Οι 38 μάρτυρες

Οι 38 μάρτυρες
Η υπόθεση του Κολωνού αποκάλυψε τη χυδαία αδιαφορία της ελληνικής γειτονιάς iStockphoto

Στην Ελλάδα είμαστε κιμπάρηδες, μάγκες και καραμπουζουκλήδες. Ακούμε ουρλιαχτά στο διπλανό διαμέρισμα κι ανεβάζουμε τον ήχο της τηλεόρασης για να τα πνίξει.

Αφορμή για το κείμενο αυτό, οι δηλώσεις γείτονα που έβλεπε τους παιδοβιαστές της 12χρονης και δεν μίλαγε. Είπε επί λέξει σε τηλεοπτική εκπομπή.

“Δεν είναι λίγοι οι γείτονες που έχουν συνευρεθεί με το παιδί. Έρχονται επώνυμοι εδώ. Έτρωγαν, αγκαλιάζονταν, φιλιόντουσαν με τον 53χρονο και μετά έπαιρναν το παιδί και εξαφανίζονταν. Ανάμεσά τους ήταν ένας μεγαλοδικηγόρος, τρεις καλλιτέχνες, δύο πολιτικοί, ακόμα και ιερείς».

Και συνέχισε ο άθλιος.

Εάν δεν βγουν άμεσα τα ονόματα, θα σας τα αποκαλύψω εγώ”.

“Μόνο έτσι θα κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια”

Μόνο έτσι θα κοιμάται ήσυχος τα βράδια.

Προφανώς τόσον καιρό κοιμόταν ανήσυχος τα βράδια.

Έβλεπε τον έναν μετά τον άλλο εγκληματία να βιάζουν ένα παιδί και δεν έβγαλε λέξη.

Δεν πήγε στην Αστυνομία.

Δεν το κατήγγειλε.

Δεν έκανε τίποτα.

Έβλεπε.

Μόνον έβλεπε.

Η τραγωδία που εκτυλισσόταν μπρος τα μάτια του, ήταν μια κινηματογραφική ταινία που παρακολουθείς με ποπκόρν.

Τώρα τον πιάσαν οι αϋπνίες.

Τώρα κατόπιν εορτής.

Πάντα κατόπιν εορτής ξυπνάνε οι γείτονες.

Όχι όλοι – ευτυχώς για μας.

Οι περισσότεροι – δυστυχώς για μας.

Το περιστατικό αυτό σχολιάστηκε εκτενώς στα σόσιαλ μίντια: όποιος τολμούσε να πει ‘καλά, τώρα ξύπνησε ο γείτονας»; έπεφταν πάνω του μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά:

«Και τι να κάνει ο άνθρωπος, κάτι τέτοιοι είναι επικίνδυνοι».

«Κι αν τον έβαζαν κι εκείνον στο μάτι»;

«Σιγά μην τα βάλει με τη συμμορία οικογενειάρχης άνθρωπος».

«Μπα; Να πας εσύ που είσαι μάγκας».

«Σε τέτοιες εποχές δεν είναι να μπλέκεις».

«Μόνο αυτός έβλεπε τα αίσχη, οι άλλοι γειτονες στραβοί ήτανε»;

«Γιατί δεν πήγε κάνας άλλος»;

Τόσο κόσμο έχει η πολυκατοικία.

Γιατί να πάω εγώ, ας πάει ο από πάνω.

Ο από κάτω.

Ο διπλανός.

Ο απέναντι.

Στις 13 Μαρτίου 1964 στην συνοικία Κουίνς της Νέας Υόρκης, η 28χρονη Κίτι Τζενοβέζε επιστρέφει αργά τη νύχτα από τη δουλειά. Ακριβώς έξω από το σπίτι της ένας άντρας την επιτίθεται με μαχαίρι. Παρά τον τρόμο της, η Κιτι βρίσκει τη δύναμη να φωνάξει δυνατά:

«Βοήθεια! Θεέ μου με χτυπάνε, με μαχαιρώνουν, βοήθεια».

Ο κόσμος ξυπνάει, τα φώτα ανάβουν κι ένας βγαίνει στο παράθυρο:

«Άσε την κοπέλα κάτω».

Ο τύπος φοβισμένος απομακρύνεται για λίγο για να επιστρέψει δεύτερη φορά. Μπροστά στα βλέμματα 38 παθητικών θεατών, την κακοποιεί σεξουαλικά, την χτυπάει αλύπητα, τη μαχαιρώνει και τελικά την δολοφονεί.

Εκεί. Κάτω από την πόρτα της. Με τους 38 να βλέπουν την γειτόνισσά τους να ξεψυχάει στο πεζοδρόμιο. Και να μην κάνουν τίποτα για να της σώσουν τη ζωή.

Η επίθεση κράτησε περισσότερο από μισή ώρα. Όλο αυτό το διάστημα η Κίτι πάλευε, φώναζε, εκλιπαρούσε για βοήθεια. Μια βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ αφού οι γείτονες, οι φίλοι και γνωστοί της παρακολουθούν την αργή δολοφονία της σαν να βλέπουν ταινία τρόμου σε υπαίθριο σινεμά. Την επομένη μέρα, οι 38 στην κατάθεσή τους στην αστυνομία θα δικαιολογηθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο:

«Ήμασταν τόσο πολλοί που νόμιζα πως θα την βοηθήσει κάποιος άλλος.»

Αργότερα η ψυχιατρική επιστήμη θα δώσει το όνομα της Κίτι Τζενοβέζε στο φαινόμενο της μαζικής αδράνειας μπροστά στο έγκλημα. Ο επίσημος ιατρικός όρος είναι το ‘φαινόμενο του παρατηρητή’ (The bystander effect) με βάση το οποίο όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες μιας βίαιης πράξης, τόσο λιγότεροι προστρέξουν το θύμα. Όσο ο αριθμός των μαρτύρων μειώνεται, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να βοηθήσουν. Στους πολλούς το πλήθος θεωρεί πως κάποιος ΑΛΛΟΣ θα βγάλει το φίδι από την τρύπα – ‘σύνδρομο διάχυσης της ευθύνης’ το ονομάζει η ψυχιατρική. Κι έτσι οι παρευρισκόμενοι μένουν αμέτοχοι και απαθείς μπροστά στην τραγωδία.

Όλα αυτά στο Κουίνς της Νέας Υόρκης.

Όχι στην Ελλάδα.

Όχι εδώ.

Εδώ είμαστε γαμάτοι, εδώ είμαστε κιμπάρηδες, εδώ είμαστε ΑιΓιώργηδες,  μάγκες και καραμπουζουκλήδες και λεβέντες και βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα.

Πλακώνουν μια γυναίκα στο δρόμο για να τής πάρουν το πορτοφόλι, κάνουμε πως δε βλέπουμε.

Ξυλοκοπούν ένα γερούλη έξω από το σπίτι του κι αλλάζουμε πεζοδρόμιο.

Ακούμε ουρλιαχτά στο διπλανό διαμέρισμα κι ανεβάζουμε τον ήχο της τηλεόρασης για να τα πνίξει.

Όχι εσύ. Ούτε εγώ.

Μια φίλη μας.

Μια απ’ το χωριό δεν την ξέρεις.

Στις 13 Μαρτίου 1964, μπροστά στα μάτια 38 μαρτύρων, μια νέα γυναίκα βιάζεται, κακοποιείται, και δολοφονείται.

Στο Κουίνς.

Όχι εδώ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα