Αποβιομηχανοποιείται η Ευρώπη;
Αν η Γερμανία δεν καταφέρει να αντλήσει επαρκείς αποδόσεις από κεφάλαιο ψηφιακού νέφους ή μισθώματα ψηφιακού νέφους, θα δει τα πλεονάσματά της να συρρικνώνονται – και το ίδιο θα πάθει και μια ευρωπαϊκή οικονομία που εξαρτάται από αυτά
- 29 Ιανουαρίου 2023 07:22
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία τρεκλίζει κάτω από τη διπλή απειλή των υψηλών τιμών της ενέργειας και του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), του Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ο οποίος, στην ουσία, δωροδοκεί τις πράσινες βιομηχανίες της Ευρώπης για να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κινδυνεύουν οι βιομηχανικές εστίες της Ευρώπης να βυθιστούν στην παρακμή;
Θα βιώσει η Γερμανία το τραύμα που υπέστη η Βρετανία όταν έκλεισαν τα εργοστάσιά της, αναγκάζοντας το υψηλής εξειδίκευσης εργατικό δυναμικό του βιομηχανικού τομέα να αποδεχθεί θέσεις εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης, χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλών μισθών;
Η απειλή μαίνεται εκ νέου στους διαδρόμους εξουσίας της Ευρώπης. Ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς το αντιλήφθηκε γρήγορα και έσπευσε να προτείνει ένα νέο Ευρωπαϊκόκονδύλι που θα προσφέρει κρατική ενίσχυση σε Ευρωπαϊκές εταιρείες που σκέφτονται τη μετανάστευση με το δέλεαρ των αμερικανικών επιδοτήσεων. Ωστόσο, δεδομένου του πόσο αργά κινείται η Ευρώπη, ειδικά όταν χρειάζεται να εκδοθεί κοινό χρέος για να χρηματοδοτηθεί οτιδήποτε, είναι αμφίβολο εάν οι επιδοτήσεις της ΕΕ θα αντισταθμίσουν έγκαιρα και αναλογικά τις επιδοτήσεις των ΗΠΑ.
Η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού που διακυβεύεται. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες δέχθηκαν διπλό πλήγμα από την επιστροφή του πληθωρισμού: οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών των καυσίμων λειτουργούν αποτρεπτικά για τους πελάτες και το κόστος παραγωγής. Δεδομένου του πόσο μεγάλο τμήμα της γερμανικής βιομηχανίας βασίζεται στην αυτοκινητοβιομηχανία, οι σχολιαστές άρχισαν να αγωνιούν για την αποβιομηχάνιση της χώρας. Η αγωνία τους είναι δικαιολογημένη, αλλά η ανάλυσή τους δεν θίγει το κρίσιμο ζήτημα.
Μεταβαίνοντας ταχύτατα στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων με αυξανόμενες ποσότητες ανανεώσιμης ενέργειας, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ήδη επιδείξει την ικανότητα να ανταποκριθούν στην πρόκληση της πράσινης μετάβασης και του αυξανόμενου κόστους των ορυκτών καυσίμων. Αν λάβουν και κάποια κρατική ενίσχυση, είτε από τη γερμανική κυβέρνηση είτε από την ΕΕ, πιθανότατα θα συνεχίσουν στο μέλλον να παράγουν στη Γερμανία στο όσα αυτοκίνητα και στο παρελθόν.
Αλλά παρ’ ότι ο φόβος της αποβιομηχάνισης είναι υπερβολικός, έχει βάση γερμανική –και κατ’ επέκταση η ευρωπαϊκή– ανησυχία ότι ολόκληρη η ήπειρος πρόκειται να μείνει πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η στροφή προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, η οποία λόγω του πληθωρισμού των τιμών της ενέργειας έχει επιταχυνθεί, συρρικνώνει τη δύναμη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με τους Αμερικανούς και Κινέζους ομολόγους τους, οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές έχουν μείνει πολύ πίσω στην κούρσα συσσώρευσης και ωφέλειας από αυτό που ονομάζω κεφάλαιο ψηφιακού νέφους.
Αναλογιστείτε ποιος είναι ο πυρήνας της δύναμης του γερμανικού κεφαλαίου: η μηχανολογία ακριβείας και η ηλεκτρολογία. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, ειδικότερα, πλούτισαν χάρη στα κέρδη από την κατασκευή κινητήρων εσωτερικής καύσης υψηλής ποιότητας και όλων των εξαρτημάτων (κιβώτια ταχυτήτων, άξονες, διαφορικά κ.λπ.) που είναι απαραίτητα για τη μεταφορά ισχύος από τέτοιους κινητήρες στους τροχούς ενός αυτοκινήτου. Αλλά τα ηλεκτρικά οχήματα είναι μηχανικά πολύ πιο απλά. Το μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης αξίας τους προέρχεται από την τεχνητή νοημοσύνη και το έξυπνο λογισμικό που συνδέει το αυτοκίνητο με το ψηφιακό νέφος – το ίδιο ψηφιακό νέφος στο οποίο οι Γερμανοί καπιταλιστές αμέλησαν να επενδύσουν τις τελευταίες δεκαετίες.
Έτσι, ακόμα κι αν η κρατική βοήθεια από την ΕΕ καταφέρει να πείσει τη Volkswagen, τη Mercedes-Benz και τη BMW να παράγουν τα ηλεκτρικά τους αυτοκίνητα στην Ευρώπη, αντί να μεταναστεύσουν στην Αμερική για να επωφεληθούν από τις επιδοτήσεις της IRA, η κατασκευή αυτοκινήτων στη Γερμανία και την Ευρώπη δεν θα ξαναγίνει ποτέ όσο κερδοφόρα ήταν κάποτε. Όλο και περισσότερο από το αναμενόμενο κέρδος από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν θα προέρχεται από την πώληση του πραγματικού υλικού, αλλά από εφαρμογές που θα πωλούνται στους κατόχους τους (σημερινούς και μελλοντικούς) – ακριβώς όπως η Apple κερδίζει από «τρίτους προγραμματιστές» που παράγουν εφαρμογές για τα iPhone που πωλούνται μέσω του AppleStore. Όταν προστεθεί σε αυτό η αξία των δεδομένων που δημιουργούνται από τις κινήσεις του αυτοκινήτου και ανεβαίνουν στο ψηφιακό νέφος, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το κεφάλαιο ψηφιακού νέφους υπερβαίνει ήδη το επίγειο κεφάλαιο πλούτου της Ευρώπης.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον ενεργειακό τομέα. Μόλις η πανδημία υποχώρησε και οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν, οι Μεγάλες Εταιρίες Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου θησαύρισαν. Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων ανέκαμψε λίγο, όπως είχε συμβεί και στη Βρετανία κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους όπου η άνοδος της τιμής του καλαμποκιού, λόγω της διακοπής των εισαγωγών καλαμποκιού, ωφέλησε τους Βρετανούς φεουδάρχες. Όμως οι δεύτερες ευκαιρίες δεν διαρκούν πολύ. Στη δεκαετία του 1820, το καπιταλιστικό κέρδος ξεπέρασε τη βραχυπρόθεσμη αναβίωση της φεουδαρχίας. Σήμερα, το κύμα πληθωρισμού μετά την πανδημία επεκτείνει ήδη την εμβέλεια του κεφαλαίου ψηφιακού νέφους στον ενεργειακό τομέα.
Τα ορυκτά καύσιμα είναι το πεδίο μιας ανίερης συμμαχίας φεουδαρχικών συμβολαίων και επίγειου κεφαλαίου: Η βιομηχανία βασίζεται σε άδειες γεώτρησης σε συγκεκριμένα τμήματα γης ή ωκεανού, για τα οποία οι κυβερνήσεις και οι ιδιώτες ιδιοκτήτες λαμβάνουν αναχρονιστικό ενοίκιο. Η βιομηχανία βασίζεται επίσης σε αναχρονιστικά κεφαλαιουχικά αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοπηγών, των δεξαμενόπλοιων, των αγωγών και των πλωτών εγκαταστάσεων επαναεριοποίησης, για να τροφοδοτεί με ορυκτά καύσιμα μεγάλους, υψηλής συγκέντρωσης, καθετοποιημένους (ή από πάνω προς τα κάτω) σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που, τόσο αισθητικά όσο και οικονομικά, θυμίζουν τα εργοστάσια του δέκατου ένατου αιώνα-τους κατά Ουίλιαμ Μπλέικ «σκοτεινούς σατανικούς μύλους».
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντιθέτως, αναπτύσσονται καλύτερα με αποκεντρωμένο τρόπο, με ηλιακά πάνελ, ανεμογεννήτριες, αντλίες θερμότητας, γεωθερμικές μονάδες, συσκευές που λειτουργούν με κύματα κ.λπ. Έχοντας ανάγκη ελάχιστες άδειες μισθώματος, η παραγωγικότητά τους εξαρτάται από έξυπνα δίκτυα που βασίζονται σε εξελιγμένο λογισμικό και τεχνητή νοημοσύνη.
Εν ολίγοις, η πράσινη ενέργεια απαιτεί κεφάλαιο ψηφιακού νέφους, όπως και η βιομηχανία ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Και επαναλαμβάνω, ακόμα κι αν οι επιδοτήσεις της ΕΕ διασφαλίσουν ότι η βιομηχανία της Ευρώπης θα παράγει μαζικά ηλιακά πάνελ, ανεμογεννήτριες και γενικάπράσινο εξοπλισμό, η Ευρώπη δεν θα έχει πρόσβαση στο πιο προσοδοφόρο μέρος της αλυσίδας αξίας: το κεφάλαιο που εδράζει στο ψηφιακό νέφος με το οποίο λειτουργούν τα δίκτυα πράσινης ενέργειας.
Ακόμη και αν η επιστροφή του πληθωρισμού δεν καταφέρει να αποβιομηχανοποιήσει την Ευρώπη, θα αναγκάσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία να υιοθετήσει μεθόδους παραγωγής που στηρίζονται πολύ περισσότερο στο κεφάλαιο ψηφιακού νέφους το οποίο λείπει από την Ευρώπη. Πρακτικά, αν Η Γερμανία δεν καταφέρει να αντλήσει επαρκείς αποδόσεις από κεφάλαιο ψηφιακού νέφους ή μισθώματα ψηφιακού νέφους, θα δει τα πλεονάσματά της να συρρικνώνονται – και το ίδιο θα πάθει και μια ευρωπαϊκή οικονομία που εξαρτάται από αυτά.
*Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate με αρχικό τίτλο “Is Europe Deindustrializing?”