Για να μην μπορεί κανείς να πει ότι δεν ήξερε για τη ΧΑ
Το φάντασμα μίας Γερμανίδας γιαγιάς εμφανίστηκε χθες στη συγκέντρωση έξω απο το Εφετείο για την καταδίκη των ναζί
- 08 Οκτωβρίου 2020 10:13
Η Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020 ήταν μία όμορφη ημέρα. Με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής κάθε δημοκράτης πολίτης πήρε μία ανάσα. Ήταν μία υπενθύμιση ότι δεν πάνε πάντα όλα χαμένα.
Η ΧΑ καταδικάστηκε όμως όχι μόνο μέσα στο Εφετείο, αλλά και στο δρόμο, ο οποίος πλημμύρισε από κόσμο. Και όχι μόνο κόσμο οργανωμένο σε κόμματα και συλλογικότητες, αλλά και πολίτες που πήραν ένα φίλο ή και μόνοι, περπάτησαν την Αλεξάνδρας για να στείλουν ένα μήνυμα πολιτικής καταδίκης. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία φορώντας μάσκες- να και μία φορά που μάσκα σε διαδήλωση όχι απλώς επιτρεπόταν από την Αστυνομία, αλλά επιβαλλόταν.
Ας συγχωρήσουν οι αναγνώστες την προσωπική αναφορά, αλλά φτάνοντας στο μετρό στους Αμπελόκηπους και βλέποντας τον κόσμο που ήδη είχε σχεδόν κλείσει την Αλεξάνδρας και συνέχιζε να καταφτάνει, μέσα από δάκρυα φάνηκε μια άλλη εικόνα ενός δρόμου στο Wuppertal της Γερμανίας σχεδόν 30 χρόνια πριν.
Όταν μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση των δύο Γερμανιών, η οικονομική κατάσταση αποτέλεσε άλλοθι για άνοδο του νεοναζισμού στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η γερμανική κοινωνία είχε αντιδράσει. Με μεγάλες διαδηλώσεις, σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη, κατά του ναζισμού, στις οποίες οι διαδηλωτές στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο με αναμμένα κεριά. Τις έλεγαν Lichtketten, αλυσίδες φωτός. Τι ωραίος όρος. Ας μην ξαναπεί κανείς ποτέ ότι η γερμανική γλώσσα δεν είναι ποιητική. Άλλωστε η αγάπη και το μίσος υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Οι Έλληνες της Γερμανίας τότε υπερηφανευόμασταν ότι οι παππούδες μας πολέμησαν το ναζισμό. Και όταν χρόνια αργότερα το αυγό του φιδιού επωάστηκε και στη δική μας πατρίδα για τα καλά και σήκωσε κεφάλι, η ερώτηση που τριβέλιζε στο μυαλό συχνά ήταν: Αν είχαμε και εδώ αντιδράσει από την πρώτη στιγμή βγαίνοντας στο δρόμο, θα είχε άραγε η ΧΑ καταφέρει τέτοιες πληγές στο σώμα της Δημοκρατίας μας;
Σε μία Lichtkette ένα υγρό γερμανικό βράδυ, μία Γερμανίδα γιαγιά με λευκά μαλλιά (πρέπει να κόντευε τα 80) κάποια στιγμή λύγισε. Πιτσιρικάδες μετανάστες που βρισκόταν γύρω τη βοήθησαν να καθίσει στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το όποιο έλιωναν χιλιάδες κεριά, για να συνέλθει. Έκλαιγε. Και επαναλάμβανε συνέχεια: “Δεν ξέραμε. Αλήθεια δεν ξέραμε. Σας παρακαλώ συγχωρήστε με”.
Ζητούσε συγχώρεση τόσα χρόνια μετά για τα εγκλήματα του ναζισμού. Άραγε όντως δεν ήξερε; Μήπως δεν ήθελε να γνωρίζει, αφού βολευόταν στη δική της ζωή; Έκλεινε τα μάτια ή όντως το καθεστώς του Χίτλερ έκρυβε τόσο καλά την έκταση των εγκλημάτων του; Δεν είχε δει όμως τη δίωξη των Εβραίων, τα σημάδια του επερχόμενου κακού;
Ζητούσε συγχώρεση όμως. Και δεν υπήρχε λόγος να μην της τη δώσουμε. Το μίσος του παρελθόντος δεν θεραπεύεται με μίσος του μέλλοντος. Ήταν πια άλλωστε πολύ αργά και το ήξερε κι εκείνη. Το κλάμα της ήταν ειλικρινές και σπαρακτικό.
Μου φάνηκε χθες σα να είδα τη Γερμανίδα αυτή γιαγιά, αν και προφανώς δεν ζει πια, έξω από το Εφετείο. Να περιμένει την απόφαση για να μας πει: Πως τουλάχιστον κανείς από εμάς δεν θα μπορεί να πει ότι δεν ήξερε.