Καλάθι νοικοκυριού: Το concept πέτυχε, αλλά δεν είναι αρκετό

Καλάθι νοικοκυριού: Το concept  πέτυχε, αλλά δεν είναι αρκετό
Καλάθι του νοικοκυριού eurokinissi

Η πρωτοβουλία του Υπουργού Ανάπτυξης κρίνεται ως περιορισμένης επίδρασης ιδίως όταν άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές, παραμένουν αμετακίνητοι.

Μπόλικος σκεπτικισμός συνόδευσε την πρωτοβουλία του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη να «προτείνει» τη σύσταση καλαθιού βασικών προϊόντων με στόχο τη συγκράτηση των τιμών τους προς υποστήριξη του καταναλωτικού εισοδήματος σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός εξαϋλώνει τους οικογενειακούς προϋπλογισμούς.

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έπρεπε να εξετάσει τη λειτουργικότητα του μέτρου, λιανεμπόριο, βιομηχανία και προμηθευτές εμμέσως υποστήριζαν πως η συγκράτηση τιμών είναι μια καθημερινή πρακτική, ενώ οι καταναλωτές παρακολουθούσαν ζαλισμένοι τις ανατιμήσεις σε κάθε γραμμή κόστους ζωής, αδυνατώντας να μετρήσουν την επίδραση του νέου μέτρου.

Λίγες εβδομάδες μετά την εφαρμογή του, η στατιστική αποδεικνύει πως το μέτρο του καλαθιού «φαίνεται να λειτουργεί», όπως ανάφερε προσφάτως και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, καθώς οδήγησε σε μεσοσταθμική μείωση άνω του 14% στο σύνολο της αξίας του καλαθιού που σχηματίζουν οι αλυσίδες (κάθε μια με τη δική της πρόταση) σε σχέση με την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του μέτρου.

Έτσι, ο αντικειμενικός σκοπός επετεύχθη και ο Υπουργός Ανάπτυξης επέκτεινε το concept, δημιουργώντας «χριστουγεννιάτικο καλάθι» και «καλάθι παιχνιδιών» με ολιγοήμερη διάρκεια.

Στο δια ταύτα, ωστόσο, η επιτυχία του καλαθιού δεν είναι ικανή να ανατρέψει ούτε τις ανατιμήσεις, ούτε να ανακουφίσει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, για αυτό εξάλλου λανσάρεται και το market pass. Από την ενδελεχή στατιστική ανάλυση του e-katanalotis προκύπτει πως η μεσοσταθμική μείωση των τιμών στο καλάθι του νοικοκυριού επήλθε μετά την αντικατάσταση των προτεινόμενων προϊόντων στην πλειονότητα τους από προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και κατά τεκμήριο μικρότερης αξίας.

Η δε στροφή των καταναλωτών στα λεγόμενα private label είναι μια γνώριμη τακτική από τα χρόνια της πολυετούς κρίσης. To 2010 το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας άγγιζε το 11%-12% , έπιασε κορυφή το 2014 στο 19% (εξαιτίας και της επιθετικής πολιτικής της Μαρινόπουλος, που βυθιζόταν), ενώ το 2022 το μερίδιο τους διαμορφώνεται πλέον στο 16,1% σύμφωνα με τα στοιχεία των εξειδικευμένων εταιρειών ανάλυσης.

Γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι την πλειονότητα των αγορών του μέσου ελληνικού νοικοκυριού καλύπτει ευρύτερη γκάμα και φίρμες προϊόντων, πέραν της περιμέτρου του καλαθιού, όπου οι παρεμβάσεις είναι μάλλον περιορισμένες. Η όποια συγκράτηση ή αναχαίτιση των ανατιμήσεων καθορίζονται μόνον από τον πραγματικό ανταγωνισμό μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, εφόσον αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν αντοχές από τους καταναλωτές.

Κάπως έτσι, η πρωτοβουλία του Υπουργού Ανάπτυξης, κρίνεται ως περιορισμένης επίδρασης ιδίως όταν άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές (όπως ο ΦΠΑ, οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης κτλ) παραμένουν αμετακίνητοι. Στη εξίσωση δε, οφείλει κανείς να προσθέσει και το ύψος μισθών και διαθεσίμου εισοδήματος, το οποίο παραμένει χαμηλό, ακόμη κι αν ως δια μαγείας εξέλειπε ο πληθωρισμός της τάξης του 10%.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα