Η μεγάλη αντίφαση: Άνοδος στις αγορές, πτώση στην εμπιστοσύνη

Διαβάζεται σε 8'
Η μεγάλη αντίφαση: Άνοδος στις αγορές, πτώση στην εμπιστοσύνη
Φωτογραφία αρχείου iStock

Καμία αναβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα σύστημα θεμελιωδώς δίκαιο και αποτελεσματικό, στο οποίο οι πολίτες αισθάνονται ότι οι θεσμοί λειτουργούν προς όφελός τους.

Με βάση παραδοσιακά μακροοικονομικά κριτήρια, η χώρα δείχνει να βρίσκεται σε ανοδική τροχιά. Ύστερα από μια δεκαετία λιτότητας και αβεβαιότητας, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας έχουν σταθεροποιηθεί και οι διεθνείς επενδυτές εμφανίζονται ολοένα και πιο πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν την Ελλάδα ως έναν αξιόπιστο προορισμό για τα κεφάλαιά τους.

Η φαινομενική οικονομική βελτίωση έρχεται όμως σε οξεία αντίθεση με μια εσωτερική πραγματικότητα που επιδεινώνεται: την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Την ώρα που οι ξένοι αναλυτές επισημαίνουν πρόοδο στη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας, οι πολίτες αναρωτιούνται γιατί η δημόσια διοίκηση, το δικαστικό σύστημα και ο ευρύτερος κρατικός μηχανισμός παραμένουν εγκλωβισμένα σε φαινόμενα διαφθοράς, αδιαφάνειας και άλυτων παθογενειών.

Αυτό το έντονο παράδοξο βρίσκεται στον πυρήνα της σύγχρονης κρίσης εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. Από τη μία πλευρά, οι οίκοι αξιολόγησης -οι «διαιτητές» της ικανότητας ενός κράτους να αποπληρώνει τα χρέη του- δηλώνουν αισιοδοξία για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Από την άλλη, πληθώρα ερευνών και δημοσκοπήσεων μαρτυρούν μια σταθερή δυσπιστία στο Κράτος, στη Δικαιοσύνη και στα μέσα ενημέρωσης. Αν οι εξωτερικοί παρατηρητές βλέπουν πρόοδο, πώς εξηγείται ότι οι εγχώριοι δείκτες εμπιστοσύνης καταρρέουν;

Δύο είδη εμπιστοσύνης

Μελετητές της θεσμικής οικονομίας, όπως ο Douglass North, υπογραμμίζουν ότι η εμπιστοσύνη δεν είναι μονοδιάστατη. Υπάρχει η συναλλακτική εμπιστοσύνη, που βασίζεται στην οικονομική σταθερότητα και τις αγορακεντρικές ενδείξεις – ασφάλιστρα κινδύνου, δημοσιονομικά ισοζύγια, επιτόκια δανεισμού.

Υπάρχει και η πολιτισμική-κοινωνική εμπιστοσύνη, που εδράζεται στη διαφάνεια της διακυβέρνησης, στην ίση εφαρμογή του νόμου και σε έγκυρα μέσα ενημέρωσης. Η πρώτη απαντά στο ερώτημα αν οι επενδυτές εμπιστεύονται ότι η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώσει τα ομόλογά της. Η δεύτερη αποτυπώνει κατά πόσο ο Έλληνας πολίτης πιστεύει πως ο δήμος του θα διορθώσει τις λακκούβες χωρίς «μέσο» ή ότι η φορολογική διοίκηση λειτουργεί χωρίς διακρίσεις και ευνοιοκρατία.

Οικονομική εμπιστοσύνη. Στα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε αρκετούς δημοσιονομικούς στόχους, μειώνοντας τα ελλείμματα και σταθεροποιώντας το δημόσιο χρέος της. Οι οίκοι αξιολόγησης, που επικεντρώνονται πρωτίστως στη δημοσιονομική ευρωστία, αναβάθμισαν, σε αρκετές περιπτώσεις, τα ελληνικά ομόλογα. Αυτό το γεγονός μεταφράζεται σε μια εξωτερική επικύρωση της ικανότητας της κυβέρνησης να διαχειρίζεται τις οικονομικές υποχρεώσεις της πιο υπεύθυνα από ό,τι κατά τις ταραγμένες ημέρες της κρίσης χρέους.

Θεσμική εμπιστοσύνη. Στον αντίποδα, οι Έλληνες πολίτες βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν κρατικό μηχανισμό που θεωρούν ότι λειτουργεί αργά, συχνά με πελατειακή λογική και αδιαφάνεια. Σύμφωνα με την Έκθεση περί Αντιλήψεων Διαφθοράς (Corruption Perceptions Index) για το 2024, η Ελλάδα παραμένει «κολλημένη» στην 59η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες, με βαθμολογία 49 στα 100. Το δικαστικό σύστημα, το οποίο συχνά επικρίνεται για χρονοβόρες διαδικασίες και πολιτικές παρεμβάσεις, εμπνέει εμπιστοσύνη μόλις στο ένα τέταρτο των πολιτών, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Πολλοί θεωρούν ότι οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται από πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα, αντί να βασίζονται στην αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου. Παράλληλα, η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση κυμαίνεται γύρω στο 20%, ενώ τα μέσα ενημέρωσης καταγράφουν ακόμη χαμηλότερα ποσοστά (μόλις 19%).

Γιατί υπάρχει αυτή η αντίφαση;

Το κεντρικό χάσμα σχετίζεται με το τί ακριβώς μετράται. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας επικεντρώνονται κυρίως στη μακροοικονομική φερεγγυότητα – εξυπηρέτηση χρέους, φορολογικά έσοδα, ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, για πολλούς πολίτες, αυτά τα νούμερα δεν συνεπάγονται χειροπιαστές βελτιώσεις στον τρόπο διακυβέρνησης ή στις δημόσιες υπηρεσίες. Η μείωση των ελλειμμάτων δεν σημαίνει αυτομάτως ότι η είσπραξη φόρων γίνεται δικαιότερα ή ότι δεν διακινούνται «φακελάκια» στα γκισέ. Έτσι, την ώρα που οι διεθνείς αναλυτές βλέπουν οικονομική σταθερότητα, οι πολίτες εξακολουθούν να αισθάνονται πως η κρατική μηχανή παραμένει δυσκίνητη και δυσλειτουργική.

Δεύτερο, τα επώδυνα μέτρα λιτότητας που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο της κρίσης αποδιάρθρωσαν σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς. Πολλοί είδαν τις διαδοχικές κυβερνήσεις να «υποκύπτουν» σε εξωτερικές πιέσεις, αδιαφορώντας για τις εγχώριες κοινωνικές συνέπειες. Κι ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές χειροκροτούν πλέον την ελληνική δημοσιονομική πειθαρχία, το κοινωνικό τίμημα εξακολουθεί να βαραίνει: η ανεργία παραμένει συγκριτικά υψηλή σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, ενώ οι κοινωνικές παροχές –με τον τρόπο που «ντύνονται» επικοινωνιακά- αντιμετωπίζονται από τους πολίτες ως αναλγητικά βραχείας δράσης. Αυτές οι ψυχολογικές και θεσμικές ανεπάρκειες φαίνεται να παραμένουν ανοικτές, τροφοδοτώντας μια μόνιμη καχυποψία απέναντι σε κάθε κυβερνητική επιτυχία.

Τρίτο, οι ξένοι επενδυτές ή αναλυτές επικεντρώνονται συνήθως σε στις λεγόμενες «εμβληματικές» μεταρρυθμίσεις, όπως βελτιώσεις στις δημόσιες προμήθειες, ψηφιοποίηση των διοικητικών διαδικασιών στις εταιρείες του δημόσιου τομέα, αυξημένα τουριστικά έσοδα. Όμως, η καθημερινή εμπειρία του πολίτη χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις, πελατειακές σχέσεις και χαμηλού επιπέδου δημόσιες υπηρεσίες. Αυτή η διάσταση καλλιεργεί δυσαρέσκεια: το εξωτερικό περιβάλλον επαινεί επιλεκτικές βελτιώσεις, ενώ οι εγχώριες αδυναμίες συνεχίζουν να ταλαιπωρούν.

Ο πολιτικός επιστήμονας Francis Fukuyama επισημαίνει ότι η εμπιστοσύνη σε μια κοινωνία θεμελιώνεται στο κοινωνικό κεφάλαιο – δηλαδή στο άθροισμα των συλλογικών δεσμών, των κοινών ηθών και των αξιόπιστων θεσμών. Εάν αποτύχει ένας ή δύο θεσμοί, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να απορροφήσει το σοκ. Όταν όμως τρεις ή τέσσερις βασικοί πυλώνες -κυβέρνηση, Δικαιοσύνη, μέσα ενημέρωσης- προσλαμβάνονται από τους πολίτες ως διεφθαρμένοι, το πλήγμα στην κοινωνική συνοχή γίνεται ανεπανόρθωτο. Καμία αναβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα σύστημα θεμελιωδώς δίκαιο και αποτελεσματικό, στο οποίο οι πολίτες αισθάνονται ότι οι θεσμοί λειτουργούν προς όφελός τους.

Η τραγωδία στα Τέμπη

Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική απεικόνιση του πώς τα βήματα μακροοικονομικής προόδου μπορούν να συνυπάρχουν με ολέθριες θεσμικές ανεπάρκειες. Την ώρα που κυβερνητικοί αξιωματούχοι μιλούσαν για αναζωπύρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, το σιδηροδρομικό δίκτυο εξακολουθούσε να πάσχει από υποχρηματοδότηση, τεχνολογική υστέρηση και σοβαρές ελλείψεις ασφάλειας.

Οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις με το σύνθημα «Δεν έχω οξυγόνο» επιβεβαίωσαν το αυξανόμενο χάσμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και την Πολιτεία. Παρά τις επικλήσεις για εκσυγχρονισμό των υποδομών μετά το θανατηφόρο συμβάν, η διαδικασία απονομής ευθυνών χαρακτηρίζεται από βραδυαρρυθμία, ενισχύοντας τις φωνές που μιλούν για συγκάλυψη. Στο πρόσωπο αυτής της τραγωδίας, αναδεικνύεται ξεκάθαρα πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα από τη (δια)λειτουργικότητα των θεσμών.

Οι επιπτώσεις της χαμηλής θεσμικής εμπιστοσύνης

Η έλλειψη εμπιστοσύνης σε δημόσιους φορείς και θεσμούς δεν επηρεάζει απλώς την εικόνα της χώρας· διαβρώνει την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας και της οικονομίας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι πολίτες γίνονται ολοένα και πιο επιφυλακτικοί, ενώ η αποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής υπονομεύεται σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα:

Δημοκρατικές ευπάθειες. Οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι γίνονται πιο ευάλωτοι σε λαϊκιστικές ρητορικές που υπόσχονται ριζοσπαστικές αλλά συχνά υπονομευτικές «λύσεις». Η αποχή στις εκλογές αυξάνεται και ο ρόλος της ενεργού συμμετοχής του πολίτη φθίνει, καθώς πολλοί πιστεύουν ότι «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει».

Στασιμότητα παρά την οικονομική ανάκαμψη. Η μετριοπαθής οικονομική ανάκαμψη της χώρας μπορεί να ανακοπεί αν επιχειρήσεις, εγχώριες ή ξένες, αντιλαμβάνονται τη διαφθορά και τη γραφειοκρατική αδράνεια ως «παγκόσμιες σταθερές». Η προσέλκυση επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας προϋποθέτει επίπεδα διαφάνειας που η Ελλάδα δεν δείχνει ακόμη να μπορεί να διασφαλίσει.

Κοινωνικός κατακερματισμός και «παράλληλες» δομές. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς ωθεί τους πολίτες να αναζητούν «ανεπίσημες» διεξόδους – από τη «μαύρη οικονομία» μέχρι την προσφυγή σε προσωπικές διασυνδέσεις και γνωριμίες για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών. Έτσι, το κράτος εξασθενεί ακόμη περισσότερο, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο: όσο περισσότερο παρακάμπτονται οι επίσημοι μηχανισμοί, τόσο λιγότερο αποτελεσματικοί γίνονται.

Αδυναμία συντονισμένης αντίδρασης σε κρίσεις. Σε καταστάσεις όπως οι φονικές πλημμύρες στη Θεσσαλία ή οι μεγάλες πυρκαγιές, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα των κρατικών θεσμών είναι καθοριστικές. Όταν η εμπιστοσύνη έχει κλονιστεί, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού λειτουργούν αυτόνομα, παράλληλα ή σε απόσταση από το κράτος. Παρά την αξιέπαινη συμμετοχή εθελοντών, η διάσπαση αυτή υπονομεύει την ολιστική διαχείριση κρίσεων.

Προς μια συνεκτικότερη κοινωνική συμφωνία

Η αντιμετώπιση αυτού του παράδοξου απαιτεί μια στρατηγική που θα συμφιλιώνει τη διεθνή αναγνώριση της δημοσιονομικής βελτίωσης με τη βαθύτερη, εγχώρια αναβάθμιση της εμπιστοσύνης των πολιτών.

Η επαναφορά της διαρρηγμένης εμπιστοσύνης είναι μια αργή και εξελικτική διαδικασία, που χρειάζεται τόσο στιβαρά θεσμικά εργαλεία όσο και μια πολιτισμική στροφή: από την κεκτημένη πελατειακή νοοτροπία σε μια κουλτούρα ανοιχτών διαδικασιών και λογοδοσίας. Η χώρα απέδειξε ότι μπορεί να βάλει σε μία κάποια τάξη τα δημοσιονομικά της. Η πραγματική δοκιμασία τώρα έγκειται στην ενδυνάμωση του πολιτειακού της οικοδομήματος. Αν η χώρα επιθυμεί να αποφύγει τη μόνιμη διολίσθηση στην καχυποψία, την απογοήτευση και την οργή, οφείλει να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στις αισιόδοξες διεθνείς αφηγήσεις και την εγχώρια πραγματικότητα.

Το παρόν παράδοξο -χρηματοπιστωτική ευρωστία έναντι θεσμικής κατάπτωσης- υποδεικνύει πως, ακόμη κι αν η ικανότητα ενός κράτους να εξυπηρετεί τα δάνειά του ενισχύεται, οι ίδιοι οι πολίτες μπορεί να χάνουν κάθε πίστη στο σύστημα που (υποτίθεται ότι) τους προστατεύει. Η πορεία της χώρας από εδώ και στο εξής θα κριθεί ακριβώς στο κατά πόσο καταφέρνει να γεφυρώσει αυτό το χάσμα. Σε διαφορετική περίπτωση, η ίδια η ουσία του δημοκρατικού ήθους της χώρας –μαζί με τα δυνητικά ευεργετικά κοινωνικά οφέλη της οικονομικής ανάκαμψης –κινδυνεύουν να μείνουν ανεκμετάλλευτα

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα