Τι (δεν) υπολογίζει ο “σίγουρος” Μητσοτάκης, πού (δεν) έχει πλεονέκτημα ο “ανυπόμονος” Τσίπρας…
Μπορεί ο Μητσοτάκης να νικάει στα 100, στα 200, στα 400, άντε και στα 1500 μέτρα, αλλά να δούμε τι θα γίνεται όταν φτάσει στα 10.000 ή και στον μαραθώνιο. Γράφει ο Γιώργος Καρελιάς.
- 26 Οκτωβρίου 2020 06:21
Κάθε φορά που δημοσιεύεται μια δημοσκόπηση, η οποία δείχνει «απόλυτη κυριαρχία» του Κυριάκου Μητσοτάκη και διαφορές 15-20 μονάδων της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρούμε δύο αντιδράσεις.
Πρώτον, οι της ΝΔ, πανηγυρίζοντες ή μη, εμφανίζονται σίγουροι ότι το παιχνίδι έχει ήδη κριθεί, αφού «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί» και «η ΝΔ δεν έχει αντίπαλο». Μάλιστα, ορισμένοι υιοθετούν και το βορίδειον δόγμα «ποτέ πια Αριστερά».
Δεύτερον, οι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν έτοιμη τη δικαιολογία γι’ αυτήν την εικόνα: Φταίνε τα «εξαγορασμένα»(από τη «λίστα Πέτσα» και γενικώς) μέσα ενημέρωσης.
Και οι δύο είναι μακριά νυχτωμένοι. Ας τα δούμε αναλυτικά. Πρώτα- πρώτα το φαινόμενο ένα νεοεκλεγμένο στην κυβέρνηση κόμμα να τα πηγαίνει καλά μετά από ένα χρόνο διακυβέρνησης κι ας έχει αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις(όπως συμβαίνει σήμερα με τη ΝΔ), δεν είναι ασύνηθες. Θυμίζω απλώς ότι το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, μετά τη νίκη του Οκτωβρίου του 2009, βρέθηκε στη δίνη της χρεοκοπίας και του πρώτου Μνημονίου και παρόλα αυτά νίκησε στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2010. Κέρδισε εφτά Περιφέρειες έναντι τριών της ΝΔ και τους Δήμους Αθηναίων και Θεσσαλονίκης. Ένα χρόνο αργότερα, το Νοέμβριο του 2011, κατέρρευσε.
Κατά δεύτερον, το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι για τη δημοσκοπική και πολιτική άνοιξη, που περνάει η ΝΔ του νεότερου Μητσοτάκη, φταίνε τα «εξαγορασμένα ΜΜΕ» είναι μόνο εν μέρει ισχυρό. Οχι ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει μιντιακή ασυλία, αυτή είναι φως φανάρι. Θυμίζω, όμως και το αντίστροφο, αυτό που συνέβαινε το 2015. Όλα τα «μεγάλα» ΜΜΕ πολεμούσαν τότε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να κερδίσει και το δημοψήφισμα και τις δεύτερες εκλογές του Σεπτέμβρίου. Δεν φταίνε, λοιπόν, μόνο τα ΜΜΕ, κάτι δεν έκανε καλά και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και δεν κάνει ούτε σήμερα ως αντιπολίτευση.
Πάμε παρακάτω. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη μη μνημονιακή μετά από δέκα χρόνια. Μέχρι στιγμής δεν έχει εφαρμόσει ούτε ένα δυσάρεστο μέτρο. Αντίθετα, μοιράζει επιδόματα και ενισχύσεις για την πανδημία, δίνει αναδρομικά στους συνταξιούχους και-το κυριότερο-έχει και το «μαξιλάρι» των πολλών δισεκατομμυρίων, που άφησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο σκληρό μέτρο, που θα ψηφιστεί οσονούπω, είναι ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, με τον οποίο θα κλάψουνε μανούλες(όσοι χρωστάνε και θα χάσουν τα σπίτια τους). Αλλά δεν είναι οριζόντιο μέτρο, όπως οι περικοπές μισθών και συντάξεων από το 2010 έως το 2012, αφορά μερικές χιλιάδες δανειολήπτες. Επιπλέον, δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί, για να δούμε και την επίπτωσή του στο γενικότερο πολιτικό κλίμα. Όπως δεν έχουμε ακόμα δει τη επίπτωση άλλων μέτρων, όπως το οκτάωρο που γίνεται λάστιχο, η κατάργηση των υπερωριών και των αποζημιώσεων απόλυσης.
Πέραν αυτών, τα δύο σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη (πανδημία και ελληνοτουρκικά) δεν την πλήττουν, διότι το εκλογικό σώμα δεν της καταλογίζει κάποια ευθύνη. Οι επιπτώσεις της πανδημίας είναι ακόμα ελεγχόμενες, αφού ο αριθμός των θανάτων είναι μικρός και οι ΜΕΘ δεν έχουν γεμίσει. Στα δε ελληνοτουρκικά η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι και η σημερινή κυβέρνηση κάνει ό,τι και οι προηγούμενες( «μάχες» στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μεγαλύτερο δέσιμο με το αμερικανικό άρμα), για να τιθασεύσει τον αχαλίνωτο Ερντογάν. Μάλιστα, αν δεχθεί κάποιο πλήγμα, αυτό θα είναι από υπερπατριωτική σκοπιά, δηλαδή από τα δεξιά της ΝΔ. Με απλά λόγια είναι πιο εύκολο να χάσει η ΝΔ ψήφους προς το κόμμα του Βελόπουλου παρά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ για «πατριωτικούς» λόγους.
Σε μη κανονικούς καιρούς, όπως οι σημερινοί με την πανδημία και τον κραυγάζοντα Ερντογάν, ευνοούνται οι κυβερνήσεις, εφόσον δεν χαθεί ο έλεγχος ή δεν συμβεί κάτι ακραίο, για παράδειγμα μια πολεμική περιπέτεια. Όταν αυτά εκλείψουν ή υποχωρήσουν και η επικαιρότητα δεν θα είναι μονοθεματική ή διθεματική (σήμερα όλα τα άλλα θάβονται ή χάνονται) και αυτό θα συμβεί κάποια στιγμή, τότε θα φανούν οι επιπτώσεις τους στην οικονομία και στη καθημερινότητα των πολιτών.
Αυτό σημαίνει ότι όσο η αντιπολίτευση-και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ- προσπαθεί να πλήξει την κυβέρνηση πότε στο πεδίο της πανδημίας και πότε στα ελληνοτουρκικά(πχ με τα 12 μίλια), δεν έχει πολλές ελπίδες να δει τους συσχετισμούς να αλλάζουν. Αντίθετα, μόλις στο προσκήνιο έρθουν τα κοινωνικά προβλήματα( ανεργία, μείωση εισοδημάτων, πλειστηριασμοί) και τα επιδόματα δεν θα αρκούν, τότε η άνοιξη, που περνάει σήμερα η κυβέρνηση, θα γίνει φθινόπωρο και σιγά-σιγά θα χειμωνιάσει κιόλας.
Την περίοδο 2012-2015, όταν φαινόταν ότι θα ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, οι αντίπαλοί του (η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου) πόνταραν στη γρήγορη «αριστερή παρένθεση». Διαψεύστηκαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε μια πλήρη τετραετία. Δεν ξέρω αν σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα εξακολουθεί να ποντάρει σε μια «δεξιά παρένθεση» (στην αρχή πόνταρε), αλλά αυτό θα φανεί πολύ αργότερα.
Εν κατακλείδι: τόσο η «σιγουριά», από τη οποία διακατέχονται ο Μητσοτάκη και οι συν αυτώ, όσο και η «ανυπομονησία» του Τσίπρα και των δικών είναι κακοί σύμβουλοι. Η διακυβέρνηση είναι αγώνας αντοχής και όχι σπριντ. Μπορεί ο Μητσοτάκης να νικάει στα 100, στα 200, στα 400, άντε και στα 1500 μέτρα, αλλά να δούμε τι θα γίνεται όταν φτάσει στα 10.000 ή και στον μαραθώνιο. Το λέει πολύ καλά η γνωστή παροιμία: «Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό».
Στον αντίποδα, ο Τσίπρας δεν έχει λόγο να βιάζεται. Βιαζόταν και το 2014-2015 και δεν είχε καλή κατάληξη. Γιατί; Ίσως το εξηγεί αυτή η ρήση του παλιού Γάλλου πολιτικού Ζορζ Κλεμανσό: «Δεν υπάρχουν επείγοντα θέματα. Υπάρχουν επειγόμενοι άνθρωποι».
ΥΓ: Είχα ολοκληρώσει αυτό το άρθρο, όταν τελείωνε στη Βουλή η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τον υπουργό Οικονομικών για το νέο Πτωχευτικό Κώδικα. Είναι η πρώτη φορά μετά τις εκλογές που ο πρωθυπουργός στριμώχτηκε. Τα βρήκε μπαστούνια ο κ. Μητσοτάκης εκεί που θα μπορούσε να τα βρει. Σε ένα συγκεκριμένο θέμα, που αφορά την κατοικία χιλιάδων ανθρώπων. Σ’ αυτό-και στα συναφή, όπως η ισοπέδωση των εργατικών δικαιωμάτων και η απειλή συρρίκνωσης της μικρής επιχειρηματικότητας- ο κ. Τσίπρας και η κυρία Γεννηματά ήταν εύστοχοι στην κριτική τους. Το παράδειγμα δείχνει ότι αυτό είναι το προνομιακό πεδίο για αντιπολίτευση. Και μόλις η πανδημία φύγει από την πρώτη θέση της ειδησεογραφίας, αυτό θα είναι το πεδίο που θα σπάσει τη σημερινή κυριαρχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Γιατί τότε το μιντιακό της ιμπέριουμ δεν θα αρκεί και οι δημοσκόποι θα αρχίσουν να βρίσκουν και άλλα ευρήματα και θα αρχίσουν να τους ζώνουν τα φίδια.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr