Η “σκοτεινή τριάδα” ξανά στο τιμόνι της Αμερικής

Διαβάζεται σε 7'
Donald Trump και Elon Musk
Donald Trump και Elon Musk AP Photo Alex Brandon, File

H έννοια της “σκοτεινής τριάδας” συνενώνει τρία αλληλένδετα αλλά διακριτά χαρακτηριστικά προσωπικότητας: τον ναρκισσισμό, τον μακιαβελισμό και την ψυχοπάθεια.

Η δεύτερη, μη διαδοχική, ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε ένα ακόμα κύμα έντονης συζήτησης, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και διεθνώς. Στο πλαίσιο αυτό, οι αψιμαχίες για την παρουσία κορυφαίων CEO της τεχνολογίας στη λιτή τελετή στο Καπιτώλιο, οι καταγγελίες ότι ο Ίλον Μασκ προέβη σε «ναζιστικό χαιρετισμό» και η επισημοποίηση πολιτικών που αναγνωρίζουν «μόνο δύο φύλα» επιβεβαίωσαν την πρωτοφανή κοινωνική πόλωση στην Αμερική. Όλα αυτά εγγράφονται σε μια ευρύτερη σφαίρα όπου η δημόσια εικόνα των πολιτικών ηγετών, ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η θεσμική λειτουργία της δημοκρατίας συγκροτούν ένα αλληλοδιαπλεκόμενο πεδίο έντονης αμφισβήτησης και σφοδρής σύγκρουσης.

Για την καλύτερη κατανόηση αυτής της πραγματικότητας, υιοθετώ την έννοια της «σκοτεινής τριάδας», η οποία συνενώνει τρία αλληλένδετα αλλά διακριτά χαρακτηριστικά προσωπικότητας: τον ναρκισσισμό, τον μακιαβελισμό και την ψυχοπάθεια. Ο ναρκισσισμός αναφέρεται στην εμμονή με τη μεγαλοπρέπεια και την αυτοπροβολή, ο μακιαβελισμός δηλώνει τον στρατηγικό κυνισμό και την προσήλωση στην επιδίωξη ισχύος με κάθε μέσο, ενώ η ψυχοπάθεια παραπέμπει στην απουσία ενσυναίσθησης και την απενοχοποιημένη τάση για ρίσκο ή πρόκληση. Η αλληλοσύνδεσή τους οδηγεί σε ένα πολιτικό προφίλ που, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης ή πόλωσης, μπορεί να χαίρει κάποιας αναλυτικής αξίας. Η δεύτερη προεδρική θητεία του Τραμπ –καθώς και η γενικότερη απήχησή του παρά τις επικρίσεις– λειτουργεί ως πιεστικό παράδειγμα μιας τέτοιας δυναμικής.

Η έννοια του ναρκισσισμού στη δημόσια σφαίρα αποκτά διαστάσεις πέρα από την απλή αυτοπροβολή. Οι επιβλητικές δηλώσεις περί «εθνικής αναγέννησης» ή «απελευθέρωσης της χώρας» στον λόγο του Τραμπ διαπλέκονται με τη διαρκή αναζήτηση σεβασμού και αποδοχής. Ειδικά σε ένα πλαίσιο όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναδεικνύουν την αμεσότητα της επικοινωνίας, ο ναρκισσισμός προωθείται και επιβραβεύεται. Έτσι διαμορφώνονται πύκνες αφηγήσεις «αποκάλυψης» ή «σωτηρίας», στις οποίες ο ηγέτης προβάλλεται ως φωτεινός πυλώνας σε ένα περιβάλλον που υποτίθεται ότι κατακλύζεται από «διαφθορά» ή «παρακμή». Η πρακτική αυτή εκφράζεται στην επανειλημμένη χρήση μεγαλόστομων φράσεων («θα αποκαταστήσουμε την υπεροχή μας», «η παρακμή της Αμερικής τελείωσε») και στην επιλογή επικοινωνιακών συμβόλων που ενεργοποιούν συλλογικές φαντασιώσεις επίδειξης δύναμης.

Παράλληλα, ο μακιαβελισμός αναδεικνύεται στην προσέγγιση της πολιτικής ως παίγνιο καθαρής στρατηγικής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ –και ειδικότερα μετά τη νέα ορκωμοσία– παρατηρείται σαφής αναδιάταξη εταιρικών συμφερόντων και τεχνολογικών κολοσσών. Η παρουσία των CEO του Big Tech στο πλευρό του υπογραμμίζει τη διάθεση συνεννόησης ή ακόμη και συστράτευσης, κάτι που στο πρώτο στάδιο της προεδρίας του φάνταζε αδιανόητο. Το φαινόμενο αυτό συχνά ερμηνεύεται ως δείγμα κυνικής σύμπραξης, όπου τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι πολιτικοί αξιοποιούν την ισχύ του άλλου – οι πρώτοι για φοροελαφρύνσεις και προνομιακή ρύθμιση και οι δεύτεροι για να ενισχύσουν το αφήγημα της οικονομικής υπεροχής και της τεχνολογικής πρωτοπορίας. Σε αυτό το επίπεδο, η πολιτική παύει να είναι ένα πεδίο αντιπαράθεσης ιδεών και γίνεται περισσότερο υπόθεση διαπραγμάτευσης μεταξύ ισχυρών ομάδων, εκ των οποίων ο ωφελιμισμός και μόνο αυτός είναι το σημείο συνάντησής τους.

Αναφορικά με την ψυχοπάθεια, η ένδεια ενσυναίσθησης συχνά εκδηλώνεται στη μηχανιστική αντιμετώπιση των κοινωνικών ομάδων που θίγονται από πολιτικές αποφάσεις. Η επαναφορά σκληρών μεταναστευτικών πολιτικών ή η κατάργηση της κρατικής υποστήριξης προς προγράμματα συμπερίληψης μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη διάθεσης άσκησης εξουσίας χωρίς μέριμνα για τον αντίκτυπο σε ευάλωτες κοινότητες. Η ρητορική περί προστασίας της «εθνικής καθαρότητας» ή της «εθνικής ασφάλειας» συχνά παρουσιάζεται ως υπέρτατος στόχος, παρακάμπτοντας τις επιπτώσεις σε μειονότητες ή ευπαθείς πληθυσμούς. Οι υποστηρικτές αυτού του τύπου πολιτικών συνήθως επιδοκιμάζουν τη «στερεή πυγμή», θεωρώντας την αναγκαία για την αποκατάσταση τάξης. Έτσι, η απουσία ενσυναίσθησης όχι μόνο δεν λειτουργεί αποτρεπτικά, αλλά στον δημόσιο λόγο μπορεί να εκληφθεί ως ικανότητα «κατασταλτικής αποτελεσματικότητας».

Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων συνδέεται στενά με τη σημερινή τεχνολογικά διαμορφωμένη και πολιτικά πολωμένη εποχή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ειδησεογραφικά δίκτυα που βασίζονται στη συνεχή ροή εντυπωσιακών τίτλων και η γενικότερη κρίση εμπιστοσύνης στους παραδοσιακούς θεσμούς ευνοούν ηγετικές μορφές που ενσωματώνουν χαρακτηριστικά προσωπικότητας της «σκοτεινής τριάδας». Η πόλωση (εμείς εναντίον αυτών που μας απειλούν) ενισχύει επιπλέον τον ναρκισσισμό (ο ηγέτης που σώζει τη «δική μας πλευρά»), τον μακιαβελισμό (η αποδοχή της πολιτικής με όρους κυνικής αποτελεσματικότητας) και την ψυχοπάθεια (η αδιαφορία για το κόστος ή τις ηθικές ενστάσεις).

Στο ευρύτερο πεδίο των θεωρητικών συζητήσεων γύρω από τον λαϊκισμό, τον αυταρχισμό και τη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής, η «σκοτεινή τριάδα» λειτουργεί ως φιλτράρισμα των ψυχολογικών διαστάσεων που μπορούν να εκκολάψουν ή να ενισχύσουν τέτοια φαινόμενα. Η εκλογική επιτυχία προσωπικοτήτων που εμφανίζουν παρόμοια χαρακτηριστικά σε διάφορες χώρες (ή η δημοφιλία τους εκτός εκλογών, μέσω πλατφορμών επικοινωνίας) επιβεβαιώνει ότι ζούμε σε μια ιστορική φάση όπου η συγκυρία –κλιματική, οικονομική, πολιτική, τεχνολογική– δίνει έδαφος σε συμπεριφορές υψηλού ρίσκου, υψηλής σύγκρουσης και έντονης προσωπικής επιβολής. Εάν, όμως, αυτές οι συμπεριφορές εξελιχθούν σε «κανονικότητα», τίθεται ζήτημα δημοκρατικής συνοχής και λειτουργίας: η αποκοπή από τα συναισθήματα αλληλεγγύης, η ανενδοίαστη στρατηγική χειραγώγησης και η προβολή του ατομικού μεγαλείου έναντι του συλλογικού καλού ενδέχεται να οδηγήσουν σε ακόμη βαθύτερη κρίση εκπροσώπησης και θεσμικής σταθερότητας.

Αξίζει να σημειωθεί πως η ψυχολογική ερμηνεία δεν αίρει την ευθύνη των ίδιων των κοινωνιών και των πολιτικών συστημάτων. Η «σκοτεινή τριάδα» δεν επιβάλλεται μονομερώς από έναν αυταρχικό ηγέτη. Αντιθέτως, προϋποθέτει ένα κοινό που είναι πρόθυμο να αποδεχθεί –ή έστω να ανεχθεί– τέτοιες συμπεριφορές, συχνά με το σκεπτικό ότι «τουλάχιστον κάποιος κάνει κάτι» ή ότι η «υπερβολή» επιβάλλεται από την κρισιμότητα των καιρών. Η κατάργηση των ομοσπονδιακών προγραμμάτων για τη διαφορετικότητα και την ισότητα, για παράδειγμα, επιβραβεύεται από όσους αισθάνονται ότι χάνουν «προνόμια» μέσω της προώθησης της πολυπολιτισμικότητας ή της διεύρυνσης των δικαιωμάτων μειονοτήτων. Εν ολίγοις, τα στοιχεία του ναρκισσισμού, του μακιαβελισμού και της ψυχοπάθειας αποκτούν ορμή και διάρκεια όταν συναντούν ένα ακροατήριο έτοιμο να δικαιολογήσει ή να επικροτήσει τον ρόλο τους.

Το κατά πόσο αυτή η τροχιά της πολιτικής θα παγιωθεί εξαρτάται και από την ανθεκτικότητα των θεσμών: η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η διαφάνεια των ελεγκτικών μηχανισμών, η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και η συμμετοχή των πολιτών σε δημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν σημεία-κλειδιά που μπορεί να φρενάρουν την όποια αυταρχική τάση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η συνταγματική παράδοση και η οργάνωση της πολιτειακής δομής έχουν ιστορικά αποτρέψει ακραίες εκτροπές. Ωστόσο, η σημερινή κρισιμότητα της πολιτικής σύγκρουσης, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η ταυτόχρονη κρίση στα παραδοσιακά ΜΜΕ δημιουργούν δυσχερέστερες συνθήκες προστασίας της δημοκρατικής ισορροπίας.

Η «σκοτεινή τριάδα» προκύπτει ως μια χρήσιμη αναλυτική αφετηρία για να συλλάβουμε τον χαρακτήρα και την απήχηση ηγετών όπως ο Τραμπ, ιδίως σε συγκυρίες πολιτικής ρευστότητας. Παρότι ο όρος δεν πρέπει να χρησιμοποιείται αβασάνιστα, αποκαλύπτει κάποιες από τις ροπές που δύνανται να ελκύσουν τους ψηφοφόρους σε περιόδους ανασφάλειας: τον έμπλεο αυτοπεποίθησης ηγέτη (ναρκισσισμός), τον αδίστακτο τακτικιστή (μακιαβελισμός) και τον αδιάφορο για το ηθικό κόστος «εκτελεστή» πολιτικών (ψυχοπάθεια). Αν κάτι καταδεικνύουν οι εξελίξεις της δεύτερης ορκωμοσίας του Τραμπ και η διευρυνόμενη αμφισβήτηση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, είναι ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη: δοκιμάζεται διαρκώς από πρόσωπα και λόγους που ενσαρκώνουν τις πιο «σκοτεινές» πτυχές της ανθρώπινης φύσης – ή μάλλον, από τις κοινωνίες που αυτοβούλως εναποθέτουν τη μοίρα τους σε τέτοια πρόσωπα και πολιτικές.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα