Γιατί ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τη γραμμή Σημίτη
Aν η συζήτηση για το Ελσίνκι γινόταν μόνο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, το κακό δεν θα ήταν μεγάλο. Όταν όμως παρουσιάζεται ως καλό παράδειγμα διαχείρισης των ελληνοτουρκικών, τότε οι παγίδες είναι μπροστά μας.
- 06 Απριλίου 2021 06:02
Η φράση του Ουίνστον Τσόρτσιλ για τον Χριστόφορο Κολόμβο ότι «όταν ξεκίνησε, δεν ήξερε που πήγαινε και όταν έφτασε, δεν ήξερε πού βρισκόταν» ταιριάζει «γάντι» στον Κώστα Σημίτη. Η τελευταία του προσπάθεια να εμφανίσει ως επιτυχία τις επιλογές του στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, που «νομιμοποίησαν» την όρεξη των Τούρκων για περισσότερες και προκλητικότερες διεκδικήσεις στο Αιγαίο, προκαλεί οργή!
Και αυτό γιατί ο πρωθυπουργός της τραγωδίας της νύχτας των Ιμίων και της απάνθρωπης παράδοσης του Οτσαλάν στους Τούρκους, με άρθρο του, δεν προσπαθεί απλώς να διασώσει την ήδη τραυματισμένη υστεροφημία του, αλλά επιχειρεί τρία πράγματα:
Πρώτον να πείσει ότι οι εθνικώς άκρως επικίνδυνοι -κατ’ επιεική μάλιστα εκδοχή- χειρισμοί του στο Ελσίνκι και στη Μαδρίτη ήταν μια.., «επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε».
Δεύτερον, επιχειρεί να ρίξει τις ιστορικές ευθύνες του για τις σημερινή κρίση με την Τουρκία στον… Κώστα Καραμανλή, και
Τρίτον να πείσει τη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι πρέπει να συνεχίσει στην εθνικώς άκρως επικίνδυνη για τη χώρα γραμμή που χάραξε όταν ήταν πρωθυπουργός.
Γιατί όμως η πολιτική του κ. Σημίτη ήταν εθνικώς άκρως επικίνδυνη;
Ο πρωθυπουργός των Ιμίων και του γκριζαρίσματος περιοχών του Αιγαίου, ήταν ο πρώτος Έλληνας ηγέτης που αναγνώρισε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, το 1997, «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, «τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της»!
Αυτά περιλαμβάνονται στο «Κοινό Ανακοινωθέν» ή «Κείμενο Αρχών», το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ του Κώστα Σημίτη και του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Σαν να μην έφθανε αυτό, ο κ. Σημίτης δύο χρόνια αργότερα, το 1999, στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, εγκατέλειψε την μέχρι τότε πάγια εθνική θέση ότι με την Τουρκία αναγνωρίζουμε μια και μόνη διαφορά: Την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και όπως ήταν φυσικό η Τουρκία έσπευσε να εκμεταλλευτεί το απρόσμενο «δώρο» του κ. Σημίτη και να επιβάλει την «θεωρία» περί, δήθεν, «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, αρχής γενομένης από την ευθεία αμφισβήτηση της Εθνικής μας Κυριαρχίας σε συγκεκριμένα νησιά ή βραχονησίδες, όπως π.χ. στα Ίμια.
Πάνω σε αυτή την «αναθεωρητική πλατφόρμα», η Τουρκία επρόκειτο στην συνέχεια να «χτίσει» και το «γραφικό» πλην όμως εξαιρετικά επικίνδυνο «δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας».
Βέβαια μετά το 2004 και ως σήμερα, ξεκάθαρη υπήρξε, πάντοτε, η απάντηση της Ελλάδας προς την Τουρκία: Ουδένα ζήτημα αναθεώρησης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 υφίσταται, συνακόλουθα δεν υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο.
Δυστυχώς όμως η ζημιά είχε γίνει..!
Όσο για το θέμα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στο οποίο αναφέρεται ο κ. Σημίτης, καλύτερη απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει από την τοποθέτηση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου -στο άρθρο του για τις «διερευνητικές επαφές», στις 12 Φεβρουαρίου 2021- ο οποίος αναφερόμενος στην προκλητική υποχώρηση της Τουρκίας, όταν ετέθη το ζήτημα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, λίγο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, είπε ότι:
«Το 1975 συμφωνήθηκε μεταξύ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ ότι η μία, και μόνη, διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ήτοι η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας, έπρεπε ν’ αχθεί προς επίλυση ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Μετά την κατάθεση της προσφυγής, και μπροστά στην εμφανή προοπτική δικαίωσης των θέσεων της Ελλάδας κατά το Διεθνές Δίκαιο, η Τουρκία υπαναχώρησε προκλητικώς. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν προχώρησε στην ουσία της εκδίκασης της υπόθεσης, πλην όμως η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επικαλείται, ως νομολογιακό προηγούμενο υπέρ αυτής, τουλάχιστον το σκεπτικό αρ. 29 της Διάταξης (Ordonnance) του Δικαστηρίου τούτου της 11ης Σεπτεμβρίου 1976, σύμφωνα με το οποίο: «Είναι προφανές ότι μονομερείς παραχωρήσεις από ένα κράτος ή έρευνες που γίνονται μονομερώς από το κράτος αυτό σε αμφισβητούμενες περιοχές, δεν δημιουργούν κανένα νέο δικαίωμα υπέρ αυτού ούτε στερούν το άλλο κράτος από τα κατά το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματά του».
Αυτή είναι λοιπόν η πολιτική Σημίτη στα Ελληνοτουρκικά. Και αν μεν η συζήτηση γινόταν μόνο σε θεωρητικό ακαδημαϊκό επίπεδο, για την υστεροφημία του κ. Σημίτη, το κακό δεν θα ήταν μεγάλο. Όμως ο κ. Σημίτης, για να δικαιωθεί, προσπαθεί να επιβάλλει το λάθος του ως σωστό, στην σημερινή κυβέρνηση.
Και μια και ξεκινήσαμε με Τσώρτσιλ να κλείσουμε με μια ακόμα φράση του αείμνηστου βρετανού πρωθυπουργού, που και αυτή ταιριάζει «γάντι» στον κ. Σημίτη: Επιτυχία είναι να προχωράς από αποτυχία σε αποτυχία, χωρίς να χάνεις τον ενθουσιασμό σου.