Η φράση – κλειδί για την εθνική ευημερία: Ελληνική Προστιθέμενη Αξία

Η φράση – κλειδί για την εθνική ευημερία: Ελληνική Προστιθέμενη Αξία
shutterstock

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για την Ελληνική Προστιθέμενη Αξία, η οποία θα μπορούσε να γίνει το ενοποιητικό στοιχείο της προσπάθειας και ο οδηγός της οικονομικής πολιτικής.

Μία από τις πιο σημαντικές αναφορές που περιείχε η ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Θεσσαλονίκη, ήταν η διακήρυξη ότι το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και υποδομές με κριτήριο την «Ελληνική Προστιθέμενη Αξία», (ΕΠΑ). Πόση δηλαδή αξία προστίθεται σε κάθε έργο και κάθε δράση του Ταμείου από τις εισροές εγχωρίου κεφαλαίου και εγχώριας απασχόλησης. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από το Πρόγραμμα Πράσινης Μετάβασης, το οποίο αποτελεί μια από τις πλέον γνωστές και υποχρεωτικές πρωτοβουλίες που πρέπει να αναλάβει η χώρα μας τα επόμενα χρόνια για να αποτρέψει την χειροτέρευση του κλίματος και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Ας δεχθούμε ότι έχουμε συμφωνήσει στην αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως για παράδειγμα φωτοβολταϊκά στοιχεία που κατά την λειτουργία τους δεν αφήνουν περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Επειδή η συμμόρφωση της χώρας αφορά στην τελική κατανάλωση ενέργειας, υπάρχουν δύο τρόποι να ικανοποιηθεί: η μία με εισαγωγές του απαιτούμενου εξοπλισμού και της τεχνολογίας από το εξωτερικό, η άλλη με προσπάθεια παραγωγής όλο και μεγαλύτερου μέρους των απαιτούμενων μηχανημάτων στην Ελλάδα.

Επειδή θα γίνει σε μαζική κλίμακα, η πρώτη επιλογή θα διογκώσει και άλλο το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, όπως είχε γίνει και πριν την κρίση του 2009, τερματίζοντας την σύντομη περίοδο συγκράτησης του κατά την διάρκεια των Μνημονίων. Το κυριότερο όμως είναι ότι αχρηστεύει ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο δεν θα υπάρχει λόγος να αποκτά σύγχρονες τεχνολογικές γνώσεις αλλά απλώς θα παρέχει υπηρεσίες χαμηλών απαιτήσεων και ακόμα χαμηλότερων αμοιβών.

Αχρηστεύει επίσης και ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, το οποίο έχει τις δυνατότητες να ανταποκριθεί στις τεχνολογικές προκλήσεις αυτού του είδους. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η χώρα μας πριν μερικές δεκαετίες ήταν πρωτοπόρος στην κατασκευή συστημάτων με ανανεώσιμες πηγές (όπως ηλιακοί θερμοσίφωνες) και σημαντικός εξαγωγέας σε άλλες χώρες. Εάν επικρατήσει το σενάριο των μαζικών εισαγωγών χωρίς συμμετοχή της εγχώριας παραγωγής θα οδηγήσει την χώρα σε ένα επίπεδο ζωής και δραστηριότητας πολύ κάτω από τις δυνατότητες που έχει.

Η δεύτερη επιλογή απαιτεί γνώσεις και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες. Βασίζεται σε μια τεχνική παιδεία σοβαρών αξιώσεων και απαιτήσεων από τα Πολυτεχνεία έως τις επαγγελματικές σχολές εξειδίκευσης, οι οποίες καλούνται να ανεβάσουν το επίπεδο τους για την ενσωμάτωση και αναπαραγωγή της σύγχρονης γνώσης. Χρειάζεται επίσης μία συστηματική επένδυση σε τεχνολογία και εξοπλισμό. Βιομηχανικές περιοχές θα στεγάζουν τις επιχειρήσεις που παράγουν τον σχετικό εξοπλισμό και τα συνεργεία που τον τοποθετούν και τον συντηρούν, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό τις καλύτερες επιδόσεις των νέων μονάδων που αντικατέστησαν τις ρυπογόνες μεθόδους παραγωγής.

Το μεγαλύτερο μέρος της αξίας που θα εγκατασταθεί με το νέο παραγωγικό πρότυπο τεχνολογικής απασχόλησης και επενδυτικής συσσώρευσης θα είναι εγχώριας προέλευσης και είναι σαφής η οικονομική και κοινωνική η υπεροχή που έχει σε σύγκριση με το προηγούμενο σενάριο της εισαγόμενης τεχνολογίας και της χαμηλής εγχώριας γνώσης.

Ανάλογα παραδείγματα μπορεί να σκεφτεί κανείς και με τις άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – όπως είναι οι ανεμογεννήτριες, τα υδροηλεκτρικά και τα συστήματα βιομάζας, για πολλά από τα οποία υπάρχει ήδη εγχώρια παραγωγή αλλά σχετικά μικρής κλίμακας. Με εντελώς παρόμοιο τρόπο, μπορεί να υπάρξει ένας εθνικός σχεδιασμός και παραγωγή των ψηφιακών συστημάτων που θα υλοποιήσουν τον στόχο επέκτασης των δικτύων στην λειτουργία του κράτους, των συναλλαγών και των επιχειρήσεων. Η μορφή της χώρας θα αλλάξει.

Η κλίμακα των τεχνολογικών αυτών αλλαγών είναι τόσο μεγάλη που για να γίνουν όσα περιγράφονται χρειάζονται ισχυρές πολιτικές προϋποθέσεις και συγκεκριμένη αποστολή του κάθε τομέα δημόσιας δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το κράτος να έχει προτεραιότητα την διευκόλυνση του επενδυτικού κλίματος, το εκπαιδευτικό σύστημα να παρέχει τις απαιτούμενες τεχνολογικές γνώσεις, και επιδίωξη όλων να είναι η ευρεία και καλά αμειβόμενη απασχόληση.

Οι στόχοι αυτοί δεν είναι καθόλου αυτονόητοι, ούτε υπάρχει μια καθολική συμφωνία για το δέον γενέσθαι. Υπάρχουν ήδη και άλλες φωνές στην ίδια κατεύθυνση, αλλά ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί μια καθολική συμφωνία: Για παράδειγμα, το Κίνημα Αλλαγής έχει θέσει – εδώ και πολύ καιρό – την μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας ως το βασικό κριτήριο για την κατανομή και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό το κριτήριο ενσωματώνει όλες τις επιδιώξεις για την συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στα πρότζεκτ του Ταμείου, την παραγωγική αναβάθμιση των περιοχών που δοκιμάζονται με την αποξήλωση των λιγνιτικών μονάδων, την δημιουργία συστάδων επιχειρήσεων (clusters) ομοειδούς προσανατολισμού που θα είναι εγκατεστημένες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, και πολλά άλλα.

Από την άλλη μεριά όμως, όταν προ δεκαημέρου η κυβέρνηση παρουσίασε την δική της πρόταση για την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, δεν υπήρχε πουθενά ο στόχος της ελληνικής προστιθέμενης αξίας, ούτε περιγράφηκε από κανέναν η ανάγκη υποκατάστασης εισαγωγών στις τεράστιες επενδύσεις που θα γίνουν, ούτε εκδηλώθηκε καμία ανησυχία για την ζημιά που θα προκαλέσει και πάλι το διευρυνόμενο Εμπορικό Έλλειμμα λόγω ακριβώς αυτών των εισαγωγών. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε καν αναφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης και τις βασικές κατευθύνσεις που καλείται να υπηρετήσει.

Το ερώτημα φυσικά είναι αν αρκεί η υιοθέτηση μιας κοινής κατεύθυνσης στην υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης για να γεννηθούν πολιτικές συμμαχίες και σταθερές κυβερνητικές συνεργασίες. Θα μπορούσε δηλαδή – εάν υποθέσουμε ότι τα αποτελέσματα των επόμενων εκλογών άφηναν τον κατάλληλο χώρο –τα κόμματα να διαμορφώσουν μια βιώσιμη πρόταση συγκυβέρνησης προτάσσοντας την ανάγκη «ελληνικής προστιθέμενης αξίας»; Στην καλύτερη εκδοχή θα έπρεπε να συμμετέχουν και τα τρία κυριότερα κόμματα, αλλιώς τα πιο κοντινά εξ αυτών θα εξέταζαν να προχωρήσουν στην δημιουργία μιας συμμαχίας σε αυτόν τον άξονα.

Η απάντηση είναι φυσικά ότι κάτι τέτοιο δεν αρκεί, ακόμα και τώρα που η αναπτυξιακή προσπάθεια προσλαμβάνει διαστάσεις εθνικής προσπάθειας. Υπάρχουν και άλλα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν πρώτα και επίσης οι προϋποθέσεις πολιτικής σύμπραξης είναι πολύ ευρύτερες και όχι πάντα αντιληπτές με τον ίδιο τρόπο από τα κόμματα που διαπραγματεύονται. Όμως ισχύει το αντίστροφο και αυτό έχει σήμερα σημασία: αν δηλαδή υποθέσουμε ότι βρίσκεται κοινό πεδίο για μία ευρεία συμπαράταξη πολιτικών δυνάμεων, τότε η Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία θα μπορούσε να γίνει το ενοποιητικό στοιχείο της προσπάθειας και ο οδηγός της οικονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα μια τέτοια κατεύθυνση θα διασφάλιζε:

(α) Πρώτον, την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού, αφού οι πιο ζωντανές και ακμαίες δυνάμεις της χώρας θα ήταν προσανατολισμένες στην μελέτη και εφαρμογή σχεδίων για την πραγματοποίηση τους. Δεν θα ήταν μια διαδικασία εισαγόμενης συμμόρφωσης αλλά μια ουσιαστική διαδικασία παραγωγικής αναβάθμισης που θα άνοιγε νέες προοπτικές για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.

(β) Δεύτερον, θα τροφοδοτούσε τα κύτταρα της περιφέρειας με νέες δυνατότητες παραγωγής και απασχόλησης, παρέχοντας κίνητρα τόσο για να μείνουν οι νέοι στον τόπο τους όσο και να δημιουργήσουν οικογένεια απαντώντας στην μεγάλη δημογραφική πρόκληση που αντιμετωπίζουμε. Μην ξεχνάμε ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η εργασιακή αβεβαιότητα και η ακρίβεια της στέγης αποτελούν ανασχετικούς παράγοντες για την δημιουργία οικογένειας και την γέννηση παιδιών, ενώ αντιμετωπίζονται ευκολότερα στην περιφέρεια.

(γ) Πάνω από όλα όμως, μια μεγάλη παραγωγική συμμαχία θα άλλαζε τον χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Θα διαμόρφωνε στέρεα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην διεθνή σκηνή, μετριάζοντας την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και την εξ αυτού του λόγου ευπάθεια της ελληνικής οικονομίας σε εξωγενείς διακυμάνσεις, γεωπολιτικής ή επιδημιολογικής προέλευσης. Ο συνδυασμός μιας ευνοϊκής διεθνούς ανάκαμψης με άφθονους διαθέσιμους πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σπάνιος και δεν πρέπει να ξεφτίσει σε μια διακομματική αντιπαράθεση.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα