Γιάνης Βαρουφάκης: Αυγουστιάτικες σκέψεις εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου

Γιάνης Βαρουφάκης: Αυγουστιάτικες σκέψεις εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου
Γιάνης Βαρουφάκης ARIS OIKONOMOU / SOOC

Ο Γιάνης Βαρουφάκης θα είναι υποψήφιος με το ΜέΡΑ25 στις ευρωεκλογές - αυτή τη φορά όχι στη Γερμανία, όπως το 2019, αλλά στην Ελλάδα. Οι τομές που είναι πιο αναγκαίες από ποτέ για την Ένωση.

Οι ήσυχες ημέρες του Αυγούστου είναι μια καλή στιγμή για να αναλογιστεί κανείς τη χρονιά που έρχεται. Κοιτάζοντας το ημερολόγιό μου για το 2024, οι ευρωεκλογές ξεχωρίζουν. Αν και αποτελούν προτεραιότητα για το ΜέΡΑ25, όπως είναι φυσικό για το μόνο πανευρωπαϊκό κόμμα το οποίο κατέβηκε το 2019 σε οκτώ χώρες-μέλη της ΕΕ, πρέπει να ομολογήσω ότι, αντίθετα με το 2019, αντιμετωπίζω με κρύα καρδιά τις επόμενες ευρωεκλογές.

Στις ευρωεκλογές του 2019 είχα κατέβει υποψήφιος στη Γερμανία, επικεφαλής του ευρωψηφοδέλτιου του γερμανικού μας ΜέΡΑ25, την ώρα που στη θέση μου, στο ευρωψηφοδέλτιο εδώ στην Ελλάδα, κατέβαινε ο συνοδοιπόρος μας Jochen Schult – μια συμβολική προσπάθεια του DiEM25, του πανευρωπαϊκού μας κινήματος, να σηματοδοτήσουμε πως η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία είτε θα επιτευχθεί διεθνικά είτε θα παραμείνει απατηλή απάτη. Το 2024, τέτοιες χειρονομίες δεν έχουν καν συμβολική σημασία.

Η δυσκολία μου να νιώσω τον όποιο ενθουσιασμό ενόψει των ευρωεκλογών του επόμενου Ιουνίου δεν οφείλεται ούτε σε απώλεια ενδιαφέροντος για την ευρωπαϊκή πολιτική ούτε σε πρόσφατες πολιτικές ήττες, εκ των οποίων βίωσα ουκ ολίγες. Εκείνο που με σταματά είναι η απόλυτη δυσκολία ακόμη και να φανταστώ τους σπόρους της δημοκρατίας να ριζώνουν στην ΕΕ.

Οι ακροκεντρώοι ευρωπαϊστές, για τους οποίους ό,τι γίνεται στην ΕΕ είναι καλά και άγια καμωμένο, θα με κατακεραυνώσουν άλλη μια φορά: Πώς τολμάς, θα μου πουν, να περιγράφεις την ΕΕ ως ζώνη πλήρως εκκενωμένη από την δημοκρατία (democracy-free zone) όταν διοικείται από ένα Συμβούλιο αποτελούμενο από εκλεγμένους πρωθυπουργούς και προέδρους, μια Επιτροπή που διορίζεται από εκλεγμένες εθνικές κυβερνήσεις, κι ένα Κοινοβούλιο που εκλέγεται απευθείας από τους λαούς της Ευρώπης και έχει την εξουσία να απολύει συλλήβδην την διορισμένη Επιτροπή;

Το ελάχιστο προαπαιτούμενο κάθε δημοκρατίας, ιδίως σε βαθιά άνισες κοινωνίες, είναι θεσμοί σχεδιασμένοι να αποτρέπουν την αναγωγή όλων των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων σε εξουσιαστικές σχέσεις, με τους ισχυρούς να αποφασίζουν και να διατάζουν. Για να μπει φρένο στην τυραννία, η αυθαίρετη εξουσία της εκτελεστικής εξουσίας πρέπει να ελαχιστοποιείται από ένα κυρίαρχο Δήμο που διαθέτει τα μέσα για να την ελαχιστοποιήσει. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ παρέχουν αυτά τα μέσα στον Δήμο τους, τουλάχιστον στα χαρτιά. Όσο περιορισμένες κι αν είναι οι επιλογές του, ο Δήμος ενός ευρωπαϊκού κράτους έχει το δικαίωμα να θέτει τα εκλεγμένα όργανά του προ των ευθυνών τους για τις αποφάσεις στις οποίες κατέληξαν ως όργανα εντός των εξωγενών περιορισμών της χώρας – κι αν χρειαστεί να τα απολύει ως όργανα. Δυστυχώς, αυτό είναι αδύνατο σε επίπεδο ΕΕ.

Όταν οι ηγέτες μας επιστρέφουν από τις Βρυξέλλες, μετά από μια συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Eurogroup κλπ, αποποιούνται αμέσως την ευθύνη για τις αντιδημοφιλείς αποφάσεις που μόλις πάρθηκαν, επιρρίπτοντάς την στους συναδέλφους τους στο Συμβούλιο: «Ήταν το καλύτερο που μπόρεσα να διαπραγματευτώ», λένε μ’ ένα μικρό ανασήκωμα των ώμων τους. Οι γραφειοκράτες, μεγαλοσύμβουλοι και λομπίστες των Βρυξελλών, και βέβαια οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το γνωρίζουν αυτό. Έχουν μάθει να προσδοκούν από τους εκλεγμένους αντιπρόσωπους των κρατών-μελών να υποτάσσονται στη «γραμμή» πριν επιστρέψουν στις πρωτεύουσές τους λέγοντας στα εθνικά τους κοινοβούλια ότι, ενώ οι αποφάσεις του Συμβουλίου δεν ήταν «ό,τι καλύτερο», οι ίδιοι είναι πολύ «υπεύθυνοι ευρωπαίοι», και πολύ προσηλωμένοι στην «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», για να προβάλουν βέτο. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ρίζα της ανυπαρξίας της δημοκρατίας στην ΕΕ – στα εξής τρία ευρωπαϊκά «κεκτημένα»:

Πρώτον, περνούν εύκολα κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις κόντρα στην αρνητική άποψη της πλειοψηφίας των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Δεύτερον, δεν υπάρχει κανένα ευρωπαϊκό πολιτικό σώμα (ή Δήμος) που να μπορεί να κρίνει το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, να το καταστήσει υπόλογο και, τελικά, να το απολύσει ως όργανο (π.χ. να περάσει ψήφο μομφής προς ολόκληρο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο). [Ακόμα κι όταν επιτυγχάνεται μια κάπως χρήσιμη συμφωνία στο Συμβούλιο (όπως, π.χ., η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ του Πέδρο Σάντσεθ και του Μαρκ Ρούτε, των πρωθυπουργών της Ισπανίας και της Ολλανδίας, για τη μεταρρύθμιση του Δημοσιονομικού Συμφώνου), εξαερώνεται μετά από εθνικές εκλογές που ποτέ δεν εστιάζουν σε αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ.]

Τρίτον, το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (το οποίο, άκουσον-άκουσον, εξακολουθεί να είναι το μοναδικό κοινοβούλιο στον κόσμο που στερείται το δικαίωμα να εισάγει νέα νομοθεσία!) να απολύσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σύνολό της, είναι λίγο σαν να δίναμε στο Πολεμικό Ναυτικό μια τεράστια πυρηνική βόμβα με την οποία να αποτρέπει τουρκικές απειλές κατάληψης βραχονησίδας στο Αιγαίο: εν ολίγοις, ένα όπλο τόσο τεράστιο που είναι παντελώς άχρηστο.

Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο. Τί άλλαξε λοιπόν τα τελευταία πέντε χρόνια, από τότε που κατέβηκα στις ευρωεκλογές στη Γερμανία με αρκετό ενθουσιασμό; Τρεις εξελίξεις κατέστησαν σχεδόν αδύνατο να διανοηθώ ξανά, έστω και ως ιδέα, μια ΕΕ που, πριν πεθάνω, θα δρα ως δύναμη δημοκρατίας και πολιτισμού εντός και εκτός Ευρώπης:

Πρώτον, χάσαμε κάθε ελπίδα ότι το κοινό χρέος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης που θα μετασχηματίσει την σημερινή Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Μόνιμης Λιτότητας σε κάτι που θα θύμιζε συνεκτική δημοκρατική ομοσπονδία. Αυτό που συνέβη ήταν ότι η πανδημία οδήγησε το Βερολίνο, επιτέλους, να αποδεχθεί την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους. Αλλά, όπως προειδοποιούσα τότε, οι πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες τα δανεικά κεφάλαια έρευσαν από το Ταμείο Ανάκαμψης στα κράτη-μέλη και αμέσως μετά στους τραπεζίτες ήταν το μέγιστο δώρο στους ευρωσκεπτικιστές, δεξιούς τε και αριστερούς. Το αποτέλεσμα; Αντί για ένα πρώτο βήμα προς την αναγκαία δημοσιονομική ένωση, το NextGenerationEU (το κοινώς λεγόμενο Ταμείο Ανάκαμψης) ήταν η ταφόπλακά της.

Δεύτερον, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εξανεμίσει κάθε ευρωπαϊκή φιλοδοξία για αυτό που ευαγγελιζόταν ο Μιτεράν, ο Κολ, ο Μακρόν και οι υπόλοιποι ακροκεντρώοι ευρωπαϊστές: την στρατηγική αυτονομία από τις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες, παρά τις επίσημες κινήσεις φιλίας της Ουάσιγκτον μετά την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ το 2020, εξακολουθούν να βλέπουν την ΕΕ ως αντίπαλο μπλοκ που πρέπει να «περιοριστεί». Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς πως πρέπει να περιέχει η Συνθήκη Ειρήνης που, κάποια στιγμή, θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτό που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι η ασημαντότητα της ΕΕ κατά τη διάρκεια της διπλωματικής διαδικασίας που θα την φέρει.

Τρίτον, εξαϋλώθηκε κάθε ελπίδα μιας κοσμοπολίτικης, αντιρατσιστικής, ουμανιστικής ΕΕ. Θυμάστε την περιφρόνηση με την οποία το «πολιτισμένο» κατεστημένο της ΕΕ αντιμετώπιζε τις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις του Τραμπ στις οποίες ο Ντόναλντ ούρλιαζε «Χτίστε το Τείχος!»; Έκτοτε, η ΕΕ αποδείχθηκε πιο αποφασισμένη και περισσότερο ικανή να χτίζει Τείχη στα σύνορα της απ’ ότι ο Τραμπ: Στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στον μαροκινό θύλακα της Ισπανίας, στα ανατολικά σύνορα της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, στη μέση της ερήμου της Λιβύης, τώρα στην Τυνησία, η ΕΕ χρηματοδότησε την ανέγερση μισανθρωπικών εξαμβλωμάτων που κάνουν τον Τραμπ να λιώνει από τη ζήλια. Για να μην αναφερθώ καν στην εγκληματική συμπεριφορά του Λιμενικού των χωρών μας που, υπό την κάλυψη της Frontex, συμβάλουν με σχέδιο στον πνιγμό χιλιάδων ανθρώπων στη Μεσόγειο.

Μετά τις ευρωεκλογές του 2019, ο συστημικός Τύπος εξέφρασε την ανακούφισή του που η Ακροδεξιά δεν τα πήγε τόσο καλά όσο φοβόμασταν. Όμως ξέχασαν ότι, σε αντίθεση με τους φασίστες του Μεσοπολέμου, οι σύγχρονοι ακροδεξιοί δεν χρειάζονται να κερδίζουν εκλογές. Η μεγάλη τους δύναμη είναι ότι κερδίζουν την εξουσία, είτε κερδίζουν είτε χάνουν στις κάλπες, καθώς τα συστημικά κόμματα, κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, αγκαλιάζουν την ξενοφοβία-λάιτ, στη συνέχεια τον αυταρχισμό-λάιτ, τελικά τον ολοκληρωτισμό-λάιτ. Για να το θέσω διαφορετικά, η ορμπανοποίηση προχωράει ακάθεκτα στην ΕΕ καθώς και στις Βρυξέλλες, χωρίς ο πρώτος διδάξας Βίκτορ Όρμπαν, ο Ούγγρος πρωθυπουργός, να χρειάζεται να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι.

Αυτές δεν είναι οι σκέψεις ενός ευρωσκεπτικιστή που απορρίπτει την ιδέα της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας επειδή θεωρεί τη δημιουργίας Ευρωπαϊκού Δήμου. Είναι ο θρήνος ενός ευρωπαϊστή που πιστεύει ότι, ενώ είναι απολύτως δυνατή η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Δήμου, η ΕΕ έχει κινηθεί βίαια προς την αντίθετη κατεύθυνση όπου είναι αδύνατον να προκύψει Ευρωπαϊκός Δήμος. Ως απόρροια, τα τελευταία πέντε χρόνια παρακολουθούμε, ανήμποροι να παρέμβουμε, να εξελίσσονται παράλληλα η ταχεία οικονομική παρακμή της Ευρώπης και το αυξανόμενο δημοκρατικό και ηθικό κενό της.

Συνοψίζοντας, ναι, θα είμαι ξανά υποψήφιος με το ΜέΡΑ25 στις ευρωεκλογές – αυτή τη φορά όχι στη Γερμανία, όπως το 2019, αλλά στην Ελλάδα. Αυτή είναι η εύκολη απόφαση, καθώς έχει σημασία το πιο πάνω πολιτικό σκεπτικό να κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο και να βρει έκφραση στις κάλπες των ευρωεκλογών. Εκείνο που όμως βρίσκω πιο δύσκολο είναι να καταφέρω να με πείσω, πριν μπορέσω να πείσω οποιονδήποτε άλλον, ότι το όραμα μιας Δημοκρατικής Ευρώπης δεν έχει γίνει πλέον τόσο ουτοπικό που να είναι ανεπίστρεπτα δυστοπικό.

*Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο Project Syndicate

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα