Η απατηλή βεβαιότητα της τεστοστερόνης

Διαβάζεται σε 4'
Η Αλγερινή μποξέρ Ιμάν Κελίφ
Η Αλγερινή μποξέρ Ιμάν Κελίφ 2024 John Locher/AP Photo

Η επιστήμη καταδεικνύει ότι η αθλητική απόδοση είναι προϊόν πολλών παραγόντων και η απομόνωση της τεστοστερόνης ως καθοριστικού παράγοντα είναι μια απλοϊκή και επιστημονικά αβάσιμη προσέγγιση.

Η πεποίθηση ότι η τεστοστερόνη είναι ο βασικός παράγοντας υπεροχής στον πρωταθλητισμό έχει καταρριφθεί εδώ και καιρό, όμως συνεχίζει να επηρεάζει τόσο τους κανονισμούς των αθλητικών ομοσπονδιών όσο και την κοινή γνώμη. Οι διαμάχες που αφορούν την επιλεξιμότητα αθλητριών, όπως η Caster Semenya και η Imane Khelif, τονίζουν την ανάγκη επανεξέτασης αυτής της ξεπερασμένης αντίληψης.

Μια λεπτομερής εξέταση της τρέχουσας επιστημονικής βιβλιογραφίας αποκαλύπτει ότι η σχέση μεταξύ τεστοστερόνης και αθλητικής απόδοσης είναι περίπλοκη και σίγουρα δεν είναι τόσο καθοριστική όσο συνήθως παρουσιάζεται.

Στην περίπτωση των αθλητριών με διαφορές στην ανάπτυξη του φύλου (DSD), όπως η Caster Semenya, οι κανονισμοί της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Στίβου (World Athletics) επιβάλλουν αυστηρά όρια στην τεστοστερόνη, υποστηρίζοντας ότι τα υψηλότερα επίπεδα προσδίδουν άδικο πλεονέκτημα. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση παραβλέπει τον πολύπλοκο ρόλο της τεστοστερόνης και αγνοεί την ποικιλία των παραγόντων που συμβάλλουν στην αθλητική ικανότητα.

Όπως τονίζεται στην επιστημονική δημοσίευση με (μεταφρασμένο) τίτλο “Οι κανονισμοί της World Athletics επηρεάζουν άδικα τις γυναίκες αθλήτριες με διαφορές στην ανάπτυξη του φύλου“, τα επίπεδα τεστοστερόνης από μόνα τους δεν εγγυώνται υψηλότερη απόδοση. Αντίθετα, χαρακτηριστικά όπως η σύνθεση των μυϊκών ινών, η καρδιαγγειακή αποδοτικότητα και η ένταση της προπόνησης παίζουν εξίσου κρίσιμο ρόλο.

Οι κανονισμοί της WA στοχεύουν συγκεκριμένα αθλήτριες με ορισμένες διαφορές στην ανάπτυξη του φύλου, απαιτώντας να μειώσουν τα επίπεδα τεστοστερόνης τους ώστε να είναι επιλέξιμες να διαγωνιστούν στην κατηγορία των γυναικών. Ενδιαφέρον αποτελεί ότι αυτός ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται καθολικά σε όλες τις αθλήτριες. Για παράδειγμα, γυναίκες με συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων (CAH), μια κατάσταση που επίσης οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης, δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της παραπάνω δημοσίευσης, αυτή η επιλεκτική εφαρμογή υπογραμμίζει τη λανθασμένη λογική που υποστηρίζει τους κανονισμούς της WA. Αν η ανησυχία ήταν πραγματικά η εξασφάλιση ισότιμου ανταγωνισμού, τα όρια της τεστοστερόνης θα εφαρμόζονταν σε όλες τις αθλήτριες, ανεξαρτήτως της φυσικής πηγής των αυξημένων επιπέδων.

Το βιβλίο με τίτλο “Testosterone: An Unauthorized Biography” διαλύει περαιτέρω τον μύθο της τεστοστερόνης ως το “άγιο δισκοπότηρο” για την αθλητική αριστεία. Οι συγγραφείς, Rebecca M. Jordan-Young και Katrina Karkazis, υποστηρίζουν ότι η βαθιά ριζωμένη εμμονή με την τεστοστερόνη είναι μια απλοϊκή έως και επικίνδυνη προσέγγιση που αγνοεί τη πολύπλευρη φύση της αθλητικής απόδοσης, εξηγώντας πώς οι γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες συνδυάζονται για να διαμορφώσουν τις ικανότητες ενός αθλητή. Το βιβλίο τονίζει ότι δεν υπάρχει άμεση αιτιολογική σχέση μεταξύ της τεστοστερόνης και της αθλητικής υπεροχής, προσθέτοντας ότι οι προσπάθειες επιβολής μιας τέτοιας σχέσης μέσω ρυθμιστικών μέτρων είναι επιστημονικά αβάσιμες.

Επιπλέον, η ιδέα ότι τα επίπεδα τεστοστερόνης θα πρέπει να τροποποιούνται ιατρικά για να ταιριάζουν σε έναν τεχνητό κανόνα υποχρεώνει τις αθλήτριες να αναλάβουν ένα ρίσκο που ενέχει κινδύνους για τη σωματική και ψυχολογική τους υγεία. Επίσης, η αναγκαστική θεραπεία με ορμόνες για τις αθλήτριες με DSD δεν παραβλέπει μόνο την αυτονομία του σώματός τους, αλλά επίσης διαιωνίζει την αντίληψη ότι η φυσιολογική ποικιλομορφία είναι κάτι που πρέπει να διορθωθεί αντί να αναγνωρίζεται και να αγκαλιάζεται από την κοινωνία. Αυτή η προσέγγιση θυμίζει ιστορικές προσπάθειες ελέγχου και κατηγοριοποίησης των ανθρώπινων σωμάτων με τρόπους που ενισχύουν καθιερωμένες πατριαρχικές δομές εξουσίας.

Μια κριτική ματιά σε αυτό το ζήτημα αποκαλύπτει ότι η συζήτηση αφορά λιγότερο τη δικαιοσύνη και περισσότερο τη διατήρηση των παραδοσιακών διχοτομιών φύλου στον αθλητισμό και στην κοινωνία γενικότερα. Εστιάζοντας στην τεστοστερόνη, οι ρυθμιστικές αρχές διατηρούν ακόμα και ακούσια την ιδέα ότι οι κατηγορίες ανδρών και γυναικών είναι αυστηρές και βιολογικά προκαθορισμένες, αγνοώντας την πραγματικότητα της ανθρώπινης ποικιλομορφίας. Αυτή η άποψη αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι η ουσία του ανταγωνισμού έγκειται στο ευρύ φάσμα των ανθρώπινων ικανοτήτων, και η προσπάθεια ομογενοποίησης μέσω ορμονικών ρυθμίσεων υπονομεύει το λεγόμενο “πνεύμα των αγώνων”.

Η απατηλή βεβαιότητα της τεστοστερόνης ως βασικού συστατικού στοιχείου της αθλητικής υπεροχής πρέπει να αμφισβητηθεί περαιτέρω. Τα επιστημονικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι η αθλητική απόδοση είναι προϊόν πολλών παραγόντων, και η απομόνωση της τεστοστερόνης ως καθοριστικού παράγοντα είναι μια απλοϊκή και επιστημονικά αβάσιμη προσέγγιση. Οι κανονισμοί στον πρωταθλητισμό θα μπορούσαν συνεπώς να υιοθετούν μια πιο συμπεριληπτική και ολιστική κατανόηση της ανθρώπινης βιολογίας που να σέβεται τις ατομικές διαφορές και να προάγει τη δικαιοσύνη χωρίς να καταφεύγει σε χρήση επεμβατικών ιατρικών πρακτικών που στιγματίζουν το ανθρώπινο σώμα και παραβιάζουν το αναφαίρετο δικαίωμα στην υγεία, όπως συνέβη στην περίπτωση της Caster Semenya.

Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι όλες οι αθλήτριες, ανεξαρτήτως των φυσικών επιπέδων ορμονών τους, έχουν την ευκαιρία να ανταγωνιστούν υπό ίσους όρους.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα