Υπόθεση Λιγνάδη: Μια σκανδαλώδης δικαστική απόφαση που άφησε ελεύθερο έναν βιαστή ανηλίκων
Ο Δημήτρης Λιγνάδης γύρισε σπίτι του εξαιτίας ενός ατιμωτικού χειρισμού του δικαστηρίου, ωστόσο γύρισε ως ένοχος. Ως βιαστής ανηλίκων.
- 27 Δεκεμβρίου 2022 18:32
Αν το 2021 καταγράφηκε ως μια χρονιά ορόσημο για τα ζητήματα της έμφυλης και σεξουαλικής βίας μέσα από την πλημμυρίδα του ελληνικού metoo, το 2022 ήταν η χρονιά που ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις πήραν το δρόμο της δικαιοσύνης. Μόνο που αυτή, τόσο στις πρακτικές της, όσο και σε κάποιες από τις αποφάσεις της, αποδείχθηκε αναντίστοιχη, κοντόθωρη και εξόφθαλμα μεροληπτική. Η υπόθεση Λιγνάδη ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία και αποτελεί μάλλον το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας εξοντωτικής διαδικασίας που άφησε στο τέλος μια επίγευση πίκρας στα θύματα και άσβεστο θυμό στην κοινωνία.
Η εκδίκαση ξεκίνησε τον Φλεβάρη του 2022 και διήρκησε μέχρι τον Ιούλιο. Αφορούσε σε καταγγελίες βιασμών τεσσάρων ατόμων – εκ των οποίων τα τρία ήταν ανήλικα όταν τελέστηκε το έγκλημα – εις βάρος του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και πολυλιβανισμένου θιασώτη της «αριστείας», Δημήτρη Λιγνάδη. Τα θύματα προέρχονταν από έναν κόσμο μεταναστευτικής καταγωγής, φτώχειας, αποκλεισμού και ευαλωτότητας. Η διαφορά ισχύος με τον κατηγορούμενο ήταν αβυσσαλέα. Κι αυτό ήταν ένα ακόμα στοιχείο που καθιστούσε τη δίκη εμβληματική, λειτουργώντας ως παλμογράφος για να ανακλαστικά και τις αξίες που διέπουν το δικαστικό σώμα.
Για όσα άτομα βρεθήκαμε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας αυτούς τους πέντε μήνες και δεν αποτελούσαμε το κονκλάβιο υποστήριξης του κατηγορουμένου, υπήρξαν στιγμές που ανατριχιάσαμε από τις περιγραφές της φρίκης, που σχηματίσαμε αυθόρμητα υδάτινα ρυάκια ακούγοντας το λόγο των επιζώντων, που νιώσαμε δέος μπροστά στην εύθραυστη και τόσο ανθρώπινη δύναμη τους, που αισθανθήκαμε το θυμό να κοχλάζει μέσα μας από την ποταπότητα, την ομοφοβία και την τρανσφοβία της υπερασπιστικής γραμμής, που κάναμε ασκήσεις ψυχραιμίας για να διαχειριστούμε την άπλετη ανοχή που επέδειξε η έδρα του δικαστηρίου απέναντι σε καταφανώς αντιδεοντολογικές έως και ποινικά κολάσιμες μεθόδους της υπεράσπισης. Ειλικρινά, για όσα άτομα βρεθήκαμε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας αυτούς τους πέντε μήνες, υπήρξαν μεσημέρια που γυρίσαμε σπίτια μας με διαλυμένα τα σωθικά μας και χρειαστήκαμε πολλή ώρα να κοιτάμε σιωπηλά το ταβάνι για να συνέλθουμε. Γιατί αυτή η δίκη, όπως και άλλες δίκες για παρόμοιες υποθέσεις, ήταν μια συνεχόμενη, ψυχοβγαλτική, χολερική επιτέλεση αγριότητας. Κι ακόμα δε μπορώ να φανταστώ σε τι κατάσταση γύριζαν τα θύματα σπίτι τους.
Οι καταγγέλλοντες υπέστησαν τα πάνδεινα. Πολύωρες εξετάσεις, εγκλήσεις να επαναλάβουν ξανά και ξανά τις ίδιες τραυματικές περιγραφές, κατάφωρες προσβολές της προσωπικότητας τους, ομοφοβικές συμπεριφορές, κοινοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων στα μίντια, υφαρπαγή των φωτογραφιών τους από τα social media και περιφορά τους ως “τρόπαια ανηθικότητας”, slut shaming, απόπειρες αναπαράστασης. Παρά το γεγονός ότι στη διεθνή και εγχώρια νομοθεσία υπάρχει πρόβλεψη για την αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης στα δικαστήρια και ότι σε αρκετά κράτη τέτοιες πρακτικές έχουν εγκαταλειφθεί ως αναχρονιστικές, στη δίκη Λιγνάδη το victim blaming βασίλεψε και ο επανατραυματισμός των επιζώντων ήταν μελετημένος, συστηματικός και απροκάλυπτος. Για να τους κάνει να λυγίσουν, να φοβηθούν, να υποχωρήσουν και για να αποθαρρύνει άλλα θύματα από το να μιλήσουν. Αντίστοιχες πρακτικές δολοφονίας χαρακτήρα εφαρμόστηκαν και για τους μάρτυρες κατηγορίας. Επιπλέον, ο συνήγορος υπεράσπισης του Δημήτρη Λιγνάδη δεν δίστασε να συκοφαντήσει, να απειλήσει και να εξυβρίσει με αγοραίο τρόπο δημοσιογράφους, τους δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής, ακόμα και τον εισαγγελέα του δικαστηρίου. Όλα αυτά έγιναν σε ένα καθεστώς παγερής αδιαφορίας και απραξίας από την πρόεδρο του δικαστηρίου, η οποία εκ του ρόλου της, ως διευθύνουσα τη διαδικασία είναι αρμόδια για την οριοθέτηση και την περιφρούρηση της. Θέλω να πω ότι το ασυγκίνητο μπροστά στην οδύνη των θυμάτων που όταν βιάστηκαν ήταν ανήλικα παιδιά, είχε διαφανεί από την αρχή, όπως και η απουσία οποιασδήποτε έγνοιας για την τήρηση στοιχειωδών δεοντολογικών και καταστατικών αρχών. Ωστόσο, το τέλος ήταν κεραμίδα.
Μετά, λοιπόν, από μια εξονυχιστική και εξουθενωτική εκδίκαση, όπου οι καταγγέλλοντες έφεραν μαρτυρίες και τεκμήρια επιβεβαίωσης των καταγγελιών τους, που η φαιδρή θεωρία της “συνομωσίας” πάνω στην οποία στηρίχθηκε η υπεράσπιση δεν στοιχειοθετήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστο, που ο εισαγγελέας έκανε μια βαρυσήμαντη εισήγηση καταδίκης, έφτασε η ώρα της ετυμηγορίας. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, με τις ψήφους τριών ενόρκων και μιας δικαστού, κρίθηκε ένοχος για τους βιασμούς εις βάρος δύο ανηλίκων. Αθωώθηκε για τον βιασμό του πρώτου καταγγέλλοντα – απόφαση για την οποία άσκησε έφεση εισαγγελέας εφετών και θα εκδικαστεί εκ νέου στο Εφετείο. Του επιβλήθηκε κατά συγχώνευση ποινή 12 ετών – επίσης ασκήθηκε έφεση διότι είναι προκλητικά χαμηλή. Αποφασίστηκε να δοθεί ανασταλτικός χαρακτήρας στην έκτιση της ποινής μέχρι το εφετείο. Αποφασίστηκε δηλαδή ένας άνθρωπος που κρίθηκε ένοχος για βαριά κακουργήματα να γυρίσει σπίτι του. Το απόλυτο σοκ και μαζί το ξεχείλισμα της οργής για τη σκανδαλωδώς μεροληπτική απόφαση. Σε όλες τις ψηφοφορίες η πρόεδρος της έδρας τάχθηκε υπέρ της ευνοϊκότερης δυνατής μεταχειρισης για τον κατηγορούμενο και δε γίνεται αυτό να μη μνημονευτεί, όχι μόνο γιατί λειτούργησε καταλυτικά για την αρχιτεκτονική της απόφασης αλλά και γιατί καθρεφτίζει την ενδημική ροπή ενός τμήματος του δικαστικού σώματος προς την εξουσία, όσο αποτρόπαια κι αν είναι.
Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνες τις πρώτες ώρες της ματαίωσης των θυμάτων που πέρασαν το κόσκινο ενός πολύμηνου και σκληρού δικαστηρίου για να ακούσουν ότι ο κακοποιητής τους θα αφεθεί ελεύθερος. Αν κάτι μαλάκωσε το πνιγηρό αίσθημα της απογοήτευσης ήταν η άμεση, μεγαλειώδης και πρωτότυπη σε μορφές αντίδραση των καλλιτεχνών και της αλληλέγγυας κοινωνίας. Το “Βιαστής Είναι” που απλώθηκε σε κάθε θέατρο, οι πορείες, τα αυτοκόλλητα σε κάθε γειτονιά.
Γιατί όντως η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται μόνο στα δικαστήρια. Ενίοτε αποδίδεται ελάχιστα ή καθόλου στα δικαστήρια. Η δικαιοσύνη διακυβεύεται και στο επίπεδο της συνείδησης της κοινωνίας, η οποία – επειδή ακούστηκαν διάφορα απίθανα τότε – προφανώς έχει το δικαίωμα να κρίνει τις δικαστικές αποφάσεις. Αλίμονο αν η κοινωνία απεμπολούσε το δικαίωμα της να κρίνει τη δικαστική, την πολιτική ή τη μιντιακή εξουσία. Θα ήταν μια σίγουρη οδός προς το γκρεμό.
Λίγο πριν το κλείσιμο νιώθω την ανάγκη να υπογραμμίσω τον σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε το Παρατηρητήριο της Δίκης Λιγνάδη (Lignadis Trial Watch) για τη διασφάλιση της δημοσιότητας της δίκης, την καταγραφή της και την ανεξάρτητη ενημέρωση. Το Παρατηρητήριο έφερε στη δημόσια σφαίρα τα πραγματικά τεκταινόμενα από τη δικαστική αίθουσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαρρήχθηκε η οποιαδήποτε προσπάθεια διαστρεβλωτικής και μονομερούς μεταφοράς τους, ειδικά με δεδομένη την προνομιακή πρόσβαση της πλευράς του κατηγορουμένου στο τηλεοπτικό περιβάλλον. Άλλωστε, η αξία των Παρατηρητηρίων στις δίκες υψηλού κοινωνικού ενδιαφέροντος έχει διαπιστωθεί ήδη από την κάλυψη της δίκης της Χρυσής Αυγής από το Golden Dawn Watch.
Την ώρα που γράφω αυτό το άρθρο διεξάγεται η δίκη για την υπόθεση τραφικινγκ της Ηλιούπολης και όσο διαβάζω τις περιγραφές από τη βασανιστική ταλαιπωρία που υπέστη η επιζώσα στο δικαστήριο, όσο πληροφορούμαι τον χυδαίο τρόπο με τον οποίο καταφέρονται κατά των θυμάτων οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, νιώθω πάλι εκείνο σφίξιμο στο στομάχι. Το ίδιο κακοποιητικό μοτίβο παρατήρησα κι όσες φορές παρακολούθησα δικασίμους της υπόθεσης Φιλιππίδη. Πρόκειται για δίκες απόλυτης αντιστροφής, αφού στην πραγματικότητα είναι σα να δικάζονται τα θύματα, σα να πρέπει να εκθέσουν τους εαυτούς τους διάφανους στο μικροσκόπιο των αρχών ξανά και ξανά, σα να πρέπει να αποδείξουν ότι είναι θύματα και ότι δεν τους άξιζε αυτό. “Αλλά δεν χρειάζεται να πληρώσεις το τίμημα, δεν πρέπει να πληρώσεις για δεύτερη φορά, δεν είναι υποχρέωσή σου να θυσιαστείς… Γιατί επιβάλλουμε στους χαμένους της ιστορίας να γίνονται μάρτυρες – λες και το να είσαι χαμένος δεν είναι ήδη αρκετό, γιατί οι χαμένοι να πρέπει κι από πάνω να δώσουν μαρτυρία της ήττας τους, γιατί να πρέπει να επαναλαμβάνουν την ήττα τους μέχρι να εξαντληθούν, μέχρι να φτάσουν στα όρια της εξάντλησης, δεν είμαι ο φύλακας κανενός, δεν είναι δίκαιο, δεν είναι δίκαιο” γράφει ο Εντουαρντ Λουί στην Ιστορία της Βίας, μιλώντας για τον δικό του βιασμό. Είναι απάνθρωπο, αν το σκεφτείς. Μια σαδιστική διαδικασία που χρειάζεται άμεση και ριζική αναθεώρηση. Δεν θα πρέπει τα θύματα για να φτάσουν στη δικαίωση να διέλθουν μέσα από το σπιράλ της συντριβής τους, ούτε να υπονομεύεται το δικαίωμα τους να ανασυγκροτήσουν τις ζωές τους, να επουλώσουν τις πληγές τους, να διεκδικήσουν τη χαρά και τη γαλήνη.
Κλείνοντας, δεν πρέπει να λησμονούμε πως ναι μεν ο Δημήτρης Λιγνάδης γύρισε σπίτι του εξαιτίας ενός ατιμωτικού χειρισμού του δικαστηρίου, παρά την κομπορρημοσύνη όμως του ίδιου κα του συνηγόρου του, γύρισε ως ένοχος, ως βιαστής ανηλίκων. Κι αυτό οφείλεται στην τρεμάμενη και ιερή αλήθεια που κατέθεσαν στη δικαστική αίθουσα ο Α., ο Σ., ο Π., ο Νίκος Σ., στον τρόπο που στάθηκαν σε εκείνη την αρένα κι έδειξαν τα τραύματα τους, με ευαισθησία και απαράμιλλο σθένος. Οι καταθέσεις του ήταν συγκλονιστικές και κάποια στιγμή θα πάρουν τη θέση που τους αναλογεί στην ιστορία του metoo.