Γιατί Μακρόν και γαλλικό Κέντρο ξέμειναν από καλές επιλογές

Διαβάζεται σε 7'
Εμανουέλ Μακρόν
Εμανουέλ Μακρόν (Ludovic Marin, Pool via AP)

Μετά από τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής χαλαρότητας λόγω πανδημίας, οι κανόνες της ευρωζώνης επανατίθενται σε ισχύ, απαιτώντας από το Παρίσι ένα κύμα αυστηρής λιτότητας που κανένα πολιτικό κόμμα, δεν μπορεί ή δεν θα ήθελε να εφαρμόσει.

ΑΘΗΝΑ – Το πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας αντικατοπτρίζει ένα οικονομικό αίνιγμα, άλυτο στο πλαίσιο του σημερινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Μετά από τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής χαλαρότητας λόγω πανδημίας, οι κανόνες της ευρωζώνης επανατίθενται σε ισχύ, απαιτώντας από το Παρίσι ένα κύμα αυστηρής λιτότητας που κανένα πολιτικό κόμμα, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, δεν μπορεί ή δεν θα ήθελε να εφαρμόσει. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Μακρόν προκήρυξε βουλευτικές εκλογές τις οποίες γνώριζε ότι θα έχανε.

Το ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη σιωπηρή υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα επιβάλει επώδυνη λιτότητα στη Γαλλία είναι αδιαμφισβήτητο για έναν πολύ απλό λόγο: Η Γερμανία κάνει ήδη το ίδιο, παρόλο που ο προϋπολογισμός και το χρέος της είναι πολύ μικρότερα από αυτά της Γαλλίας.

Εξαναγκασμένοι από την αυστηρή συμμόρφωση στο λεγόμενο φρένο χρέους από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο περιορίζει τα ετήσια ελλείμματα στο 0,35% του ΑΕΠ, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς και ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ έχουν θέσει τη Γερμανία σε μια σκληρή πορεία λιτότητας που πιθανότατα θα τερματίσει τις πολιτικές τους καριέρες. Το έκαναν για να εξαλείψουν ένα μέτριο έλλειμμα 2,5% του ΑΕΠ, σε μια εποχή που η χώρα τους χρειάζεται απεγνωσμένα μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές. Πώς να εξηγήσουν στα δικά τους κόμματα ότι θα ανεχθούν ένα γαλλικό έλλειμμα 5,5% το οποίο είναι μάλιστα και αυξανόμενο; Δεν μπορούν, γι’ αυτό και δεν θα το κάνουν.

Η Γαλλία μπορεί να αναμένει μια μορφή πίεσηςπου θυμίζει τις πρακτικές της δικής μας τρόικας:Αρνητικά σχόλια θα εκτοξεύονται από τις Βρυξέλλες, θα ενισχύονται από τα ΜΜΕ και, συνεπώς, θα αρχίσουν να ανησυχούν τους κατόχους γαλλικών ομολόγων. Το επιτόκιο που πρέπει να πληρώνει η Γαλλία για να μετακυλίει το δημόσιο χρέος της ύψους 3,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ θα αυξηθεί αργά, όπως και οι ανησυχίες για τον αν θα χρειαστεί βοήθεια από την ΕΚΤ. Ήδη, με ένα σχόλιο που ξεσήκωσε κύμα θυμού στη Γαλλία, ο Λίντνερ προειδοποίησε την ΕΚΤ να μην κάνει χρήση του πρόσφατα ανακοινωθέντος «εργαλείου προστασίας μετάδοσης» (TPI) για να διασώσει το γαλλικό κράτος. Είναι εξαιρετικά απίθανο ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών να μην… κατάλαβε ότι το σχόλιό του δεν ήταν παρά η αρχή μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

Το σχέδιο διάσωσης TPI ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ για να κατευνάσει τα μεταπανδημικά νεύρα σε όλη την ευρωζώνη. Είναι σχεδιασμένο να εφαρμόζεται σε χώρες, όπως η Γαλλία, με υπερβολικά ελλείμματα, αλλά μόνο αν αυτές αποδεχθούν τα μέτρα λιτότητας που υπαγορεύουν οι Βρυξέλλες. Αυτό που το καθιστά πολιτικά τοξικό στη Γαλλία είναι το γεγονός ότι, ακόμη και αν μια νέα κυβέρνηση συμφωνούσε με τη νέα προσπάθεια λιτότητας, δεν είναι βέβαιο ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Γαλλίας θα ακολουθούσε ομαλή πορεία επιστροφής στα όρια που ορίζει η ΕΕ. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε γαλλική κυβέρνηση συμμορφωθεί στα κελεύσματα λιτότητας των Βρυξελλών αντιμετωπίζει μια τρομερή προοπτική: πολιτικό χάος (δεδομένου ότι τα δύο τρίτα της Εθνοσυνέλευσης αντιτίθενται σθεναρά στη νέα λιτότητα) χωρίς καμία εγγύηση επιστροφής στη δημοσιονομική βιωσιμότητα (δεδομένου ότι η λιτότητα συμπιέζει την ανάπτυξη).

Τα πράγματα είχαν διαφανεί πολύ πριν από τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο. Το αποτέλεσμά τους έπεισε τον Μακρόν ότι μόνο δύο πολιτικοί δρόμοι συνάδουν με το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, το οποίο προσπάθησε προηγουμένως, αλλά απέτυχε, να αλλάξει. Ο ένας δρόμος θα ήταν να κάνει στην κύρια αντίπαλό του, τη Μαρίν Λεπέν, ό,τι έκαναν στον Αλέξη Τσίπρα εδώ στην Ελλάδα, το 2015: να της επιτρέψει να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία στη συνέχεια θα αναγκαζόταν να επιλέξει μεταξύ σύγκρουσης με την ΕΕ ή συναίνεσης – με τον Μακρόν να καθοδηγεί από το Προεδρικό Μέγαρο τη Λεπέν προς το δεύτερο.

Το δεύτερο μονοπάτι ήταν αυτό που επέλεξαν οι ψηφοφόροι: Ένα τετραπλά διαιρεμένο κοινοβούλιο που, υπό τις εκρηκτικές δημοσιονομικές πιέσεις, θα οδηγήσει τελικά σε έναν μεγάλο συνασπισμό που θα περιλαμβάνει το κόμμα του Μακρόν, τους Ρεπουμπλικάνους που έχουν απομείνει, και όποιον από τους κόλπους του αριστερού Νέου Λαϊκού Μετώπου είναι διατεθειμένος να αποστατήσει αφήνοντας εκτός την Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν Λικ Μελανσόν (Μια άλλη, χειρότερη, επιλογή για τον Μακρόν είναι κάποια τεχνοκρατική κυβέρνηση της οποίας ο προϋπολογισμός θα επιβάλλεται με προεδρικά διατάγματα).

Ακόμη και αν όλα αυτά ευοδωθούν για τον Μακρόν, θα του καταλογιστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει ηνέα λιτότητα. Επί πλέον, ηΛεπένκαιροφυλαχτεί να καταγγείλει τον Μακρόν ωςέναν βαθιά αντιδημοκρατικό Πρόεδρος που της έκλεψε τη νίκη στις βουλευτικές – μια καταγγελία που θα ενισχύσει τα μέγιστα την επόμενη εκστρατεία για την Προεδρία. Η επιτυχία, λοιπόν, του βέλτιστου σχεδίου του Μακρόν πολύ πιθανόν να μετατρέψει την εικόνα του από εκείνη του «σφαγέα των λαϊκιστών» σε εκείνη του αλαζόνα Προέδρου ο οποίος, με τον ερασιτεχνισμό του, άνοιξε το δρόμο στην ακροδεξιά να εισβάλει στο Ελιζέ.

Γιατί όμως οι ελίτ της Γαλλίας στερούνται επιλογών που να μην είναι καταστροφικές; Η απάντηση δόθηκε στις 23 Μαρτίου 1964 από τον ΚόρτΣμύκερ, υπουργό Οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας, στον Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, τον Γάλλο ομόλογό του, όταν ο τελευταίος πρότεινε την άμεση νομισματική ένωση Γαλλίας και Γερμανίας. Σοκαρισμένος, ο Σμύκερ προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Ντ’ Εστένότι, άθελά του, πρότεινε ένα κοινό νόμισμα το οποίο θα στερούσε στη Γαλλία την κυριαρχία της επί του γαλλικού κρατικού προϋπολογισμού. Είχε δίκιο. Γιατί νομίζετε ότι ποτέ δεν σκέφτηκαν οι Καναδοί ιθύνοντες να προχωρήσουν σε κοινό νόμισμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες – ή η Νέα Ζηλανδία με την Αυστραλία – παρά τους βαθύτατους οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς των δύο χωρών;

Όσο σκληρά και αν προσπαθούν οι ευρωπαϊκές ελίτ να αγνοήσουν αυτή την πραγματικότητα, δεν μπορούν. Μια νομισματική ένωση είναι βιώσιμη μόνο μεταξύ οικονομιών με παρόμοια εμπορικά ισοζύγια και παρόμοια επίπεδα έντασης χρήσης κεφαλαίου. Μια νομισματική ένωση μεταξύ της Γερμανίας και της Ολλανδίας θα ήταν βιώσιμη – αν και όχι απαραίτητα χρήσιμη – επειδή και οι δύο έχουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα και οικονομίες όπου η χρήση του κεφαλαίου είναι μεγάλη και ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλους τους τομείς. Η Γερμανία και η Γαλλία, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικές οικονομίες.

Τον περασμένο Μάιο, έναν τυπικό μήνα, το εμπορικό ισοζύγιο της Γαλλίας ήταν μείον 8 δισ. ευρώ, ενώ η Γερμανία είχε πλεόνασμα 25 δισ. ευρώ. Παρομοίως, ενώ η Γαλλία διαθέτει πολλές ιδιαίτερα προηγμένες βιομηχανίες, η οικονομία της παραμένει διαιρεμένη μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών, με τις τελευταίες να χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση εργασίας και πολύ χαμηλή ένταση κεφάλαιου.

Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους τέτοιες ανόμοιες οικονομίες μπορούν να παραμείνουν εντός μιας ενιαίας αγοράς. Ο πρώτος είναι μέσω μιας πραγματικής ομοσπονδίας που βασίζεται στην δημοσιονομική ένωση – κάτι που ο Μακρόν κάλεσε το Βερολίνο να αποδεχθούν, χωρίς αποτέλεσμα. Η δεύτερη επιλογή είναι μια σταδιακή υποτίμηση του νομίσματος της Γαλλίας – κάτι που ο Μακρόν και το υπόλοιπο πολιτικό κέντρο έχουν ορκιστεί να μην ακολουθήσουν (καθώς το ευρώ έχει γίνει τοτέμ). Έτσι μένει η τρίτη επιλογή: η μόνιμη, περιοδικά εντεινόμενη, λιτότητα, η οποία είναι η βασική αιτία του σημερινού πολιτικού αδιεξόδου.

Οποία ζοφερή η ειρωνεία ότι, αρνούμενος να διαπραγματευτεί μια ομοσπονδιακή λύση, χρησιμοποιώντας τη δεύτερη καλύτερη επιλογή της επιστροφής στο φράγκο ως το εφεδρικό του σχέδιο, ο Μακρόν έσπρωξε το πολιτικό κέντρο της Γαλλίας προς τη χείριστη επιλογή του: μια σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα η Λεπέν να κατακτήσει στο εγγύς μέλλον το Προεδρικό Μέγαρο.

*Το πιο πάνω άρθρο αποτελεί απόδοση της μηνιαίας στήλης του Γιάνη Βαρουφάκη στο ProjectSyndicate.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα