Κατοχικός Τύπος: Η ελληνική δημοσιογραφία υπό γερμανικό έλεγχο

Διαβάζεται σε 8'
Κατοχικός Τύπος: Η ελληνική δημοσιογραφία υπό γερμανικό έλεγχο
AP

Υπό κατοχή, ο Τύπος χάνει πρώτα τη φωνή του – κι έπειτα την αξιοπιστία του.

Η μελέτη του ελληνικού Τύπου της περιόδου της Κατοχής αποτελεί ένα ιδιαίτερα περίπλοκο και ευαίσθητο ιστορικό ζήτημα. Από τον Απρίλιο του 1941, με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων, οι ελληνικές εφημερίδες πέρασαν στον πλήρη έλεγχο της κατοχικής διοίκησης. Οι Γερμανοί επέβαλαν στους δημοσιογράφους αυστηρότατη λογοκρισία και σαφείς οδηγίες, μετατρέποντας έτσι τον Τύπο από μέσο ενημέρωσης σε μέσο προπαγάνδας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο ένας δημοσιογράφος της εποχής μπορούσε να γράψει κάτι διαφορετικό από αυτά που επέβαλλαν οι κατακτητές και σε ποιο βαθμό οι ίδιες οι συνθήκες επηρέασαν την τελική μορφή των κειμένων που έφταναν στα χέρια του ελληνικού λαού.

Η πρώτη περίοδος της Κατοχής: Η ‘φιλική’ εισβολή. Στις 30 Απριλίου 1941, η εφημερίδα «Βραδυνή» φιλοξενεί άρθρο σύμφωνα με το οποίο «ο ελληνικός λαός αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι μόνο λόγια το ότι οι Γερμανοί έρχονται ως φίλοι και όχι ως εχθροί». Ο αρθρογράφος τονίζει τη «σεμνότητα και το ήθος», την «ευγένεια και την προσήνεια» τόσο των Γερμανών αξιωματικών όσο και των στρατιωτών, που –όπως σημειώνει– «προκαλούν ήδη τη συμπάθεια του τόσο δοκιμασμένου λαού μας». Στο ίδιο πνεύμα, η «Καθημερινή» γράφει την ίδια ημέρα πως «ο ελληνικός λαός δεν ημπορεί παρά να βοηθήσει ολοψύχως την προσπάθειαν, διότι γνωρίζει ότι από την επιτυχία της εξαρτάται η ευημερία του και η ευτυχία της χώρας».

Η «Καθημερινή», από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, εμφανίζεται εναρμονισμένη με το νέο καθεστώς. Ήδη από τις 29 Απριλίου 1941, σε κύριο άρθρο της, σημειώνει πως η ζωή στην Αθήνα «βρήκε πάλι τον συνηθισμένο ρυθμό της» και κάνει λόγο για την έναρξη μιας νέας περιόδου ειρήνης. Την επόμενη μέρα, η εφημερίδα δημοσιεύει τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης υπό τον «γενναίον αξιωματικόν του Ελληνικού Στρατού» Γεώργιο Τσολάκογλου (Κ, 30/4/1941).

Οι εφημερίδες της εποχής προβάλλουν την άμεση περίθαλψη των τραυματιών στη γραμμή του πυρός και τη γρήγορη μεταφορά τους με αεροπλάνα, παρουσιάζοντας αυτές τις ενέργειες ως στοιχεία που ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας των μαχόμενων. Το ίδιο αίσθημα –υπονοούν– μεταφέρεται και στον γερμανικό στρατό, ο οποίος συνεχίζει την προέλασή του στην υπόλοιπη χώρα, προετοιμάζοντας την επίθεση στην Κρήτη. Παράλληλα, τα «Αθηναϊκά Νέα» (ΑΝ) υπογραμμίζουν την «ευμένεια» των γερμανικών αρχών, οι οποίες –όπως σημειώνεται– αποδέσμευσαν ποσότητες αλευριού από τις αποθήκες του Πειραιά (ΑΝ, 1/5/1941).

Η δωσιλογική κυβέρνηση στις εφημερίδες. Στη σύνθεση της πρώτης δωσιλογικής κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου, οι εφημερίδες προβάλλουν τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, ο οποίος ορίζεται υπουργός Υγιεινής και Κοινωνικής Πρόνοιας. Ο Λογοθετόπουλος θα διαδεχθεί αργότερα τον Τσολάκογλου στη θέση του κατοχικού πρωθυπουργού, αποτελώντας τον δεύτερο επικεφαλής κυβέρνησης συνεργαζόμενης με τις κατοχικές δυνάμεις.

Οι πρώτες δηλώσεις του Γεωργίου Τσολάκογλου φιλοξενούνται ευρέως στον Τύπο. Ο ίδιος στρέφεται κατά εκείνων που κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία και καλεί τον ελληνικό λαό «να έχει εμπιστοσύνη εις τους άνδρας, οι οποίοι ανέλαβον κατά τας παρούσας στιγμάς την προστασίαν του» («Βραδυνή», 1/5/1941, σ.2). Η «Καθημερινή», με αφορμή την ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης, διαβεβαιώνει πως τα μέλη της θα «πολλαπλασιάσουν την ψυχική και σωματική τους αντοχή» προκειμένου να φέρουν εις πέρας το έργο τους (Κ, 1/5/1941).

Στο πρωτοσέλιδο της «Βραδυνής» στις 2 Μαΐου 1941, προβάλλεται η ιδέα της πολιτισμικής συγγένειας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Το άρθρο κάνει λόγο για την «ανασύνδεση της παλαιάς φιλίας» των δύο λαών, τονίζοντας την κοινή πολιτιστική τους κληρονομιά («Βραδυνή», 2/5/1941, σ.1).

Στο ίδιο δημοσίευμα, η «Βραδυνή» υπογραμμίζει πως «οι Γερμανοί μας δήλωσαν επανειλημμένως ότι δεν ήλθον ως εχθροί αλλά ως φίλοι», παρουσιάζοντας την είσοδό τους στη χώρα ως μία φιλική κίνηση, η οποία είχε ως μοναδικό στόχο την απομάκρυνση των Άγγλων. Ο αρθρογράφος προσπαθεί να διαμορφώσει την εντύπωση ότι ο ελληνικός λαός τους υποδέχτηκε με καλή διάθεση («Βραδυνή», 2/5/1941, σ.1). Την ίδια αφήγηση υιοθετούν τόσο η «Καθημερινή» όσο και τα «Αθηναϊκά Νέα». Χαρακτηριστική είναι και η έμμεση αναφορά στη φιλοφρόνηση του ίδιου του Χίτλερ προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, ενισχύοντας έτσι τον μύθο περί πολιτισμικής εγγύτητας των δύο λαών.

Η προπαγάνδα στην καθημερινότητα: Πολιτισμός και αθλητισμός. Στις 5 Μαΐου 1941, η «Βραδυνή» δημοσιεύει ανακοίνωση για τον πρώτο ποδοσφαιρικό αγώνα που διεξήχθη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και μια μικτή ομάδα παικτών από τη Θεσσαλονίκη (τελικό σκορ 4–1). Το κύριο σχόλιο της εφημερίδας είναι χαρακτηριστικό: «Ξαναρχίζει η ειρηνική μας ζωή», φράση που επιδιώκει να εμπεδώσει την αίσθηση ομαλότητας υπό τη γερμανική παρουσία.

Στις 7 Μαΐου 1941, η «Βραδυνή» αναφέρεται σε τηλεγράφημα που απέστειλε ο Δήμαρχος Αθηναίων, Άγγελος Πλυτάς, προς τον Χίτλερ, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του για την αναφορά του Φύρερ στην Ελλάδα. Η εφημερίδα σχολιάζει πως «δεν υπάρχει Έλληνας που να μην συγκινήθηκε από τον λόγο του». Η «Καθημερινή» της ίδιας ημέρας προσθέτει πως η χειρονομία του Πλυτά «ανταποκρίνεται στα αισθήματα του λαού», ενισχύοντας το αφήγημα περί αποδοχής και αναγνώρισης των προθέσεων του Γερμανού ηγέτη.

Στις 9 Μαΐου, η «Καθημερινή» φιλοξενεί εκτενές ρεπορτάζ με τίτλο «Διατί εσυνθηκολόγησε ο στρατός του αλβανικού μετώπου», στο οποίο υπογραμμίζεται πως οι όροι της ανακωχής «επροξένησαν ου μόνον ανακούφισιν αλλά και ακράτητον ενθουσιασμόν εις τους Έλληνας στρατιώτας». Η εφημερίδα επιχειρεί έτσι να νομιμοποιήσει τη συνθηκολόγηση ως πράξη λογικής και ανακούφισης, εναρμονισμένη πλήρως με τη ρητορική του κατοχικού καθεστώτος.

Η «Βραδυνή», στις 11 Μαΐου 1941, εκφράζει ικανοποίηση για νόμο που επέβαλαν οι κατοχικές αρχές και ο οποίος προβλέπει ποινές για τους πολίτες που εκδηλώνουν συμπάθεια προς τους διερχόμενους Άγγλους αιχμαλώτους. Η «Καθημερινή», την ίδια ημέρα, χαρακτηρίζει τέτοιες πράξεις ως «μωρίαι ανευθύνων». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 29 Μαΐου, η «Βραδυνή» σημειώνει ότι οι Γερμανοί επιδεικνύουν «ευμενείς διαθέσεις» προς τον ελληνικό λαό, ενώ σε κύριο άρθρο της στις 31 Μαΐου αναφέρει πως «δεν είναι δυνατόν το σύνολο των Ελλήνων να ανέχεται τας ανοησίας ολίγων εγκληματιών», αναφερόμενη στις πράξεις αλληλεγγύης προς τους Βρετανούς αιχμαλώτους.

Κρήτη και Αντίσταση: Η απόκρυψη της πραγματικότητας. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης,  η «Βραδυνή» αποφεύγει να αναφερθεί στις συνέπειες για τον τοπικό πληθυσμό και περιγράφει τους γερμανικούς βομβαρδισμούς ως επιθέσεις αποκλειστικά κατά των Άγγλων, σαν να μην υπήρχαν Έλληνες κάτοικοι στο νησί. Στις 27 Μαΐου 1941, δημοσιεύει το διάγγελμα του Γεωργίου Τσολάκογλου, στο οποίο ο δωσίλογος πρωθυπουργός απευθύνεται στους Κρητικούς καλώντας τους «να σέβονται τους αιχμαλώτους», επικαλούμενος τη δήθεν ιπποτική ελληνική παράδοση απέναντι στους αντιπάλους. Εμμέσως, δηλαδή, ζητεί καλούς τρόπους προς τους εισβολείς Γερμανούς. Η πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν τελείως διαφορετική: οι Κρητικοί αντέδρασαν με οργή απέναντι στους κατακτητές και τους αντιμετώπισαν με ό,τι μέσο διέθεταν. Αντίθετα, η «Καθημερινή», ήδη από τις 23 Μαΐου (σ.1), προβάλει ως κύριο θέμα την εισβολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και την κατάληψη του Ηρακλείου, ενώ στις καθημερινές ανταποκρίσεις της παρουσιάζει ως αποκλειστικό αντίπαλο των Γερμανών τα βρετανικά στρατεύματα.

Στις 28 Μαΐου 1941, η «Βραδυνή» κυκλοφορεί με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «ΑΙΣΧΟΣ», καταγγέλλοντας τη συνεργασία των Κρητικών με τα βρετανικά στρατεύματα εναντίον των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Η εφημερίδα χαρακτηρίζει ως «απίστευτο» το γεγονός των επιθέσεων των ντόπιων κατά των εισβολέων στο Καστέλλι και την Κάνδανο. Στο ίδιο πνεύμα, η «Καθημερινή» καταγγέλλει τις «βαρβαρότητες» των Άγγλων και εκφράζει την έκπληξή της για τη βοήθεια που προσέφεραν οι Κρητικοί στους Βρετανούς στις «φρικαλεότητές» τους (Κ, 29/5/1941).

Μετά την πρώτη πράξη αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών – την αφαίρεση της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη από τους νεαρούς Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα – η «Βραδυνή» έσπευσε, στις 2 Ιουνίου 1941, να καταδικάσει την ενέργεια με σφοδρότητα. Σε κύριο άρθρο της, αμφισβητεί ότι οι δράστες «είχαν σώας τας φρένας» και υπονοεί πως δεν μπορεί να ήταν Έλληνες, αφού –όπως γράφει– δεν σεβάστηκαν «το σύμβολο της φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας». Την επομένη, η «Καθημερινή» καταδικάζει επίσης την πράξη, χαρακτηρίζοντάς την ως «αντεθνική» (Κ, 3/6/1941).

Μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Κρήτης και την πλήρη εδραίωση της γερμανικής κατοχής στη χώρα, η «Βραδυνή» μετατοπίζει την προσοχή της στους τραυματισμένους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Σε δημοσίευμα του Γερμανού Χάινριχ Ροδέμερ, η εφημερίδα επικεντρώνεται αποκλειστικά στην αγωνία για την τύχη των εισβολέων, αποσιωπώντας πλήρως τόσο την καταστροφή της Κανδάνου όσο και τις μαζικές εκτελέσεις αμάχων στο Κοντομαρί.

Ο Τύπος σε ανελευθερία. Από τη συνολική μελέτη των δημοσιευμάτων της περιόδου γίνεται σαφές ότι όλες σχεδόν οι εφημερίδες είχαν κοινή γραμμή και χρησιμοποιούσαν πανομοιότυπα επιχειρήματα, φρασεολογία και προπαγανδιστικά μοτίβα. Ο λόγος ήταν προφανής: Η κατοχική εξουσία είχε τον πλήρη έλεγχο της ενημέρωσης, με αποτέλεσμα κάθε δημοσιογραφικό κείμενο να αποτελεί προϊόν επιβολής και όχι ελεύθερης έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο πως καμία εφημερίδα της εποχής δεν παρέκκλινε από το επίσημο αφήγημα της «φιλικής παρουσίας των Γερμανών». Επομένως, η μελέτη του Τύπου της Κατοχής δεν έχει μόνο ιστορική σημασία αλλά λειτουργεί και ως πολύτιμο μάθημα για το πώς η βία και η λογοκρισία μπορούν να καταργήσουν πλήρως την πολυφωνία και την ελευθερία έκφρασης. Η γνώση της ιστορίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μη βιώσει ποτέ ξανά ο Τύπος παρόμοια σιωπή.

ΠΗΓΕΣ: Εφημερίδες «Καθημερινή», «Βραδυνή», «Αθηναϊκά Νέα»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα