Ο Βαρουφάκης γράφει γράμματα “πετώντας” στο 2015, ο Τσίπρας έχει “προσγειωθεί”
Ο Γιώργος Καρελιάς αναλύει τα μηνύματα που έστειλε ο Γιάνης Βαρουφάκης στον Αλέξη Τσίπρα, μέσω της επιστολής που δημοσίευσε αποκλειστικά το NEWS 24/7. Γιατί η "αριστερή συνεργασία", μοιάζει αυταπάτη.
- 27 Σεπτεμβρίου 2021 08:13
Το 2015 ήταν έτος θριάμβου και τραγωδίας μαζί για την ελληνική Αριστερά, τουλάχιστον για το κομμάτι εκείνο (ΣΥΡΙΖΑ), στο οποίοι οι ψηφοφόροι έδωσαν την εκλογική νίκη και του ανέθεσαν τη διακυβέρνηση, θυμωμένοι από όσα είχαν προηγηθεί (χρεοκοπία, Μνημόνια) με τα άλλα δύο έως τότε κόμμα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Οι νέοι διαχειριστές της εξουσίας, δεν είχαν ιδέα από διαχείριση και πολιτικά πετούσαν στα σύννεφα. Απόδειξη εκείνα τα «go back, κυρία Μέρκελ» και τα συναφή, τα οποία εκ των υστέρων ο Τσίπρας χαρακτήρισε «αυταπάτες». Το πρώτο εξάμηνο μετά την πρώτη εκλογική νίκη ήταν εφιαλτικό. Η χώρα βρέθηκε με το ένα πόδι εκτός ευρωζώνης.
Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ, ένα ετερόκλητο τσούρμο (και μόνο η συνύπαρξη με πρόσωπα όπως ο Πάνος Καμένος και η Ζωή Κωνσταντοπούλου αποδεικνύει το γελοίον του πράγματος) που επιχειρούσε να ισορροπήσει μεταξύ «ανυπακοής» και «ρεαλισμού», ήταν αδύνατο να συνεχίσουν για πολύ έτσι. Γι’αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας με όσους νουνεχείς υπήρχαν γύρω του οδηγήθηκαν σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό (αλλιώς «κωλοτούμπα») υπογράφοντας το τρίτο Μνημόνιο. Εντίμως φερόμενος, ο Τσίπρας κατέφυγε στο εκλογικό σώμα, το οποίο συμπεριφέρθηκε αλλοπρόσαλλα. Από τη μια έδωσε το συντριπτικό «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου και από την άλλη έδωσε ξανά την νίκη στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, αφού εν τω μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διασπαστεί και ο Τσίπρας είχε «παραβιάσει» την «εντολή» του δημοψηφίσματος.
Ποιο συμπέρασμα βγαίνει από όλα αυτά; Οτι η πλειονότητα του εκλογικού σώματος ήθελε και «ανυπακοή» και «ρεαλισμό». Και πάνω απ’ όλα ότι ήταν τόσο ισχυρή η απώθηση που προκαλούσαν ακόμα η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ώστε προτιμούσε να τον κυβερνήσει ακόμα και ένας μνημονιακός Τσίπρας. Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά.
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Για δύο λόγους. Πρώτον διότι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, στριμωγμένοι εδώ και δύο χρόνια, προβάλλουν τώρα ως εναλλακτική για τις επόμενες εκλογές την «κυβέρνηση των προοδευτικών δυνάμεων». Και, δεύτερον, διότι έξυσε πληγές ο Γιάνης Βαρουφάκης με το άρθρο του στο News 24/7, με το οποίο θεωρεί «προδοσία» εκ μέρους του Τσίπρα τον «συμβιβασμό» του 2015 και αποκλείει κάθε συζήτηση περί μελλοντικής συνεργασίας.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
- Ο Βαρουφάκης έχει δίκιο στην κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα προσωπικά για όσα έλεγαν το πρώτο εξάμηνο του 2015. Αλλωστε, μέχρι εκείνο το καλοκαίρι όλοι μαζί πετούσαν στα σύννεφα. Εκτός κι αν ο Βαρουφάκης δεν πετούσε, αλλά πίστευε πραγματικά ότι η Γερμανία και οι λοιποί Βορειοευρωπαίοι θα υπέκυπταν στον ελληνικό εκβιασμό, θα έκαναν τα χατίρια της νέας κυβέρνησης και η πρώτη αριστερή κυβέρνηση θα πορευόταν από θρίαμβο σε θρίαμβο.
- Ο Τσίπρας υποχρεώθηκε σε οδυνηρό συμβιβασμό(τρίτο Μνημόνιο), γεγονός που τον απέκοψε από ένα μικρό μεν, αλλά υπολογίσιμο κομμάτι του(«ανυπάκουου», αριστερού κτλ) εκλογικού σώματος. Ταυτόχρονα, η συνεργασία του με τον τυχοδιώκτη Καμένο προκάλεσε απέχθεια σε ένα άλλο κομμάτι ψηφοφόρων στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ (κεντροαριστεροί, πρώην του ΠΑΣΟΚ), οι οποίοι στις τελευταίες εκλογές έφτασαν στην κάλπη της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ του Καμένου ήταν καταστροφική και η υπουργοποίηση του Βαρουφάκη λάθος.
- Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει διπλό πρόβλημα και από τα αριστερά και από τα δεξιά του. Φαίνεται ότι ο Τσίπρας έχει αποφασίσει να παίξει φουλ το «κεντρώο» χαρτί, γνωρίζοντας ότι, χωρίς αυτήν την κατηγορία των ψηφοφόρων, η εκλογική νίκη είναι αδύνατη. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και στα αριστερά του εκλογικό κομμάτι, το οποίο χρειάζεται για τον ίδιο σκοπό. Η ισορροπία είναι δύσκολη. Το ίδιο πρόβλημα έχει και ο Μητσοτάκης. Από τη μια εκμεταλλεύεται το προσωπείο του «κεντρώου» και από την άλλη κλείνει το μάτι στην ακροδεξιά με τη χρησιμοποίηση πρώην «αστέρων» αυτού του χώρου. Η τακτική αυτή απέδωσε εκλογικά του 2019 και φαίνεται ότι αποδίδει ακόμα, παρά τα(πούρα) δεξιά καμπανάκια που τον προειδοποιούν, όπως αυτό που χτύπησε ο Αντώνης Σαμαράς.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο στόχος του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα να πείσουν για την αναγκαιότητα μιας κυβέρνησης «προοδευτικών δυνάμεων» είναι δυσκολότερος από αυτόν του Μητσοτάκη, ο οποίος θα «απαιτήσει» από το εκλογικό σώμα αυτοδυναμία, θυμίζοντας το εξάμηνο της συνεργασίας Τσίπρα-Βαρουφάκη. Όμως, ο Μητσοτάκης έχει και ένα μειονέκτημα: είναι στην κυβέρνηση και υπόκειται στο νόμο της φθοράς.
Όταν θα έρθει η ώρα τη κάλπης, είναι αμφίβολο αν θα εξακολουθούν να υπάρχουν ψηφοφόροι που θα θυμούνται το 2015(το 2019 πολλοί είχαν «ξεχάσει» ότι η ΝΔ των προκατόχων του Μητσοτάκη οδήγησε στη χρεοκοπία του 2009).
Ο Βαρουφάκης, γράφοντας τέτοιες επιστολές προς τον «αγαπητό Αλέξη», επιδιώκει να επανεκλεγεί στην επόμενη Βουλή, μπετονάροντας το 3,44% που είχε πάρει το 2019 και αποκλείοντας κάθε πιθανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τις εκλογές. Και αυτό ισχυροποιεί το επιχείρημα όσων πιστεύουν ότι η επαγγελία(και προδοκία) για κυβέρνηση «συνεργασίας προοδευτικών δυνάμεων» είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα, αν δεν είναι αυταπάτη. Και αν υπάρχει έστω κάποια τέτοια πιθανότητα, η μόνη κυβερνητική συνεργασία που μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ και το κόμμα Βαρουφάκη, αν εκπροσωπηθεί στην επόμενη Βουλή, δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστο συνεταίρο-δεν θα θέλουν κιόλας.
Πάντως, την όποια συνεργασία μπορεί να την επιβάλει μόνο το εκλογικό σώμα. Και θα είναι εφικτή μόνο αν δεν είναι πρώτο κόμμα η ΝΔ. Όλα τα άλλα-οι επιστολές Βαρουφάκη και οι θολές αναζητήσεις του ΣΥΡΙΖΑ- ελάχιστη σημασία(θα) έχουν. Η εκλογική πρωτιά θα καθορίσει τα πάντα.