Η ψυχολογία της δημοκρατίας

Διαβάζεται σε 4'
Στιγμιότυπα απο το κέντρο της Αθήνας
Στιγμιότυπα απο το κέντρο της Αθήνας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

Όταν η ενσυναίσθηση ατονεί και ο κυνισμός κανονικοποιείται, η δημοκρατία διαβρώνεται εκ των έσω.

Η δημοκρατία δεν εξαντλείται στους θεσμούς που τη στεγάζουν. Είναι (ή τουλάχιστον οφείλει να είναι) και ψυχολογική συνθήκη: ένας εσωτερικός ρυθμός συνύπαρξης, εμπιστοσύνης και φροντίδας προς τον άλλον. Είναι το άυλο υπέδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται κοινωνικά συναισθήματα, ηθικές διαθέσεις και τρόποι σκέψης που είτε ενισχύουν είτε υπονομεύουν τη λειτουργία των θεσμών. Η ψυχολογία των πολιτών, με άλλα λόγια, δεν είναι παθητικός παρατηρητής της δημοκρατίας. Είναι το ρίζωμα από το οποίο αυτή αντλεί τη δύναμή της.

Μια νέα, διεθνής μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports, με δεδομένα από σχεδόν 248.000 πολίτες σε 75 χώρες, τεκμηριώνει ότι η ποιότητα της δημοκρατίας μιας χώρας συνδέεται άρρηκτα με την ψυχολογική συγκρότηση των πολιτών της. Όσο πιο δημοκρατική είναι μια χώρα, τόσο περισσότερο καλλιεργούνται θετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά, όπως η ενσυναίσθηση, η πίστη στην ανθρωπότητα, η εσωτερικευμένη ηθική και η προθυμία για συνεργασία. Αντιθέτως, σε «προβληματικές» δημοκρατίες οι πολίτες τείνουν να υιοθετούν «κακοπροαίρετες» στάσεις, δίνοντας χώρο στην εκλογή ηγεσιών με χαρακτηριστικά της λεγόμενης «σκοτεινής τριάδας»: ναρκισσισμό, μακιαβελισμό και ψυχοπάθεια.

Η μελέτη δείχνει, επίσης, ότι οι πολίτες «πλήρων» δημοκρατιών βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας και ικανοποίησης από τη ζωή. Σε «προβληματικές» δημοκρατίες –πόσο μάλλον σε αυταρχικά καθεστώτα– εντείνεται η αποξένωση, ο εγωκεντρισμός και η συναισθηματική αποσύνδεση. Όσο αποδυναμώνεται η σχέση των πολιτών με το συλλογικό, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες ανάδειξης χειριστικών ηγετών.

Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κώστας Γιαννακίδης στο άρθρο του στο NEWS 247, η συλλογική μνήμη της 21ης Απριλίου ίσως είναι επιλεκτική, βολική και αποσπασματική. Υποβαθμίζει ή παραγνωρίζει το γεγονός ότι η επιβολή της χούντας δεν έγινε ενάντια σε μια καθολικά δημοκρατική κοινωνία, αλλά με την ανοχή ή ακόμα και τη σιωπηρή αποδοχή ενός σημαντικού μέρους της. Ο αυταρχισμός δεν επιβλήθηκε μόνο απ’ έξω – καλλιεργήθηκε κι από μέσα.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου σηματοδότησε την αναστολή του Συντάγματος, αλλά προκάλεσε και μια μαζική ψυχολογική μετατόπιση: τον κανονικοποιημένο φόβο, την υπακοή ως αρετή, την αμφιβολία ως ύποπτη συμπεριφορά. Αυτή η νοοτροπία, όπως εύστοχα σχολιάζει ο Γιαννακίδης, δεν εξαφανίστηκε με την πτώση της χούντας. Πέρασε σιωπηλά στη Μεταπολίτευση, διαμορφώνοντας μια κουλτούρα εσωτερικευμένης δυσπιστίας που δύσκολα αλλάζει.

Η χώρα, σύμφωνα με τον Δείκτη Δημοκρατίας του Economist Intelligence Unit για το 2022, ανέβηκε στην 25η θέση παγκοσμίως, αγγίζοντας την κατηγορία των «πλήρων δημοκρατιών». Αυτή η θεσμική αναβάθμιση φαίνεται, όμως, να συμπλέει με μια διαρκή κρίση εμπιστοσύνης στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.

Οι δείκτες δημοκρατίας φωτίζουν μεν τη μορφή, αλλά ελάχιστα αποκαλύπτουν για το περιεχόμενο. Όταν η Πολιτεία βιώνεται όχι ως φροντίδα αλλά ως επιτήρηση ή αδιαφορία, όταν ο «άλλος» αντιμετωπίζεται ως απειλή αντί για εταίρος, τότε η δημοκρατία φθείρεται όχι μόνο θεσμικά, αλλά και ψυχολογικά.

Η μελέτη στο Scientific Reports υπογραμμίζει πως η σχέση ανάμεσα στην ψυχολογία των πολιτών και στο καθεστώς διακυβέρνησης είναι αμφίδρομη. Όσο οι θεσμοί εκπίπτουν, τόσο αυξάνονται οι αντικοινωνικές ροπές, και όσο αυτές διαχέονται στην κοινωνία, τόσο πιο πιθανή γίνεται η εκλογική επιβράβευση χειριστικών και αυταρχικών ηγεσιών.

Η κρίση εμπιστοσύνης στην Ελλάδα δεν είναι, συνεπώς, μόνο θεσμική. Είναι πρωτίστως κρίση ψυχολογίας και αξιοπιστίας της πολιτικής. Η έννοια του κοινού καλού εκλαμβάνεται όλο και πιο κενή, ακόμα και ύποπτη, από όλο και περισσότερους, κανονικοποιώντας τον κυνισμό ως πολιτική στάση και πρακτική.

Η πρόκληση εκτείνεται πέρα από τη διαφύλαξη των θεσμών στο καθαυτό βίωμα της δημοκρατίας. Οι λέξεις που επιλέγουμε, ο τρόπος που διαφωνούμε και ο χώρος που δίνουμε στο ανοίκειο έχουν εδώ τη σημασία τους. Το ζητούμενο είναι πώς θα μπορέσουν να αποτελέσουν κινητοποιητικά συμπεριφορικά συστατικά της μελλοντικής πολιτικής κληρονομιάς μας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα