Γεια σου Τηνιακό με τις μπύρες και τους κεφτέδες σου

Γεια σου Τηνιακό με τις μπύρες και τους κεφτέδες σου

Ήταν το ιστορικό ουζερί της Αλεξάνδρας, το καφενείο κάτω από την Ένωση Τηνίων

“Μετά από περίπου 80 χρόνια ιστορίας, το μαγαζί που κανείς, ποτέ δεν περίμενε ότι θα αλλάξει έστω και στο ελάχιστο, θα ανοίξει για τελευταία φορά. Το event αυτό εξυπηρετεί το σκοπό του να γίνει ένα θεαματικό κλείσιμο, όπως αρμόζει σε αυτόν τον πολύ ιδιαίτερο, και για πολλούς σημείο αναφοράς, χώρο. # JeSuisΤηνιακό“.

(από το fb event για το κλείσιμο του Τηνιακού καφενείου)

Ρόδον, Decadence, Mo Better, Closer, Τηνιακό. Τί συνδέει όλα τα παραπάνω; Πρώτον, το ότι δεν υπάρχουν πια σαν φυσικοί χώροι και δεύτερον, ότι ως “στέκια”, μάζευαν το ίδιο κοινό που μέσα στο ίδιο βράδυ θα μπορούσε να είχε περάσει από όλα τα παραπάνω.

Το Τηνιακό καφενείο-ουζερί, ο “Τηνιακός” ή “φτηνιακός” όπως το λέγαμε (όσο και να έπινες πλήρωνες το πολύ δέκα ευρώ), ήταν η αρχή της βραδιάς. Ήταν επίσης οι ιστορίες που θυμόσουν λειψές την επόμενη μέρα.

Ξεκινούσες από εκεί με τη θρυλική ποικιλία των 4 ευρώ, τη συνόδευες με μπύρες τιμής περιπτέρου (1,60 η μπύρα 1,80 το καραφάκι κρασί) και πολλές φορές ακύρωνες τα υπόλοιπα πλάνα της βραδιάς.

Ακολουθούν δύο Τηνιακές ιστορίες

Ιστορία πρώτη: Η πρώτη φορά που πήγα στο καφενείο της Λεωφόρου.

Ψάχναμε που λες να βρούμε καρέκλα καμιά ώρα, αλλά καρέκλα πουθενά. Δύσκολο να βολευτούν 20 νοματαίοι που γνωρίστηκαν πριν από ένα τρίμηνο στη σχολή και αποφάσισαν να βγουν όλοι μαζί παρέα. Είναι 2001 και χειμώνας και κάνει κρύο αλλά εμείς καθόμαστε έξω. Στην ίδια παρέα είναι και εκείνη που γούσταρα από την πρώτη μέρα που την είδα, μετά από μήνες θα γινόμασταν ζευγάρι για πέντε χρόνια και θα αποτελούσε επισήμως την πρώτη μεγάλη χρονικά και “σοβαρή” μου σχέση.

Με τα πολλά, βρίσκουμε τραπέζι, κάθονται οι μισοί, οι γυναίκες δηλαδή, οι άλλοι μισοί μένουμε όρθιοι μέχρι να καβατζωθεί καμιά καρέκλα δεξιά κι αριστερά, παραγγέλνουμε μπύρες, πίνουμε την πρώτη όρθιοι, χωμένοι στα μπουφάν μας, κρύο έξω, κρύα και η μπύρα, αλλά εμένα μέσα μου κάνει ζέστη γιατί βλέπω τη “δικιά” μου που δεν ήταν δικιά μου δηλαδή, ακριβώς απέναντι. Καθόμαστε αντικριστά, πλάι μου στα αριστερά ο ένας κολλητός, στα δεξιά μου ένας τύπος που δεν συμπαθούσα γιατί μου φαινόταν αναρχικός και σνομπ μαζί (στην πορεία γνώρισα κι άλλους τέτοιους και κατάλαβα πως δεν είναι “κανονικοί” αναρχικοί αυτοί) και στο παραδίπλα τραπέζι μια παρέα με φοιτήτριες από το Αγρίνιο. Ναι όλες τους από το Αγρίνιο, και οι τέσσερις. Ή πέντε, δεν θυμάμαι πάνε και 15 χρόνια από τότε.

Τέλος πάντων, κυλάει η βραδιά, η μία μπύρα φέρνει την άλλη, ενδιάμεσα παρεμβάλλονται και κάτι ούζα, κακή μείξη αυτή, χειρότερη κι από το να ακούς dubstep σε μαγαζί που βάζει και λαϊκά. Περνάει η ώρα, τα μπουκάλια μου φαίνονται διπλά, εκείνη έρχεται και κάθεται δίπλα μου και της μιλάει ο αντιπαθητικός σνομπ ντεμέκ (που λένε και στη Σαλονίκη) αναρχικός, αρχίζουν όλα να γυρίζουν γύρω μου και από τη μέθη και από τα νεύρα μαζί. Ο κολλητός εξ αριστερών τα πάει καλά με τις νεαρές από το Αγρίνιο, εκείνες ψήνονται να έρθουν και να καθίσουν στο τραπέζι μας. Περνάει ακόμη μια ώρα, η μέθη αυξάνεται και όταν δεν πίνεις νερό ο οργανισμός δυσκολεύεται να μεταβολίσει το αλκοόλ, νερό δεν πίναμε δηλαδή και η μία νεαρή από το Αγρίνιο έρχεται και κάθεται πάνω στον κολλητό εξ αριστερών.

Εκείνη, η εκ δεξιών μέλλουσα κοπέλα μου για πέντε χρόνια, σταματάει να μιλάει με τον σνομπ τύπο που περιαυτολογούσε για κάνα τρίωρο μιλώντας για το πόσα πολλά βιβλία φαντασίας έχει διαβάσει στη ζωή του και πόσο καλά γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά το έργο του Τόλκιν, και αφήνοντας τον σνομπ αντίπαλο στη Βαλχάλα, γυρίζει επιτέλους προς τα εμένα και ξεκινάμε να μιλάμε για το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα. Καθόλου σχετική συζήτηση με τον στόχο μου εν προκειμένω αλλά δε με ένοιαζε.

Ο κολλητός εξ αριστερών με σκουντάει για να μου συστήσει τη νέα του κατάκτηση, από εδώ η Άννα λέει, αν τη λέγαν Άννα δηλαδή, εκείνη μου συστήνεται, κάτι λέει που δεν πιάνω καλά, η μέλλουσα σύντροφος εκ δεξιών μου πιάνει το πόδι, σε πλήρη σύγχυση εγώ κάνω να γυρίσω στη μεριά της, ζαλίζομαι, τραμπαλίζομαι πέφτω με την πλάτη πίσω γιατί το ένα ποδάρι της διαολεμένης καρέκλας που με τόσο κόπο είχα αποκτήσει νωρίτερα, έχασκε σε μια τρύπα, και πέφτοντας με την πλάτη πίσω δίνω μια κλωτσιά στο τραπέζι και πέντε έξι εφτά μπύρες χύνονται παντού, σε αγόρια, σε κοπέλες, στο τραπέζι, σε καρέκλες, κάτω, παντού. Σηκώνομαι, όλα καλά, γελάνε οι περισσότεροι, κάποιες δυσανασχετούν ψάχνοντας για χαρτομάντιλα, άλλοι πάνε στην τουαλέτα να βρουν χαρτί, πού να βρεις τον σερβιτόρο που άραζε στην κουζίνα δηλαδή για να σου φέρει, κι εγώ ζητάω να πάρουμε να φάμε κάτι επιτέλους. Ο κεφτές και το τυροπιτάκι ήταν τα μόνα που μπορούσαν να σώσουν την τιμή και την υπόληψη μου εκείνη τη βραδιά και να γλιτώσω τα χειρότερα μπροστά στον μετεφηβικό έρωτα μου.

Με αυτούς τους κεφτέδες έπαιζαν πόλεμο δύο διπλανές από εμάς, παρέες. Αλλά εγώ έπρεπε να τους φάω.

Ιστορία δεύτερη: Η τελευταία φορά που πήγα στο καφενείο της Λεωφόρου.

Κάποτε βρέθηκα σε πάρτι δικηγόρων, απέναντι από το Εφετείο. Το πάρτι πραγματοποιήθηκε με αλκοόλ από παρακείμενη κάβα και με τρόφιμα από το Τηνιακό. Εκείνη τη μέρα, πήγαμε να παραλάβουμε τα “πακέτα” από τον κυρ Δήμο. Φτάσαμε στο μαγαζί κατά τις 9 και του ζητήσαμε πέντε ποικιλίες για “έξω”. Εκείνος, μας κοίταξε απορημένος και μας είπε λιτά πως δεν κάνει παραγγελίες για “ντελίβερι”.

Τον ρωτήσαμε αν μπορούμε να βρούμε κάποια λύση και κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά. Μας έφτιαξε πέντε ποικιλίες και μας τις έδωσε σε σακούλες μαζί (!) με τα πιάτα τους. Του είπαμε πως θα τα επιστρέφαμε. Αράξαμε με τον Κώστα σε ένα τραπεζάκι δίπλα από την κουζίνα και ήπιαμε από δυο μπύρες ο καθένας μέχρι να ετοιμαστούν τα πιάτα (κυριολεκτικά). Κάποια στιγμή οι ποικιλίες ετοιμάστηκαν, ήπιαμε άλλες δύο μπύρες και γυρίσαμε στον χώρο του “πάρτι”, στο δικηγορικό γραφείο δηλαδή κατά τις 11. Οι ποικιλίες είχαν κρυώσει, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία, όπως δεν είχε καμία σημασία και όταν τις τρώγαμε στο μαγαζί, απλά “για να πάει κάτω κάτι” και να στρώσει το στομάχι πριν την επόμενη αλκοολοποσία.

Η κλασική ατάκα άλλωστε που ακουγόταν για το Τηνιακό ήταν η εξής: “Σήκωσε το χέρι σου αν θες να παραγγείλεις μπύρα, ξανασήκωσε το αν θες άλλη μία, κάντο πάλι και θα συμβεί το ίδιο”.

Τα πιάτα τα χρωστάμε ακόμα στον κυρ Δήμο και τον κυρ Λευτέρη.

Τέτοιες προσωπικές ιστορίες ήταν ο Τηνιακός και κάμποσα άλλα, άπειρα βράδια ωρίμανσης που ακολούθησαν. Συζητήσεις για εκείνο τον έρωτα που κάποτε έληξε, για άλλους που ήρθαν και έφυγαν, για εκείνον που υπάρχει ακόμα, για την πολιτική, το ΠΑΣΟΚ, τη μεταπολίτευση, το μέλλον και το παρόν της χώρας, για τη μουσική, για τη συναυλία που ήμασταν λίγο πριν και για το μπαρ που θα πηγαίναμε σε λίγο. Στο Τηνιακό θρυλείται πως καθόταν για ούζο παλιότερα ο πρόεδρος Λεβέντης, η Παπαρήγα αλλά και ο Τσοβόλας στο ξεκίνημα του.

Όπως μου έγραψε ο φίλος Αλέκος σχετικά με το τί ήταν το Τηνιακό εν έτει 2016, σαν αυθόρμητη αντίδραση του για το κλείσιμο:

“Το Τηνιακό ήταν το παλιό, καλό πατριωτικό ΠΑΣΟΚ των ταβερνείων. Ανάμεσα στον κλαρινογαμπρισμό των κυριλομάγαζων του κέντρου και τα νεοκομμουνιστικά αδιέξοδα των μοντέρνων ταβέρνων που σερβίρουν σουβλάκι σουσι με λιαστή ντομάτα, ξεπρόβαλε ως ο τρίτος πόλος για χαλαρή διασκέδαση, όπως τότε την αξέχαστη δεκαετία του ‘80. Ακόμα και τα ιδιόρρυθμα κεφτεδάκια του είχαν τη γοητεία τους – μερικοί τα χρησιμοποιούσαμε για μπαλάκια του πινγκ πονγκ. Ευελπιστούμε ότι το τέλος του είναι μια νέα αρχή”.

Φυσικά και όλα τα ωραία κάποια στιγμή τελειώνουν και προφανώς οι ηλικιωμένοι “Τηνιακοί” ιδιοκτήτες του μαγαζιού που δεν ήταν από την Τήνο, θα έπρεπε κάποια στιγμή να βγουν στη σύνταξη.

Τι μένει σαν επιμύθιο από όλα αυτά; Τα παλιά στέκια κλείνουν και ψάχνουμε εναγωνίως (;) νεότερα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν μια φυσική εξέλιξη αντικατάστασης.

Πολλοί λένε πως οι αντιδράσεις για το λουκέτο σε μαγαζιά σαν το Τηνιακό ή το Decadence έχουν να κάνουν με την εφηβεία και τα νιάτα σου, τα οποία ενστικτωδώς προβάλλεις και αναπολείς στις ταυτισμένες μνήμες με αυτούς τους χώρους.

Δεν συμφωνώ. Δεν συμφωνώ γιατί σε νέα στέκια που έρχονται να στεγάσουν τις νύχτες μας θα δεις πενηντάρηδες, σαραντάρηδες, τριαντάρηδες και πιο νέους, ίδιους τύπους με εκείνους που σύχναζαν κάποτε σε αυτά τα μέρη που έκλεισαν τον κύκλο τους, κάτι που σε κάνει να καταλάβεις και να επαναλάβεις μέσα σου, πως η ηλικία είναι απλά και μόνο ένας αριθμός. Σαν τον αριθμό από μπουκάλια μπύρας τα οποία μετρούσες πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου που βρισκόταν στον αριθμό 50 της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Φήμες λένε ότι ένα βράδυ ο κυρ Δήμος ήθελε να μαζέψει τα μπουκάλια από ένα τραπέζι αλλά δεν τον άφηναν γιατί ήθελαν να βγάλουν φωτογραφίες για το instagram. Φήμες.

Τελικά, ξέρεις γιατί νοσταλγούμε και απογοητευόμαστε μπροστά στο άκουσμα αποχαιρετισμού οικείων τόπων;

Γιατί έχει πλάκα να αράζεις στα ίδια μέρη που άραζε ο πατέρας σου, ή να αράζεις εκεί με τον ίδιο τον πατέρα σου σήμερα. Τόσο απλά.

ΥΓ. Το Τηνιακό είναι (όχι ήταν) το στέκι που θα θυμούνται οι θαμώνες του μέχρι να βρουν το επόμενο. Με τα στραβά, τα καλά του και όλα τα προσωπικά ζητήματα που το συνόδευαν.

Στην αυριανή και τελευταία βραδιά του μαγαζιού, να πάτε, θα είναι μια σουρρεαλιστική συγκέντρωση “Τηνιακών”, σαν εκείνες που κατέληγαν εκεί μετά από τις πορείες. Σύμφωνα με την τελευταία πληροφόρηση, στη θέση του μαγαζιού δεν θα ανοίξει νέο ουζερί. Ο Τηνιακός Σύνδεσμος προορίζει τον χώρο για διαφορετική χρήση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα