Γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής “σκότωσε” την ΕΡΕ

Γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής “σκότωσε” την ΕΡΕ

Ο μεγάλος ηγέτης δεν είχε ταμπού και η κοινωνία τον τίμησε για τη διορατικότητα και την τόλμη του

Κάτι περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες ο ελληνικός λαός δοκίμασε όλα τα πολιτικά σχήματα δίνοντάς τους την ευκαιρία να κυβερνήσουν προκειμένου να εφαρμόσουν τις προεκλογικές τους εξαγγελίες. Σε πολλές περιπτώσεις οι επιλογές του δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του. Παρ’ όλα αυτά έδινε σχεδόν πάντα μια δεύτερη ευκαιρία-με εξαίρεση τη διακυβέρνηση από τον Κ. Μητσοτάκη- ώστε να βεβαιωθεί ότι η μη εκπλήρωση των προεκλογικών υποσχέσεων δεν οφείλονταν σε σκοπιμότητες, αλλά σε αντικειμενικές δυσκολίες.

Κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό της μεταπολιτευτικής περιόδου, θα ήταν άδικο να μηδενιστούν οι προσπάθειες που έγιναν από το ’74 από όλο το πολιτικό φάσμα. Ασφαλώς και διαπράχθηκαν λάθη και επιλογές που διόγκωσαν τον δημόσιο τομέα σε βάρος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αναμφισβήτητα η αύξηση του δημόσιου χρέους οφείλεται στο σπάταλο κράτος και στη μείωση της ανταγωνιστικότητας στον ιδιωτικό τομέα. Όλα αυτά είναι γνωστά. Ωστόσο κανείς δεν πρέπει να αγνοεί ότι η Δημοκρατία θωρακίστηκε και στην ομαλή λειτουργία της οφείλεται η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας την πρώτη δεκαετία.

Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αποτιμήσει το έργο των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης και πολύ περισσότερο να επιρρίψει ευθύνες στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και στο ρόλο που διαδραμάτισε η Αριστερά ως αντιπολίτευση. Σκοπός του άρθρου είναι να επισημάνει ότι η χώρα έχει κυβερνηθεί από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά, από τη Νέα Δημοκρατία το ΠΑΣΟΚ και σήμερα από το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ποτέ δεν κυβερνήθηκε από ένα αμιγές κεντρώο κόμμα. Η συμμετοχή κεντρώων στελεχών προφανώς και οδήγησε σε μετριοπαθέστερες θέσεις, διευρύνοντας το παραδοσιακό ακροατήριο της Δεξιάς και της Αριστεράς-εξ ου κεντροδεξιά και κεντροαριστερά- αλλά δεν κατάφερε να αλλάξει τις κεντρικές κυβερνητικές επιλογές και κατευθύνσεις.

Εδώ και δεκαέξι μήνες η χώρα έχει αριστερή κυβέρνηση, που μπορεί να μην έχει σχέση-επί του παρόντος- με τη “φωτισμένη” Αριστερά του Κύρκου, αλλά δείχνει έτοιμη να απομακρυνθεί από τη σκληρή ριζοσπαστική ρητορεία του αντιμνημονιακού παρελθόντος της- αποκηρύσσοντας ακόμα και θέσεις που την είχαν καταστήσει δημοφιλή στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και αρεστή σ’ ένα κομμάτι της Δεξιάς- προκειμένου να έρθει πλησιέστερα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δοκιμάζεται, εφαρμόζοντας μάλιστα το δικό της “ιδιόκτητο” Μνημόνιο. Θα κριθεί κι αυτή όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτή ίσως αυστηρότερα αφού όταν φθάσει το πλήρωμα του χρόνου-σε μερικούς μήνες ή σε ένα χρόνο από τώρα- το εκλογικό σώμα έχοντας απομυθοποιήσει το ιστορικό αφήγημα της Αριστεράς θα την κατατάξει στην ίδια κατηγορία με τους άλλους.

Μέχρι τότε όμως η Νέα Δημοκρατία καλείται να καλύψει ιδεολογικά και πολιτικά τον ενδιάμεσο χώρο, παρουσιάζοντας κάτι διαφορετικό από αυτό που σήμερα εκπέμπει ως μήνυμα προς τη κοινωνία και εκείνη δεν επιθυμεί να ακούσει. Ο κόσμος θέλει να ακούσει κάτι άλλο και γι αυτό αναζητά μια καινούρια ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Πέρα από την πεπατημένη των περικοπών και των φόρων, που θα μειώνει δραστικά το κράτος και θα απλοποιεί τη λειτουργική του σχέση με τους πολίτες, ενώ ταυτόχρονα θα διευκολύνει την επιχειρηματικότητα με μια δέσμη μέτρων που θα στοχεύουν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να αντικρύσει τη σκληρή πραγματικότητα και να δει κατάματα την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν αρέσει γι αυτό που ήταν και γι αυτό που συνεχίζει να είναι.

Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο ριζοσπαστικό κέντρο που θα προχωρήσει σε βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις που δεν θα επιβάλλονται ως “τιμωρία”, αλλά θα έχουν την αποδοχή της κοινωνίας και θα προστατεύουν τους πραγματικά φτωχούς και αδύναμους. Αν αυτό γίνει κατανοητό από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, αν δηλαδή αυτό που χρειάζεται η χώρα συνδυασθεί μ’ αυτό που χρειάζεται η μεγάλη αστική παράταξη, τότε θα αρχίσουν να ωριμάζουν οι συνθήκες και να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας μεγάλης παράταξης που θα συνενώσει πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις από όλο το φάσμα του πολιτικού χάρτη- εκτός των άκρων- με σκοπό ένα νέο πλειοψηφικό ρεύμα.

Εν κατακλείδι, η Νέα Δημοκρατία για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αναποφάσιστων ψηφοφόρων δεν αρκεί να περιμένει την πτώση της κυβέρνησης προκειμένου να επιστρέψει για να εφαρμόσει τα ίδια ή παρόμοια μέτρα με διαφορετικό περίβλημα. Η Νέα Δημοκρατία αντί να επικαλείται τον ιδρυτή της οφείλει να διδαχθεί από αυτόν. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν χρειάστηκε, δεν δίστασε να “σκοτώσει” την ΕΡΕ και στη θέση της να ιδρύσει τη Νέα Δημοκρατία. Ο μεγάλος ηγέτης δεν είχε ταμπού και η κοινωνία τον τίμησε για τη διορατικότητα και την τόλμη του.

* O Χάρης Παυλίδης είναι δημοσιογράφος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα