Υποκλοπές: Πώς να θάψεις ένα σκάνδαλο

Υποκλοπές: Πώς να θάψεις ένα σκάνδαλο
Firewall Cyber Security Getty Images/iStockphoto

Τα 3 στάδια της κυβερνητικής επιχείρησης των 6 μηνών προκειμένου να εξαφανιστεί από την πολιτική ατζέντα η υπόθεση των υποκλοπών.

Στις 26 Ιουλίου, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης, κατήγγειλε δημόσια την παρακολούθηση του κινητού του μέσω του λογισμικού Predator, έδωσε το έναυσμα για να ξεσπάσει το μεγαλύτερο σκάνδαλο του 2022 και ίσως των τελευταίων 10ετιών: Το «Σκάνδαλο των Υποκλοπών». Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις που είχαν προηγηθεί για το λογισμικό παρακολούθησης «έδεσαν» με τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Σκιαγραφήθηκε έτσι η εικόνα ενός κέντρου παρακολουθήσεων με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου, που αξιοποιούσε τις δυνατότητες τόσο του εν λόγω λογισμικού, όσο και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.

Απέναντι στο μέγεθος αυτού του σκανδάλου η κυβέρνηση αντιπαρέβαλε μία εξίσου ευρεία προσπάθεια για την αποσιώπηση και τον εξοβελισμό του από την πολιτική ατζέντα. Εμπλέκοντας σε αυτή κάθε υπαρκτό θεσμό αλλά και όπως φάνηκε και κάθε είδους άτυπη λειτουργία. Στο «κλείσιμο» του 2023 έχει ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς όχι τόσο τα γεγονότα αλλά το σκεπτικό και τις τακτικές που ακολουθήθηκαν, οι οποίες μπορούν να κωδικοποιηθούν σε 3 στάδια.

Στάδιο πρώτο: Κάνε την κρίση ευκαιρία

Στο τέλος Ιουλίου η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πως το «Σκάνδαλο των Υποκλοπών» αναπόφευκτα θα σκάσει. Ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών Χρήστος Ράμμος, έχει ήδη εντοπίσει τα «ίχνη» και δεν φαίνεται καθόλου διατεθειμένος να χειριστεί την υπόθεση «διακριτικά». Έτσι λοιπόν στις 5 Αυγούστου αιφνιδίως παραιτούνται διαδοχικά ο διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιωτης Κοντολέων και ο διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου και ανιψιός του Κυριάκου Μητσοτάκη, Γρηγόρης Δημητριάδης. Τρείς μέρες αργότερα ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την γνωστή συνταγή της δήλωσης – διαγγέλματος που χρησιμοποιούσε και τον καιρό του Covid ανακοινώνει την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Το αποδίδει σε κακή πολιτική εκτίμηση της ΕΥΠ, δηλώνει πως δεν γνώριζε τίποτε, αφήνει … «φλού» τους λόγους παραίτησης του ανιψιού του και εξαγγέλλει ευρείες αλλαγές στην ΕΥΠ (με ένα νομοσχέδιο που έφτασε στην Βουλή πολλούς μήνες αργότερα). Η κυβέρνηση ακολούθησε το σύστημα … «κάνε την κρίση ευκαιρία». Επιχειρώντας ο πρωθυπουργός από θύτης να εμφανιστεί ως θύμα των συνεργατών του και ακόμη περισσότερο ως μεταρρυθμιστής της λειτουργίας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.

Στάδιο δεύτερο: Θάψε τα όλα

Ο αρχικός σχεδιασμός της κυβέρνησης όμως δεν λειτούργησε. Η αντιπολίτευση βρέθηκε «στα κάγκελα» με τον ΣΥΡΙΖΑ να φέρνει στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας το θέμα, το ΚΚΕ να επαναφέρει το ζήτημα των παρακολουθήσεων στον Περισσό και κυρίως το ΠΑΣΟΚ να μην είναι καθόλου …συνεργάσιμο. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν «πέφτει στην παγίδα» των εκκλήσεων της κυβέρνησης να ενημερωθεί κατ’ ιδίαν για τους λόγους της παρακολούθησής του και αρχίζει να δέχεται «υπόγειες» επιθέσεις για περίεργες σχέσεις με άλλα κράτη που σύντομα καταρρέουν. Πρόκειται για μια συνθήκη που αλλάζει άρδην το πολιτικό σκηνικό αφού το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας Ν.Δ – ΠΑΣΟΚ «πάει περίπατο».

Έτσι η κυβέρνηση αναγκάζεται να υποχωρήσει και να αποδεχθεί την μοίρα της: Την σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής με βάση το δικαίωμα που δίνει το Σύνταγμα στην αντιπολίτευση εφόσον αυτό στηριχθεί από 120 ψήφους βουλευτών. Κάπου εκεί αρχίζει το στάδιο της … «ταφής» του σκανδάλου. Η κυβέρνηση αρνείται την παρουσία πολιτικών προσώπων στην εξεταστική επιτροπή όπως και την παρουσία μαρτύρων – κλειδιών για την σχέση της ΕΥΠ με το λογισμικό Predator. Επίσης επικαλείται το απόρρητο της δράσης της ΕΥΠ δίνοντας την δυνατότητα τόσο στους διοικητές της ΕΥΠ τον Π.Κοντολέοντα και τον Θ.Δεμίρη που τον αντικατέστησε να μην δώσουν καμία πληροφορία για το σκάνδαλο ενώ αντίστοιχη είναι και η σιωπή της ειδικής εισαγγελέως Β.Βλάχου που υπέγραψε για να γίνουν οι παρακολουθήσεις. Τέλος επιβάλλει μέσω της πλειοψηφίας της ένα πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής που λέει ότι … είπε και στο διάγγελμά του τον Αύγουστο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Την ίδια τακτική θα ακολουθήσει η κυβέρνηση σε κάθε διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου. Υπονομεύοντας έτσι τις προσπάθειες που κάνει η αντιπολίτευση για την διαλεύκανση του σκανδάλου μέσω των συνεδριάσεων της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας οι οποίες επίσης προκλήθηκαν μέσω του δικαιώματος της μειοψηφίας. Επίσης ο πρωθυπουργός αρνείται να απαντήσει σε 5 διαδοχικές ερωτήσεις που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας παρά τα δημοσιεύματα του Documento, των Νέων και του Βήματος που μιλούσαν για παρακολουθήσεις υπουργών, εγκατάσταση του λογισμικού Predator σε εγκαταστάσεις της ΕΥΠ στην Αγ.Παρασκευή και παραθέτουν σειρά άλλων αποκαλύψεων.

Στάδιο 3: Θωράκισε την συγκάλυψη και άστο στην Δικαιοσύνη

Η ολοκλήρωση των κυβερνητικών προσπαθειών έλαβε στο τέλος και θεσμικό χαρακτήρα. Στα μέσα Νοεμβρίου η κυβέρνηση εμφανίζει το περίφημο νομοσχέδιο που είχε υποσχεθεί από το καλοκαίρι ο πρωθυπουργός. Εκεί προβλέπονται μεταξύ άλλων τα εξής: Το γενικευμένο δικαίωμα της κυβέρνησης να παρακολουθεί οποιονδήποτε (και πολιτικά πρόσωπα) για οποιονδήποτε λόγο (διευρύνεται η έννοια της «εθνικής ασφάλειας»). Επίσης το ότι για τα επόμενα 3 χρόνια η ΕΥΠ δεν έχει καμία υποχρέωση να ενημερώσει ένα θύμα παρακολούθησης για τους λόγους που αυτή έγινε. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση κάνει νόμο του κράτους την βούλησή της να μην μαθευτεί τίποτε για το «Σκάνδαλο των Υποκλοπών».

Έκτοτε η κυβέρνηση οποτεδήποτε τεθεί θέμα διερεύνησης του σκανδάλου, παραπέμπει τα πάντα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και γενικότερα στην δικαιοσύνη. Εγκαλώντας μάλιστα τα κόμματα της αντιπολίτευσης κάθε φορά που εγείρουν ζήτημα για έλλειψη εμπιστοσύνη στην δικαστική έρευνα. Αυτά ενώ ήδη από την αντιπολίτευση υπάρχουν έντονες αιχμές για σημαντικές καθυστερήσεις στην δικαστική έρευνα, όπως και για την απροθυμία των εισαγγελικών αρχών να ερευνήσουν τα στοιχεία που (πρέπει να) είναι κατατεθειμένα στα αρχεία των παρόχων επικοινωνιών σχετικά με τις παρακολουθήσεις προσώπων.

Το σκάνδαλο παραμένει

Στο ερώτημα του αν η κυβερνητική τακτική «πέτυχε» η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Παρά τις φιλότιμες κυβερνητικές προσπάθειες η υπόθεση των υποκλοπών συνεχίζει να απασχολεί την κοινή γνώμη, αφού τα μεγάλα ερωτηματικά έχουν παραμείνει αναπάντητα. Το κενό διαφάνειας άλλωστε εντοπίζεται ακόμη και από στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Το 2023 αναμένεται όχι μόνον το πόρισμα της δικαιοσύνης αλλά και νέες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις. Επίσης το πολιτικό αποτύπωμα αυτής της ιστορίας όχι απλά παραμένει υπαρκτό αλλά πιθανότατα θα αποδειχθεί καθοριστικό και για τις μετεκλογικές εξελίξεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα