Η μεγαλύτερη “επιτυχία” του Μητσοτάκη ήταν η διάλυση της αντιπολίτευσης – και δεν πρέπει να επαναληφθεί…

Η μεγαλύτερη “επιτυχία” του Μητσοτάκη ήταν η διάλυση της αντιπολίτευσης – και δεν πρέπει να επαναληφθεί…
Διακαναλική Συνέντευξη Κυριάκου Μητσοτάκη Menelaos Myrillas / SOOC

Mια πανίσχυρη κυβέρνηση, που δεν θα έχει ισχυρή αντιπολίτευση, πολύ εύκολα μπορεί να καταληφθεί από την αλαζονεία της εξουσίας και να κατρακυλήσει στον αυταρχισμό. Άλλωστε, τέτοια δείγματα είχαμε και στην παρελθούσα θητεία της.

Το 41%, που πήρε η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στις 21 Μαίου, είναι μεγάλο και, τηρουμένων των αναλογιών, εντυπωσιακό ποσοστό. Δεν είναι, όμως, κάτι το πρωτοφανές.

Πρώτον, διότι σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, με εξαίρεση τις εκλογές της-μη κανονικής- μνημονιακής περιόδου 2012-2015, τα κόμματα που κέρδιζαν τις εκλογές, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, έφταναν ή και ξεπερνούσαν το 45%.

Δεύτερον, διότι ούτε η αύξηση του ποσοστού της σε σχέση με τις προηγούμενες(2019) εκλογές είναι πρωτοφανές γεγονός. Έχει γίνει και το 2000 με το ΠΑΣΟΚ υπό τον Κώστα Σημίτη.

Το πρωτοφανές, που συνέβη στις 21 Μαίου, είναι η τεράστια πτώση του ποσοστού του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ). Και αυτό, σε συνδυασμό με τα χαμηλά ποσοστά των μικρότερων κομμάτων, ουσιαστικά θα αφήσει τη χώρα χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση, αν στις 25 Ιουνίου τα αποτελέσματα είναι πάνω-κάτω τα ίδια.

Κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί τα τελευταία 40 χρόνια. Το μικρότερο ποσοστό που έχει πάρει ως δεύτερο κόμμα η ΝΔ ήταν 28% το 2015, το ΠΑΣΟΚ 38,5% το 1990 και ο ΣΥΡΙΖΑ 31,5% το 2019. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο κόμμα έπεσε στο 20%.

Αυτή, λοιπόν, είναι η μεγαλύτερη «επιτυχία» της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη: η αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης. Διότι, αν τα αποτελέσματα αυτά επαναληφθούν την προσεχή Κυριακή, δεν θα υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εμφανώς αποδυναμωμένος με ποσοστό περί το 20%.

Και αυτό μπορεί να φαίνεται «επιτυχία» για τη ΝΔ, αλλά δεν είναι επιτυχία για το πολίτευμα και τη χώρα. Διότι τα δημοκρατικά πολιτεύματα στηρίζονται στο δίπολο κυβέρνηση-αντιπολίτευση. Και όταν μία από τις δύο είναι αποδυναμωμένη, δεν υπάρχει η αναγκαία ισορροπία. Εν προκειμένω μια πανίσχυρη κυβέρνηση, που δεν θα έχει ισχυρή αντιπολίτευση, πολύ εύκολα μπορεί να καταληφθεί από την αλαζονεία της εξουσίας και να κατρακυλήσει στον αυταρχισμό. Άλλωστε, τέτοια δείγματα είχαμε και στην παρελθούσα θητεία της.

Στο θέμα υπάρχει και άλλη μια διάσταση. Στο σχεδόν μισό αιώνα που έχει περάσει από τη Μεταπολίτευση του 1974, στην πολιτική ζωή της χώρας κυριάρχησαν δύο μεγάλες παρατάξεις. Στο ρόλο της συντηρητικής σταθερά ήταν η ΝΔ. Την προοδευτική παράταξη εκπροσώπησε το ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2009. Από το 2012 και μέχρι το 2019 τη θέση του ΠΑΣΟΚ πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαίου για πρώτη φορά αφήνει την προοδευτική παράταξη χωρίς ισχυρό εκπρόσωπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει δεύτερο κόμμα, αλλά είναι εμφανώς αποδυναμωμένος. Το ΠΑΣΟΚ είχε μικρή άνοδο, αλλά απέχει πολύ από το να διεκδικήσει ξανά τα χαρακτηριστικά του κόμματος-παράταξη. Άλλωστε, ακόμα κι αν προσθέσουμε τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, το άθροισμα απέχει πολύ από το ποσοστό (μόνο) της ΝΔ.

Εν κατακλείδι, την προσεχή Κυριακή δεν κρίνεται ποιος θα κυβερνήσει. Αυτό έχει κριθεί. Θα κυβερνήσει ξανά η ΝΔ, εκτός αν συμβούν (απρόβλεπτα) κοσμογονικά γεγονότα. Αυτό που κρίνεται είναι αν απέναντί της θα έχει ισχυρή ή αποδυναμωμένη αντιπολίτευση. Και, κατά προέκταση, κρίνεται αν απέναντι στο συντηρητικό πόλο θα υπάρχει ισχυρός προοδευτικός.

Κοιτάζοντας το θέμα κοντόφθαλμα, η ΝΔ μπορεί να θέλει να μην υπάρχει τίποτα από τα δύο, για να είναι παντοδύναμη και ανεξέλεγκτη. Όμως, οι ψηφοφόροι-ειδικά οι της άλλης πλευράς – δεν έχουν κανένα λόγο να επιθυμούν τέτοια εξέλιξη. Διότι δεν (θα) προμηνύει τίποτα καλό. Ούτε για τη διακυβέρνηση ούτε για την προοδευτική παράταξη…

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα