σαν το γεράκι χυμούσε πάνω τους και χραπ τα καμάκωνε απ’ το λαιμό. Τί φωτιές του Αη Γιαννιού, τί λιτανείες, νηστείες, κάλαντα, σφαγές αμνών και εριφίων – όλα στο όνομα μιας ελληνοχριστιανικής παράδοσης που δεν χαρίζει κάστανα.
Παραμονές Πάσχα γεννήθηκε το ‘δώρο’ της Μίνας. Ένα ολόλευκο αρνάκι.
«Παρ’ το να το φροντίζεις» είπαν στην μικρή οι γονείς της. «Να το ταΐζεις, να του δίνεις νεράκι και δροσερό χορταράκι, να το χαϊδεύεις και να του βγάλεις και όνομα άμα θέλεις».
Τρελάθηκε η Μίνα. Αυτό το μωράκι, αυτό το επουράνιο Χερουβείμ ήταν δικό της. Θα της κρατούσε συντροφιά, θα κοιμόνταν αγκαλίτσα, θα έπαιζαν μαζί στα πράσινα του κάμπου.
«Τζένη θα το πω»
Τζένη από την Καρέζη που ήταν το ίνδαλμα της. Και περνούσαν υπέροχα οι δυο τους. Κι έτσι πέρασε ο καιρός. Ο ελάχιστος καιρός.
Για να μην τα πολυλογώ τη Τζένη τη σφάξανε και τη φάγανε.
Έκαναν αυτό το π@ύστικο το κλασικό: περίμεναν να κοιμηθεί η μικρή, τραβήξαν απαλά τη Τζένη από την αγκαλιά της, ο παππούς την πήγε πιο μακριά για να μην ακουστούν οι κραυγές και την έσφαξε το γόνατο. Τη Τζένη τώρα αυτό. Τη Τζένη το μωρό το λούτρινο.
Ξυπνάει η Μίνα, άφαντη η Τζένη. Μάλλον το έσκασε τη νύχτα, είπαν οι γονείς. Δίπλα τώρα η Τζένη περασμένη στη σούβλα. Δεν πήγε το μυαλό της μικρής. Μεγαλωμένη μέσα στο αίμα των σφαγμένων ζώων δεν της έκανε εντύπωση. Μέχρι το αρνί του Πάσχα που το έλεγαν Τζένη. Η φρίκη ονοματίστηκε, προσωποποιήθηκε και η Μίνα δεν ξαναέφαγε κρέας ποτέ.
Μην το προχωρήσω, δεν έχει νόημα. Με τον τρόπο μου, προσπαθώ να εξηγήσω πώς αισθανόμαστε όλοι εμείς που δεν τρώμε κρέας. Προσωπικά, ακόμα και την εποχή που το έτρωγα, την εικόνα του σουβλίσματος αδύνατον να την αντέξω. Όπως κάθε υποκριτής που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι εγώ καθόμουν μακριά από τις σούβλες, αλλά μια χαρά λιγουρευόμουν το κρέας που έμπαινε στο πιάτο μου.
Φυσικά εμείς που δεν τρώμε κρέας, είμαστε η μειοψηφία και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Παιχνίδι κάνει η πλειοψηφία και η πλειοψηφία θέλει αρνιά στη σούβλα και κοκορέτσια και σπληνάντερα.
Όπως κι εγώ παλιότερα, έτσι κι οι περισσότεροι δεν αντέχουν να βλέπουν την άγρια διαδικασία της σφαγής αλλά με μεγάλη όρεξη τρώνε και δεν αφήνουν ούτε κοκαλάκι. Το μωρό με τη στάμπα της σφαγής στο κορμάκι του. Που είτε το λένε Τζένη, είτε δεν το λένε τίποτα η μοίρα του είναι προδιαγραμμένη.
Πολύ συζητήθηκε ειδικά φέτος το περίφημο ‘Πάσχα στο χωριό’: ένα ‘Easter kit’ που περιλαμβάνει μέσα τα χρειώδη για να τιμηθεί η παράδοση. Σούβλες, δημοτικά τραγούδια, κρασί και μνήμες παιδικές που η νοσταλγία φτιασιδώνει κι ο Ελύτης αποθεώνει.
Δεν υπάρχει προκάτ Πάσχα – κι ας συμφέρει κάποιους να μάς συσκευάζουν σε κουτιά.
Υπάρχει το Πάσχα της δικής σου καρδιάς, το Πάσχα της δικής σου αγάπης, το Πάσχα των δικών σου ανθρώπων, το Πάσχα όπως εσύ το εννοείς.
Αν θες να ακούσεις τα νησιώτικα του Πάριου με γεια σου με χαρά σου. Αν θες να ακούσεις ροκ, ύμνους αναστάσιμους και την Κάστα Ντίβα από την Κάλας δικαίωμά σου κι αέρα στα πανιά σου. Κι αν θέλεις Πάσχα στο χωριό, στο σπίτι σου, στο δρόμο, στο κρεββάτι σου, στο σινεμά, ή κάτω από το πάπλωμα θα το κάνεις και θα το χαρείς και λογαριασμός σε κανέναν δεν πέφτει
Το Πάσχα μας είναι το γούστο μας, καπέλο μας και το ό,τι θέλω μας. Και το αληθινό φιλί της αγάπης είναι να μάθεις το παιδί σου να αφήνει τη Τζένη και την κάθε Τζένη στην ησυχία της. Και στα λιβάδια της.
Χρόνια πολλά να έχουμε.