Κλειδί είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, όχι οι καβγάδες για την πανδημία
Το τρένο περιμένει στον σταθμό, λέγεται Ταμείο Ανάκαμψης και είναι το κλειδί που θα καθορίσει τις μέλλουσες οικονομικές εξελίξεις και πολιτικές επιλογές
- 25 Μαρτίου 2021 07:09
Η επώδυνη εξέλιξη της πανδημίας δημιουργεί ένα πρόσφορο πεδίο για να κάνει κάποιος αντιπολίτευση στην κυβέρνηση με την απλή συνταγή πως ό,τι δουλεύει είναι αυτονόητο, ό,τι χαλάει είναι ευθύνη της. Όταν στο τέλος γίνει ο λογαριασμός, υπολογίζουν ότι τα πρώτα δεν θα τα πιστώνει κανείς στην κυβερνητική πολιτική, ενώ τα αρνητικά θα τα θυμάται και θα τα χρεώνει αναλόγως. Στην πραγματικότητα όμως θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο, επειδή όλοι τότε θα θέλουν να ξεχάσουν όσα υπέστησαν με τον εγκλεισμό, την αποξένωση από την εργασία ή ακόμα και απώλειες. Με τον ίδιο τρόπο, εκατό χρόνια πριν κανείς δεν ήθελε να θυμάται την καταστροφή που έσπειρε η ισπανική γρίπη ούτε σώζονται αφηγήσεις για τον δάγκειο πυρετό. Στα γυμνασιακά μας χρόνια θέριζε μια επιδημία μηνιγγίτιδας, αλλά κανείς δεν την σκέφτεται όταν γίνονται οι επετειακές μαζώξεις των συμμαθητών.
Η πολιτικοποίηση της πανδημίας θα αποδειχθεί πολιτικό κεφάλαιο μηδενικής απόδοσης, αμέσως μόλις λήξει. (Εκτός βέβαια εάν προκληθούν μείζονες καταστροφές, αλλά κάτι τέτοιο ευτυχώς δεν διαφαίνεται). Αντί για τον αντιλογισμό των (υπαρκτών ή υποθετικών) ευθυνών και παραλείψεων, οι πολίτες θα αναζητήσουν αμέσως μια διαδρομή ασφαλείας για να συναντηθούν ξανά με τις προοπτικές της ζωής τους που ξανάρχισαν όταν τελείωσαν τα Μνημόνια το 2018, αλλά κόπηκαν πάλι ξαφνικά. Τα ζητήματα της πανδημίας θα απασχολούν τα μαθηματικά μοντέλα και τους ιστορικούς της ιατρικής, οι κοινωνίες όμως θα σβήνουν την ζοφερή μνήμη και θα τρέχουν να κόψουν εισιτήριο για το επόμενο τρένο.
Κατά τύχη μεγάλη, το τρένο περιμένει στον σταθμό, λέγεται Ταμείο Ανάκαμψης και είναι το κλειδί που θα καθορίσει τις μέλλουσες οικονομικές εξελίξεις και πολιτικές επιλογές. Η κυβέρνηση δείχνει να το έχει συνειδητοποιήσει και επιχειρεί να στοιχίσει προτάσεις, στόχους και δυνάμεις γύρω από τις προοπτικές (και τα χρήματα) που έχει. Σε μερικά ζητήματα οι αποφάσεις είναι εύλογες, σε άλλα ακατανόητες και σε ορισμένα κρίσιμα λείπουν εντελώς. Συγκεκριμένα:
Η απόφαση τα διαθέσιμα δάνεια των 12 δις. Ευρώ να πάνε σε ιδιώτες που μαζί με τράπεζες θα μοιραστούν το ρίσκο είναι σωστή γιατί έτσι αφενός αποφεύγει να αθροιστούν στο δημόσιο χρέος και αφετέρου κρατάει τους δωρεάν πόρους για δημόσιες ή ευρύτερες πρωτοβουλίες. Το δεύτερο σωστό που κάνει είναι ότι διαχωρίζει το Ταμείο από το ΕΣΠΑ και αποφεύγει έτσι τον σιφωνισμό κοινοτικών κονδυλίων μέσω έργων που μετατάσσονται από το ένα πρόγραμμα στο άλλο δήθεν για να βρουν κεφάλαια αλλά στην πραγματικότητα για να τα πάρουν χωρίς ανταγωνισμό και αξιολόγηση. Τρίτη (και τελευταία) σωστή ενέργεια είναι να κεντήσει το σχέδιο της πάνω στο πατρόν της ευρωπαϊκής πλατφόρμας, ώστε να εισπράξει γρήγορα την ευαρέσκεια των κοινοτικών οργάνων και μετά να την διαχειριστεί ως υψηλή έγκριση στο εσωτερικό της χώρας.
Από εκεί και πέρα όμως αρχίζουν τα φάουλ. Καταρχήν λείπει η στοιχειώδης εθνική συναίνεση επί του σχεδίου, αφού καμμία δημόσια διαβούλευση δεν έγινε, ούτε καν στο γενικό πλαίσιο αναφοράς που υποτίθεται ότι συνιστά η Έκθεση Πισσαρίδη. Αν δεν υπήρχαν κάποιες πρωτοβουλίες ιδιωτικών φορέων που έδωσαν βήμα σε άλλες απόψεις, το σχέδιο θα έμενε πιο μυστικό και από τα πυρηνικά εργαστήρια της Τεχεράνης.
Δεύτερον και ανεξήγητο: Οι στόχοι του Ταμείου Ανάκαμψης για την Πράσινη Συμφωνία και τον ψηφιακό μετασχηματισμό είχαν ήδη εγκριθεί από το 2019, πριν εισβάλει η πανδημία, δεν υπήρχαν όμως κεφάλαια για να τους υλοποιήσουν και τα έψαχναν δεξιά-αριστερά. Τα χρήματα βρέθηκαν μόνο μετά τους μαζικούς θανάτους στο Μπέργκαμο που οδήγησαν σε κατάρρευση την Ιταλία και έθεσαν τεράστια ηθικά διλήμματα στους δημοσιονομικούς ιεροκήρυκες του Βορρά. Η αναγνώριση της αξίας των δημόσιων υποδομών υγείας, εκπαίδευσης και μεταφορών έμοιαζε να είναι μια αυτονόητη συμμόρφωση των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης, αλλά κάτι τέτοιο απουσιάζει ολοσχερώς από το ελληνικό – τουλάχιστον προς το παρόν.
Τρίτον και ακόμα πιο κρίσιμο είναι το ερώτημα όχι μόνο για τους στόχους αλλά και για τα μέσα που θα τους πραγματοποιήσουν. Άραγε οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ηλεκτροκίνηση, η κυκλική οικονομία, τα προγράμματα «Εξοικονομώ» και τα εργαλεία της ψηφικοποίησης θα έλθουν «στο κουτί» από άλλες χώρες ή μήπως ένα σημαντικό μέρος μπορεί να παραχθεί στην Ελλάδα; Εάν γίνουν αποκλειστικά με εισαγωγές, η Ελλάδα θα υποστεί διπλή ζημιά αφενός γιατί θα χάσει μια σημαντική ευκαιρία απασχόλησης και αφετέρου θα βρεθεί με ένα χαώδες εξωτερικό έλλειμμα που μαζί με το διογκούμενο δημόσιο χρέος θα την στείλει πάλι στα τάρταρα. Η ανόρθωση θα καταλήξει σε μια άλλη γενιά Μνημονίων, αυτή τη φορά είναι αλήθεια με καθαρότερη ατμόσφαιρα.
Αυτές οι παραλείψεις του κυβερνητικού σχεδίου ανάκαμψης δημιουργούν ένα εντυπωσιακό ζωτικό χώρο για όσες δυνάμεις θέλουν να καθορίσουν το μέλλον της χώρας και όχι απλώς να αρχειοθετούν το παρελθόν. Οργανώνοντας δημόσιες συζητήσεις και επιζητώντας την συμβολή εξειδικευμένων και ενδιαφερομένων μπορούν να διαμορφώσουν τους στόχους και την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης σε δύο άξονες που σήμερα απλώς δεν υπάρχουν:
Πρώτος άξονας η ενίσχυση των υποδομών και των δημόσιων αγαθών. Ακόμα και χωρίς την πανδημία, η φθορά που είχαν υποστεί από την εγκατάλειψη των δημοσίων επενδύσεων την τελευταία δεκαετία επιβάλλει τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση τους. Αν βελτιωθούν, θα προσελκύσουν πολύ περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις και ίσως κλείσει το κενό της αποεπένδυσης που έπληξε μετά το 2010 την Ελλάδα.
Δεύτερος άξονας η επικέντρωση των επενδύσεων στην παραγωγή για να βελτιωθούν οι εξαγωγές, η ανταγωνιστικότητα και τελικά η Εθνική Προστιθέμενη Αξία. Αυτό θα σημάνει μαζική απασχόληση, υψηλή κατάρτιση σε σύγχρονους τεχνολογικούς τομείς αλλά επίσης και εισοδήματα για τους νέους. Αντί να ψάχνουν για δουλειά στην Γερμανία θα έλθουν πίσω με αξιώσεις. Πολλά προβλήματα που σήμερα είναι απειλητικά – όπως το ασφαλιστικό, το δημογραφικό, οι ανισότητες – θα αντιμετωπιστούν τότε από καλύτερες θέσεις. Όταν πια κανείς δεν θα θυμάται τους καβγάδες της πανδημίας, η χώρα μπορεί να έχει προοδεύσει και να ξέρει ποιος συνέβαλε σε αυτό.