Η δημογραφική παρακμή της Ελλάδας
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, τη σχέση γονιμότητας - εισοδήματος και την από κοινού αντιμετώπισή του θέματος με το πρόβλημα σύγκλισης των εισοδημάτων.
- 17 Ιανουαρίου 2022 06:39
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο που αναλύεται στις δημογραφικές μελέτες και τις συγκρίσεις μεταξύ χωρών είναι ο λεγόμενος Βαθμός Ολικής Γονιμότητας που εκφράζει το ετήσιο ποσοστό γεννήσεων επί του συνολικού γυναικείου πληθυσμού.
Αυτός καθορίζει αν ο πληθυσμός μιας χώρας έχει ανοδική, στάσιμη ή καθοδική τάση. Το αποτέλεσμα κρίνεται αν αντίστοιχα παραμένει ψηλότερα, ίσος ή χαμηλότερα σε σύγκριση με το λεγόμενο «κατώφλιο αναπαραγωγής» που είναι περίπου 2,10 για να αντισταθμίζει και τις περιπτώσεις βρεφικής και νεανικής θνησιμότητας.
Όπως φαίνεται και στο σχετικό διάγραμμα, η γονιμότητα στην Ελλάδα ήταν πάνω από το κατώφλιο αναπαραγωγής έως το 1980, μετά όμως γνώρισε απότομη και μεγάλη μείωση από την οποία δεν συνήλθε ποτέ.
Στα σημερινά επίπεδα του 1,35% που βρίσκεται και με γυναικείο πληθυσμό περί τα 5,5 εκατομμύρια, οι γεννήσεις είναι της τάξεως των 75-85.000 παιδιά ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο λείπουν περίπου 53.000 γεννήσεις αν θέλαμε να σταθεροποιηθεί ο πληθυσμός εδώ που βρίσκεται και το ερώτημα είναι με ποιες πολιτικές θα μπορούσαμε άραγε να το πετύχουμε.
Ενιαία απάντηση για όλες τις κοινωνίες και όλες τις εποχές δεν υπάρχει. Κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιομορφίες και τον δικό της δρόμο εξέλιξης. Για αυτό, πριν σκιαγραφηθούν οι δέουσες πολιτικές πρέπει να κατανοηθεί ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην διαμόρφωση της γονιμότητας διαχρονικά και από ποιες πολιτικές μπορεί να επηρεαστούν.
Όταν κάνουμε αυτή την ιστορική εξέταση για την Ελλάδα, θα δούμε ότι άλλες φορές η γονιμότητα μειώθηκε επειδή επικρατούσε μια αρνητική κατάσταση στην χώρα, άλλες φορές όμως μειώθηκε επειδή έγιναν θετικά βήματα προόδου σε κρίσιμα ζητήματα.
Οι πέντε φάσεις γονιμότητας
Η πορεία γονιμότητας στην διάρκεια 1960-2019 μπορεί να χωριστεί σε πέντε φάσεις και να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά που κυριάρχησαν σε καθεμία εξ αυτών.
Στην πρώτη φάση 1960-1967, η χώρα συνέρχεται από τον Εμφύλιο, η παραγωγή έχει αυξηθεί, η μετανάστευση περιορίστηκε και τα εισοδήματα ανέρχονται. Κορυφαίες μεταρρυθμίσεις που κάνει η τότε κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου είναι οι αγροτικές συντάξεις που μειώνουν την φτώχεια στην ύπαιθρο και το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο που ανοίγει νέες προοπτικές για να σπουδάσουν τα φτωχόπαιδα στα πανεπιστήμια. Σε αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία μπαίνει σε μια πιο αισιόδοξη προοπτική, τα νοικοκυριά αισθάνονται το μέλλον να είναι πιο υποσχόμενο και η γονιμότητα ανέρχεται.
Η ανοδική πορεία ανακόπτεται με την Χούντα και γίνεται πτωτική. Οι διώξεις του καθεστώτος διαλύουν χιλιάδες οικογένειες, ενώ άλλοι φεύγουν από την χώρα για να γλυτώσουν. Η επιστροφή τους το 1974 δίνει μια ευδιάκριτη ώθηση στην γονιμότητα αλλά μετά ξαναρχίζει μια ήπια πτώση ως το 1980. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα κύμα απελευθέρωσης των φύλων, επαναπροσδιορισμού του ρόλου της γυναίκας και ευρείας διάδοσης της αντισύλληψης (παράλληλα με την νομιμοποίηση της άμβλωσης και άλλων δικαιωμάτων των γυναικών).
Η γονιμότητα μπαίνει σε πορεία έντονης και παρατεταμένης πτώσης, καθώς ο σχηματισμός οικογένειας συχνά αναβάλλεται για να αξιοποιηθούν οι νέες ευκαιρίες στην επαγγελματική εξέλιξη.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, ξεκινά και ένα μεγάλο κύμα αστικοποίησης. Πολλοί νέοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και μένουν πλέον στα μικρά διαμερίσματα των πόλεων. Όταν έρθει η ώρα να παντρευτούν και να αποφασίσουν για παιδιά, βλέπουν ότι το σπίτι δεν θα τους χωράει όλους.
Η συνήθεια πολλών παιδιών που είχαν οι γονείς τους εγκαταλείπεται, ενώ ακόμα και το ένα ή τα δύο παιδιά έχουν πλέον μεγάλο κόστος για την φροντίδα τους. Το 1999 η γονιμότητα έχει πέσει στο 1,22%, το χαμηλότερο σημείο στις έξι δεκαετίες που εξετάζουμε.
Μετά το 2000, η οικονομία αναπτύσσεται σταθερά, ενώ η Ελλάδα μπαίνει στο Ευρώ και διάγει μια περίοδο μεγαλύτερης ασφάλειας. Το οικογενειακό εισόδημα αυξάνεται και οδηγεί σε μεγαλύτερη τεκνοποιία, ενώ οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές που προσελκύονται συμβάλουν με ακόμα περισσότερα παιδιά.
Η γονιμότητα μπαίνει σε ανοδική τροχιά για πρώτη φορά μετά το 1967 και συνεχίζει έτσι ως το 2009. Η κρίση που ξεσπά μετά το 2010 προκαλεί τόση αβεβαιότητα και φόβο στα νοικοκυριά για το μέλλον τους που κάνει πάλι καθοδική την πορεία γονιμότητας, μέχρι να καταλήξει στα πρόσφατα χαμηλά επίπεδα.
Από την σύντομη αυτή περιοδολόγηση της γονιμότητας, προκύπτουν δύο θεμελιώδη συμπεράσματα: Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η ραγδαία μείωση της κατά την δεκαετία του 1980 οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό σε θετικές κοινωνικές εξελίξεις (όπως τα δικαιώματα των γυναικών), οι οποίες όχι μόνο δεν πρέπει να αντιστραφούν αλλά ενδεχομένως να διευρυνθούν ακόμα περισσότερο στο μέλλον.
Υπάρχουν όμως και αρνητικοί παράγοντες που επηρρέασαν καθοδικά την γονιμότητα και θα μπορούσαν να περιοριστούν για να μην συνεχίσουν να ακυρώνουν την απόκτηση παιδιών. Κορυφαίο τέτοιο παράδειγμα η στενότητα κατοικίας, που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την παροχή εκτεταμένων στεγαστικών διευκολύνσεων στα νέα ζευγάρια.
Γονιμότητα και εισόδημα
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η εξέλιξη της γονιμότητας συμβαδίζει λίγο-πολύ με την πορεία του κατά κεφαλή ΑΕΠ (εφεξής ΚΚΑΕΠ), το οποίο είναι ο αντιπροσωπευτικότερος δείκτης ευημερίας μιας χώρας.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, αυτό συμβαίνει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως το 2009 όταν και τα δύο μεγέθη κινούνται ανοδικά, αλλά και μετά το 2010 που κινούνται και τα δύο καθοδικά.
Στην δεκαετία του 1960 ήταν επίσης και τα δύο ανοδικά, ενώ στην δεκαετία του 1980 με την μειωμένη γονιμότητα το ΚΚΑΕΠ ήταν σχεδόν στάσιμο σε σταθερές τιμές. Η μόνη περίοδος που το ΚΚΑΕΠ ανεβαίνει και η γονιμότητα πέφτει είναι επί Χούντας, αλλά αυτή ήταν μια δημογραφικά ανώμαλη κατάσταση (όπως και σε τόσα άλλα ζητήματα φυσικά).
Η κατεύθυνση της σχέσης μεταξύ γονιμότητας και ΚΚΑΕΠ έχει απασχολήσει την διεθνή βιβλιογραφία όσο καμμιά άλλη. Σε πολλές φτωχές χώρες είχε βρεθεί ότι οι γονείς κάνουν πολλά παιδιά για να τους συνδράμουν όταν αυτοί γεράσουν και επειδή κάμποσα από αυτά θα πεθάνουν λόγω παιδικής θνησιμότητας, κάνουν ακόμα περισσότερα ώστε κάποια να επιβιώσουν.
Για τον λόγο αυτό, οι εκστρατείες αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού στις χώρες του Τρίτου Κόσμου βασίστηκαν σε προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης που θα βελτίωναν τα εισοδήματα και έτσι θα μείωναν την ανάγκη πολλών παιδιών.
Παράλληλα, η άνοδος του ΚΚΑΕΠ θα διασφάλιζε καλύτερες υπηρεσίες υγείας, η παιδική θνησιμότητα θα υποχωρούσε και δεν θα υπήρχε ανάγκη εφεδρικής τεκνοποιίας.
Παρομοίως αντίρροπα ευρήματα για την σχέση ΚΚΑΕΠ-γονιμότητας είχαν υπάρξει παλιότερα και για τις ανεπτυγμένες χώρες. Όταν βρισκόταν στην φάση κατάκτησης μιας μεγαλύτερης συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, η άνοδος του μέσου εισοδήματος σήμαινε αύξηση του κόστους ευκαιρίας αν έμεναν σπίτι για να κάνουν παιδιά και η γεννητικότητα έτσι μειώθηκε ραγδαία.
Η σχέση εισοδήματος και γονιμότητας άρχισε να αλλάζει όταν μετά ήρθαν οι εποχές κρίσης και μείωσης του εισοδήματος κατά την δεκαετία του 1980 στην Δυτική Ευρώπη και του 1990 στην Ανατολική. Το μεν κόστος ευκαιρίας μειώθηκε αλλά οι γεννήσεις καθόλου δεν αυξήθηκαν γιατί τώρα κυριαρχούσε η αβεβαιότητα για την απασχόληση του νοικοκυριού και ο κίνδυνος φτώχειας και αποκλεισμού του.
Όταν λοιπόν οι ευρωπαϊκές οικονομίες μετά το 2000 ξαναμπήκαν σε μια τροχιά βελτίωσης των εισοδημάτων, συνοδεύτηκαν από μια αναζωογόνηση της γονιμότητας που αποκλήθηκε «δημογραφική αντιστροφή». Ακολουθώντας τον ίδιο κανόνα, η δημογραφική αναζωογόνηση ακυρώθηκε στις περισσότερες χώρες με την κρίση χρέους του 2010.
Και πάλι η σύγκλιση εισοδημάτων
Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι μετά το 1995 στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γονιμότητα ακολουθεί ομόρροπα τις εξελίξεις του ΚΚΑΕΠ και μια αύξηση του θα συνέτεινε στην ενίσχυση των γεννήσεων και την αύξηση του πληθυσμού.
Στις πιο πλούσιες χώρες όμως το ΚΚΑΕΠ είναι τόσο υψηλό που μία περαιτέρω αύξηση του ανεβάζει αισθητά το κόστος ευκαιρίας και μειώνει την γεννητικότητα. Σε αυτές τις χώρες η άνοδος του πληθυσμού πρέπει να γίνει με άλλες πολιτικές και όχι με την περαιτέρω άνοδο του ΑΕΠ.
Οι διαπιστώσεις αυτές σημαίνουν ότι το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στις σχετικά φτωχότερες χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται από κοινού με το πρόβλημα σύγκλισης των εισοδημάτων.
Άρα πολιτικές που στόχο έχουν να μειώσουν το χάσμα Βορρά-Νότου ή Ανατολής-Δύσης στην ΕΕ στην πραγματικότητα διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστεί και η πληθυσμιακή μείωση. Θα χρειαστούν φυσικά και άλλες εξειδικευμένες πολιτικές, αλλά το τρίπτυχο ανάπτυξη-επενδύσεις-απασχόληση θα πρέπει να είναι η κυρίαρχη επιλογή.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις