Ο Μητσοτάκης ξορκίζει τώρα τους ακραίους, αλλά χωρίς αυτούς η ΝΔ θα πάει για βρούβες
Ο Γιώργος Καρελιάς σχολιάζει την αλλαγή στάσης του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ζήτημα των "ακραίων" του κόμματός του και κάνει αναδρομή στο όχι μακρινό παρελθόν.
- 14 Φεβρουαρίου 2021 07:08
Οι αρχηγοί των κομμάτων όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση είτε ανέχονται τους «ακραίους» είτε λένε και οι ίδιοι «ακραία» πράγματα. Και όταν αυτά τα «ακραία» τους οδηγούν στην εξουσία, έρχεται κάποια στιγμή που τα αποδοκιμάζουν, γιατί δεν τους εξυπηρετούν πλέον.
Ας γίνουμε σαφείς. Προχτές ο πρωθυπουργός πήρε μέρος σε μια διεθνή συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας αποδοκίμασε τις «ακραίες» φωνές, που «οδηγούν νομοτελειακά σε καταστάσεις που δεν είναι προς όφελος των εθνικών συμφερόντων». Και πρόσθεσε: «Να μην παθιαζόμαστε από συναισθηματικές αντιδράσεις, οι οποίες ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής κατά κανόνα δεν οδηγούν σε καλό».
Οι αναφορές αυτές του Κυριάκου Μητσοτάκη ερμηνεύθηκαν ως αποδοκιμασία του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρόσφατα τάχτηκε τόσο εναντίον των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία όσο και του ενδεχομένου προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αν νυν πρωθυπουργός «φωτογράφισε» τον πρώην, έχει δίκιο. Πράγματι, οι θέσεις αυτές του κ. Σαμαρά είναι ακραίες, αφού έρχονται σε αντίθεση με την πάγια εξωτερική πολιτική της χώρας, την οποία ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης.
Όμως, υπάρχει ένα διπλό ερώτημα. Πρώτον, πόσο «νομιμοποιείται» ο κ. Μητσοτάκης να αποδοκιμάζει τα «ακραίες» θέσεις; Και, δεύτερον, είναι ειλικρινής αυτή η αποδοκιμασία ή μήπως είναι ευκαιριακή, αφού είναι γνωστό ότι ακραίες φωνές υπάρχουν και στην κυβέρνησή του και στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ και στους ψηφοφόρους της;
Απάντηση στο πρώτο ερώτημα: στο πρόσφατο παρελθόν ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο δεν αποδοκίμασε ακραίες φωνές από το κόμμα του, αλλά τις εκμεταλλεύθηκε για να προσελκύσει και ακραίους ψηφοφόρους, προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία. Το παράδειγμα της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι το πιο χαρακτηριστικό. Ο ίδιος, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, μπορεί να μην χρησιμοποίησε ακραία λόγια, ωστόσο χαρακτήρισε τη Συμφωνία «εθνικά επιζήμια» και υποσχέθηκε ότι θα θέσει βέτο στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Φυσικά, επρόκειτο για έπεα πτερόεντα, που αποσκοπούσαν στην ψηφοθηρία. Γι’ αυτό και πλήθος στελεχών της ΝΔ πήρε μέρος στα συλλαλητήρια και ορισμένοι καταφέρονταν εναντίον της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με ακραίες εκφράσεις. Σήμερα τα έχουν ξεχάσει όλα και εφαρμόζουν πλήρως την «επιζήμια»(όπως έλεγαν τότε) Συμφωνία.
Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα: δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος σήμερα σε «ακραίες φωνές», εννοεί τον κ. Σαμαρά. Όμως, ο ίδιος γνωρίζει ότι, χωρίς την υποστήριξη των «ακραίων»(του Σαμαρά, του Αδωνι Γεωργιάδη κ.α), δεν θα εκλεγόταν αρχηγός της ΝΔ το 2016 και σήμερα δεν θα ήταν πρωθυπουργός. Πολύ περισσότερο γνωρίζει ότι χωρίς τους «ακραίους» ψηφοφόρους η ΝΔ δεν είναι κόμμα εξουσίας. Η πολυχρησιμοποιημένη καραμέλα περί «κεντροδεξιάς» δεν έχει πραγματικό αντίκρυσμα. Μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων της ΝΔ ανήκει στο δεξιό άκρο του φάσματος.
Συμπέρασμα: μπορεί σήμερα οι «ακραίες» φωνές να μην βολεύουν τον κ. Μητσοτάκη, αλλά στο παρελθόν μια χαρά τις χρησιμοποίησε, για να κατακτήσει την εξουσία. Και είναι πολύ αμφίβολο αν στο άμεσο μέλλον θα επιχειρήσει να κάνει στα εθνικά θέματα κάτι που θα τον φέρει αντιμέτωπο με το κομμάτι των ψηφοφόρων που εκφράζεται από τις «ακραίες» φωνές.
Επομένως, όσα λέει σήμερα εναντίον των «ακραίων» είναι μεν σωστά, αλλά θυμίζουν όσα-αντίθετα-έκανε στο πρόσφατο παρελθόν. Κάλλιστα θα μπορούσε να τον χαρακτηρίζει αυτή η ατάκα του παλιού γκουρού της επικοινωνίας Μάρσαλ Μακ Λούαν: «Δεν συμφωνώ απαραίτητα με ό,τι λέω».