Η κιβωτός της ιδρυματοποίησης μπάζει νερά…
Με τη δημοσιοποίηση πρακτικών κακοποίησης σε ένα εκκλησιαστικού τύπου φιλανθρωπικό ίδρυμα, ήρθαν στην επιφάνεια προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν σε αντίστοιχες δομές παιδικής προστασίας.
- 21 Νοεμβρίου 2022 15:01
Δεν δημιουργήθηκε το ρήγμα στην ιδρυματική κιβωτό της παιδικής προστασίας από την τρικυμία των τελευταίων ημερών. Αυτή η κιβωτός μπάζει νερά από καιρό και με τη δημοσιοποίηση πρακτικών κακοποίησης σε ένα εκκλησιαστικού τύπου φιλανθρωπικό ίδρυμα, ήρθαν στην επιφάνεια προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν σε αντίστοιχες δομές παιδικής προστασίας. Σε δομές αποκομμένες από την κοινωνία, κρατικές και μη, που λειτουργούν σε εγκαταστάσεις, χωρίς προδιαγραφές λειτουργίας, χωρίς εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, όπως είναι οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι και όχι με παιδονόμους που βαφτίζονται παιδαγωγοί. Χωρίς εκπαίδευση και εποπτεία και χωρίς κώδικα δεοντολογίας, διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν επί της ουσίας τα δικαιώματα των παιδιών και εφήβων που διαβιούν σε αυτές, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα αναπτυχθούν φαινόμενα οποιασδήποτε μορφής κακοποίησης.
Η διεθνής έρευνα και η πολύχρονη εμπειρία έχουν δείξει, ότι η μακρόχρονη παραμονή παιδιών και εφήβων σε κλειστά ιδρύματα, συνδέεται με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας αλλά και με χρόνιο άγχος, το οποίο οφείλεται κυρίως στις συνθήκες ανατροφής σε ένα μη-κανονικό ή/και συχνά ακραίο περιβάλλον. Το έντονο και χρόνιο άγχος καθώς και ο φόβος αυξάνονται, όταν τα παιδιά διαβιούν σε περιβάλλον που στερείται ευαισθησίας, ζεστασιάς και σταθερής φροντίδας. Τα παραπάνω συνδέονται με αναπτυξιακά προβλήματα, με χαμηλό ανοσοποιητικό και σειρά άλλων ζητημάτων υγείας, με κακή σχολική επίδοση και με περιορισμένο συναισθηματικό έλεγχο και ελλιπείς δεξιότητες.
Πολλά ιδρύματα αναπτύχθηκαν με τη μορφή μη κυβερνητικών οργανώσεων, βασιζόμενα σε μια ιδιότυπη φιλανθρωπία από τη στιγμή που το κράτος δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στην ευθύνη της μέριμνας και κοινωνικής φροντίδας των παιδιών και των εφήβων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Τα ιδρύματα αυτά, εμφανίστηκαν και συνεχίζουν να παρουσιάζονται ως κιβωτός σωτηρίας παιδιών και εφήβων τα οποία στερούνται γονικής μέριμνας και επιμέλειας, βρίσκονται στο δρόμο ή έχουν αναπτύξει παραβατική συμπεριφορά.
Εδώ φαίνεται η οποιαδήποτε πρόληψη να μην έχει λειτουργήσει για διάφορους λόγους. Παρότι, θα ήταν προτιμότερο για την καλύτερη σωματική και ψυχική ανάπτυξη αυτών των παιδιών, να τοποθετηθούν σε ανάδοχες οικογένειες, τα περισσότερα παραπέμπονται και παραμένουν σε ιδρύματα, αναπαράγοντας ένα μοντέλο φροντίδας των δύο προηγούμενων αιώνων.
Η ελλιπής κρατική μέριμνα, η ψευδαίσθηση δημιουργίας ενός κλειστού προστατευτικού περιβάλλοντος (άραγε για ποιους;), οι δεσμεύσεις που αφορούν κληροδοτήματα και δωρεές για τη δημιουργία δομών παιδικής προστασίας χωρίς προγραμματισμό, το σύνδρομο του σωτήρα των ιδρυτών τους με την προβολή των αγιογραφιών τους από τα μέσα ενημέρωσης, λειτουργούν ως εμπόδια για αλλαγή και αποβαίνουν τελικά εις βάρος των παιδιών και των εφήβων.
Η έγκαιρη παρέμβαση είναι απαραίτητη για τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο, ώστε να παραμείνουν στο στενό ή ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Όταν όμως αυτή δεν είναι εφικτή, είναι αναγκαίο να ενταχθούν σε ανάδοχες οικογένειες, στο πλαίσιο ενός νέου οργανωμένου συστήματος παιδικής προστασίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συστηματική υποστήριξη των παιδιών και εφήβων, καθώς και η εκπαίδευση και η εποπτεία των αναδόχων οικογενειών από κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους ειδικούς, όπου απαιτείται. Παράλληλα, χρειάζεται να γίνει προσπάθεια για υποστήριξη της βιολογικής οικογένειας ώστε να μπορέσει το παιδί κάποια στιγμή να επανασυνδεθεί μαζί της και όχι να αποκοπεί από αυτήν.
Τα παραπάνω απαιτούν πραγματική στελέχωση των κοινωνικών υπηρεσιών και όχι μόνο λόγια. Η αρμόδια υφυπουργός κοινωνικής αλληλεγγύης δήλωσε άγνοια μετά την ανάδειξη του θέματος της κακοποίησης, λέγοντας ότι «η κυβέρνηση δεν μπορεί να γνωρίζει συνέχεια τι συμβαίνει στις δομές». Κατανοητό, αφού δεν έχει φροντίσει να στελεχώσει το σύστημα παιδικής προστασίας και επαφίεται στη «καλωσύνη των ξένων».
Επίσης, για να θυμηθούμε την πρόσφατη υπόθεση του δωδεκάχρονου κοριτσιού και της οικογένειας της, η ίδια υφυπουργός δήλωσε ότι «οι κοινωνικοί λειτουργοί των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων οφείλουν και κάνουν την κοινωνική έρευνα τόσο σε κομμάτι πρόληψης όσο και σε κομμάτι αντιμετώπισης. Αυτοί είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι δίπλα μας υπεύθυνοι να καταλάβουν και μετά να στοιχειοθετήσουν είτε μετά από καταγγελία είτε αυτεπαγγέλτως περιστατικά κακοποίησης παιδιών στην εισαγγελία. Πολλές φορές υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις λόγω έλλειψης προσωπικού. Ο δήμος Αθηναίων έχει έξι κοινωνικούς λειτουργούς’’. Ωστόσο, σε άλλη συνέντευξη δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι «δεν έδρασαν ως όφειλαν οι κοινωνικοί λειτουργοί του Δήμου Αθηναίων». Ίσως χρειάζεται κάποιος να υπενθυμίσει ότι ο Δήμος Αθηναίων αποτελείται από 637.798 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021 που διενήργησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Άρα αντιστοιχούν περισσότεροι από εκατό χιλιάδες άνθρωποι ανά κοινωνικό λειτουργό στο Δήμο της Αθήνας.
Εδώ και καιρό χρειάζονται πρακτικές λύσεις και όχι δηλώσεις και απλές υποσχέσεις. Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι:
Πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη ο νόμος 4538/2018 για την Αναδοχή και την Υιοθεσία, που βελτιώνει σημαντικά τους θεσμούς παιδικής προστασίας και ενισχύει τη μέριμνα και την ιδιαίτερη φροντίδα εκ μέρους του κράτους, για τα παιδιά που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση, ορίζοντας ότι παιδιά που έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια, παρουσιάζουν μειωμένα ψυχοκοινωνικά προβλήματα σε σχέση με παιδιά που μεγαλώνουν σε δομές κλειστής φροντίδας;
Πώς θα τηρηθούν οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας μονάδων Παιδικής Προστασίας και Φροντίδας (ΜοΠΠ) από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ορίζονται στη κοινή υπουργική απόφαση 40494/3.5.2022, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο και εποπτεία από το κράτος, λόγω έλλειψης κοινωνικών λειτουργών;
Πόσους κοινωνικούς λειτουργούς στοχεύει να προσλάβει η σημερινή κυβέρνηση στα κέντρα κοινωνικής προστασίας, στις περιφέρειες, τους δήμους για να βελτιωθεί το σύστημα παιδικής προστασίας, αντί να δηλώνει άγνοια, να καταγγέλλει ή να νίπτει τας χείρας της;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, είναι καίριας σημασίας για ένα κράτος πρόνοιας, ένα κράτος που στο επίκεντρο θέτει την ουσιαστική φροντίδα των παιδιών και των εφήβων.
*Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.