Μη μας ακούς τις ηλίθιες πουλάκι μου
Αυτή η ελληνίδα μάνα που τόσο αγαπησιάρικα μνημονεύουμε, δεν είναι καθόλου η κωμική φιγούρα που κυνηγάει το παιδί με έναν κεφτέ στην παραλία. Είναι μια γυναίκα που τα όνειρα την έχουν διαψεύσει.
- 10 Ιουλίου 2021 07:04
Μη μας δίνεις σημασία, γιέ μου. Αγνόησε μας τις τρελές, κορίτσι μου.
Δεν πάμε καλά, είμαστε σαλεμένες όλες. Aπό την πρώτη στιγμή που σε κρατήσαμε μωρό στην αγκαλιά μας, κάποια βίδα λασκάρισε ανεπιστρεπτί. Αποτέλεσμα όλα όσα λουστήκαμε ως παιδιά, τα κάναμε στα δικά μας τα παιδιά.
Οι γελοίες.
Σόι πάει το βασίλειο, δίνει η μια τρελή το σκήπτρο στην άλλη, τον ατελείωτο τώρα αυτό. Τα μη ‘με καταπιέζεις μαμά’ που είπαμε στα νιάτα μας, τα ακούμε τώρα απ’ τα παιδιά μας κι απορούμε.
Εγώ σε καταπιέζω;
Εγώ που θέλω το καλό σου;
Εγώ;
Εγώ; Που από μικρό που ήσουν έλεγα ‘θα γίνεις ό,τι θέλεις παιδί μου στη ζωή σου’. Εντάξει, δεν φανταζόμουνα και τέτοιο χάλι. Μα ντραμίστας; Είσαι με τα καλά σου, εγώ σε άκουγα που τα κοπάναγες στο δωμάτιο σου, ανάθεμα την ώρα που σου πήρε τότε η νονά απ’ του Μουστάκα ‘Ο μικρός Ντράμερ’ ανάθεμα, αλλά λέω το κάνει για χόμπι για να περνάει η ώρα του.
Με τα ντραμς παιδί μου θα κάνεις καριέρα; Θες να πεθάνω; Να πεθάνω θες; Θες; Πες ‘μαμά θέλω να πεθάνεις’ να πέσω να πεθάνω να τελειώνουμε. ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ. Που δούλα με κάνατε να τρέχω πίσω από πεταμένα σώβρακα. Είναι σοβαρή ενασχόληση τώρα αυτό, μπρος τα σώβρακα πίσω εγώ; Ποια εγώ. Που τέλειωσα αριστουχος το Λύκειο και μπήκα 48 στη Φιλοσοφική;
Και μη μού υψώνεις εμένα τη φωνή, ακούς; ΕΜΕΝΑ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΥΨΩΝΕΙΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΑ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΟΠΩΣ ΕΓΩ! ΟΡΙΣΤΕ ΜΑΣ!
Εμείς οι ελληνίδες μανάδες είμαστε γυναίκες δηλητήριο. Εκτοξεύουμε τα «μη» σαν χαστούκια στο πρόσωπο που λατρεύουμε. Να του μπλαβιάσουμε τα μάγουλα και μετά να του βάλουμε δροσερά πανιά να δροσιστεί.
Μη βγεις έξω, έχει ψόφο.
Μη βγεις έξω, έχει καύσωνα.
Μην τρως τώρα, θα κόψεις την όρεξή σου.
Φάε, δεν τρως, γιατί δεν τρως.
Μη χαζεύεις, αύριο δίνεις εξεταστική.
Τι του βρήκες;
Τί τής βρήκες;
Είναι ντύσιμο αυτό τώρα; Είναι τρόπος αυτός τώρα; Γι’ αυτό σε μεγάλωσα, γι’ αυτό σε ανάστησα, γι’ αυτό φίλησε κατουρημένες ποδιές ο μπαμπάς σου, γι’ αυτό φτύσαμε αίμα να σε κάνουμε άνθρωπο;
Ομολογώ, ζορίστηκα πολύ όταν απέκτησα τον γιο μου. Οταν γίνεσαι μητέρα, όλα τα «μη» συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο το all inclusive. Σου βγαίνουν αυθόρμητα σαν φιδάκια απ’ το στόμα.
Μη. Πρόσεχε. Μη. Μη. Μη, λέμε, μη. Μη, δεν ξέρεις εσύ. Μη με πρήζεις. Μη με ψήνεις, μη μου βγάζεις την Παναγία, μη!
Χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να καταπιούμε τα «μη» μας και να μη κάνουμε τη ζωή του παιδιού μας λαμπόγιαλο. Αυθόρμητη μου έβγαινε η αγάπη που σκοτώνει. Που στραγγαλίζει το παιδί. «Για το καλό του».
Παλιά, υπήρχε και ένας είδος ανταλλακτικής οικονομίας στη μέση: να το έχεις κάβα για τα γεράματα. Να σου φέρει ένα ποτήρι νερό. Να σου φτιάξει ένα χαμομήλι, να σου αγοράσει φάρμακα, να σε πάει στον γιατρό.
Να σε γηροκομήσει, βρε αδελφέ. Ο,τι σου δίνω, το θέλω πίσω. Ο,τι σου προσφέρω, το διεκδικώ. Είσαι δικός-ή μου μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Θα σε τσακίσω στα χαμομήλια, θα σε λιανίσω στα πιεσόμετρα. Γιατί θυσιάστηκα για σένα, γιατί στερήθηκα για σένα, γιατί σ’ αγαπώ.
Αυτή η ελληνίδα μάνα που τόσο αγαπησιάρικα μνημονεύουμε, δεν είναι καθόλου η κωμική φιγούρα που κυνηγάει το παιδί με έναν κεφτέ στην παραλία. Η ελληνίδα μάνα είναι μια γυναίκα που η ζωή την έχει κουράσει και τα όνειρα την έχουν διαψεύσει.
Οταν φίλησε τον βάτραχο που παντρεύτηκε αυτός δεν έγινε πρίγκιπας, απλώς της έμεινε μια βατραχίλα στο στόμα.
«Θ’ αλλάξουν τα πράγματα» της έλεγε.
Και όντως άλλαξαν: προς το χειρότερο.
Μισή ζωή, μισός έρωτας, μισή δουλίτσα, μισή καρδιά. Το σπίτι της κρυψώνα που σπάνια ξεμυτίζει από εκεί. Ζει μέσα από τους ήρωες της σαπουνόπερας, μέσα από τις συνταγές της Αργυρώς, μέσα από τις καρδούλες. Εχει ρίζα στο μαλλί, φοράει μικροσκοπικά σκουλαρίκια και το κραγιόν της Μενεγάκη. Αλλά πάνω απ’ όλα ζει μέσα από τα παιδιά της.
Δυστυχώς για τα παιδιά της.
Μη. Μη. Μη.
Μην ανακατεύεσαι.
Μην μπλέκεσαι.
Μην ανοίγεις ιστορίες με τους γειτόνους.
Μην ακούς τις κραυγές στο διπλανό διαμέρισμα.
Μη χτυπάς το κουδούνι, μην πας στην αστυνομία, μη βγάζεις εσύ το φίδι από την τρύπα.
Κοίτα τη δουλίτσα σου. Το σπιτάκι σου. Τη γυναικούλα σου. Το παιδάκι σου. Τα υποκοριστικούλια σου. Γιατί έχω και την καρδιά μου, πουλάκι μου, δεν θα με πεθάνεις εσύ εμένα.
Όχι αγάπη μου, μη μας ακούς τις τρελές.
Ζακέτα μην πάρεις, αγάπη μου. Ή πάρε. Κι αν κρυώσεις, κρύωσες. Θα γίνεις καλά. Δεν μπορώ να κάνω εγώ τα λάθη σου για να μην πονέσεις εσύ. Μπορώ όμως, αν χρειαστεί, αν με χρειαστείς, να τα πληρώσω μαζί με σένα. Να μοιραστώ τον πόνο σου. Να κλάψω στο κλάμα σου. Να ξενυχτήσω στην αγρύπνια σου, να είμαι κοντά σου. Δίπλα σου.
Οχι σαν βαρίδι.
Σαν κουβερτούλα χνουδωτή. Που σκεπάζει τους καημούς σου, μόνο όταν εσύ θέλεις να τη ρίξεις στους ώμους σου. Γιατί σ’ αγαπώ. Γι’ αυτό που είσαι. Οχι γι’ αυτό που νομίζω πώς είσαι.
Ζακέτα μην πάρεις, ψυχούλα μου. Και γαία πυρί μιχθήτω, τι να πω.
Υ.Γ. Βέβαια, οι νέες μητέρες δεν είναι σαν τα μούτρα μας. Ο κόσμος προχωράει, τα πράγματα αλλάζουν.
Ευτυχώς για τα πράγματα.
*Plinio Nomellini (1866-1943) Τα πρώτα διαβάσματα 1906, Ιταλία