Κώστας Σημίτης: Μια αποτίμηση, μακριά από ύμνους και αναθέματα…

Διαβάζεται σε 7'
Κώστας Σημίτης: Μια αποτίμηση, μακριά από ύμνους και αναθέματα…
Ο Κώστας Σημίτης INTIME

Οι τρεις πηγές της κριτικής της κυβερνητικής θητείας του Κώστα Σημίτη και οι “απαντήσεις” που έδωσαν τα πεπραγμένα του εκλιπόντος.

Έτσι γίνεται πάντα. Όταν πεθαίνει ένα πολιτικό πρόσωπο με μακρόχρονη παρουσία στο δημόσιο βίο, γράφονται και ακούγονται τα πάντα. Από ύμνους και αναθέματα μέχρι σοβαρή αποτίμηση και παλαβομάρες.

Την πιο απλή και συνάμα καίρια αποτίμηση του Κώστα Σημίτη έκανε το ΚΚΕ, με 11 λέξεις: «Υπερασπίστηκε με συνέπεια τις θέσεις και τους στόχους της αστικής πολιτικής».

Ο εκλιπών ήταν ηγετικό στέλεχος ενός, κατεστημένου πλέον, κόμματος. Το 1996, όταν εξελέγη ο Σημίτης, το ΠΑΣΟΚ είχε κυβερνήσει δύο τετραετίες. Στην πρώτη επήλθε μια μικρή επανάσταση στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Στη δεύτερη τετραετία άρχισαν οι «μουτζούρες». Αναπόφευκτο.

Η εξουσία φέρνει εκφυλιστικά φαινόμενα και διαφθορά. Και φθορά.

Ο Σημίτης εξελέγη πρωθυπουργός το 1996, επειδή η πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ τον έκρινε ικανότερο να ανακόψει τη φθορά του και να το κρατήσει στην εξουσία. Αυτή είναι η ωμή αλήθεια. Ο Σημίτης εξελέγη γιατί απέναντί του είχε τον Άκη Τσοχατζόπουλο, αλλιώς η ιστορία μπορεί να γραφόταν διαφορετικά.

Για να φανεί η σημασία αυτής της επισήμανσης, ας κάνουμε εδώ μια μικρή αναδρομή, με προσωπική (επαγγελματική) γνώση. Στις 18 Ιανουαρίου 1996 έγινε η πρώτη ψηφοφορία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ για την εκλογή του διαδόχου του (παραιτηθέντος) Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία. Αποτέλεσμα: Σημίτης 53, Τσοχατζόπουλος 53, Αρσένης 50. Πανηγύρια από τους βουλευτές και τους στενούς συνεργάτες του Άκη, η εκλογή του ήταν (ή έτσι φαινόταν) βέβαιη, αφού ο Σημίτης δεν είχε συμπάθειες στους βουλευτές του Αρσένη.

Στο διάδρομο της Βουλής, λίγο πριν από τη δεύτερη ψηφοφορία, έπεσα πάνω στον παλιό κεντρώο και πιστό ανδρεοπαπανδρεϊκό Αναστάσιο Πεπονή, που δεν συμπαθούσε καθόλου (πολιτικά) τον Σημίτη. «Έχει κριθεί το αποτέλεσμα, κύριε υπουργέ;», τον ρώτησα. «Όχι και βιάζονται όσοι πανηγυρίζουν». Και προς μεγάλη μου έκπληξη μου είπε ότι θα ψηφίσει Σημίτη! Είδε τη δυσπιστία μου και μου εξήγησε: «Ο Σημίτης είναι ο πιο κατάλληλος για τη θέση του πρωθυπουργού αυτή τη στιγμή»!

Πρώτο συμπέρασμα: ο Σημίτης εξελέγη διότι εκείνη τη στιγμή εξέφρασε αυτό που χρειαζόταν το κυβερνών ΠΑΣΟΚ για να συνεχίσει να κυβερνά. Και όσοι τον ψήφισαν δικαιώθηκαν. Η ΝΔ του Μιλτιάδη Έβερτ έμεινε με τη μπουκιά στο στόμα (όλες οι δημοκοπήσεις της εποχής, πριν από τις αλλαγή στο ΠΑΣΟΚ, έδειχναν ότι θα κέρδιζε τις επόμενες εκλογές). Το ΠΑΣΟΚ υπό τον Σημίτη κυβέρνησε για δύο πλήρεις τετραετίες.

Ο Σημίτης εξελέγη πρωτίστως γι’ αυτό. Και για να υπηρετήσει την «αστική πολιτική», που λέει το ΚΚΕ. Δεν εξελέγη ως εκφραστής κάποιου ΠΑΣΟΚ που δεν υπήρχε πια.
Η κριτική-η σοβαρή, όχι τα αναθέματα και οι γελοιότητες- για την περίοδο Σημίτη είχε-και έχει τώρα που πέθανε- τρεις πηγές.

Πρώτον, το λεγόμενο παραδοσιακό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, ότι το «μετακίνησε προς τα δεξιά». Πράγματι, τότε υπήρχε η αντίληψη ότι ο Σημίτης ήταν το «δεξιό» ΠΑΣΟΚ και ο (ηττηθείς εσωκομματικά) Τσοχατζόπουλος το «αριστερό». Η ιστορική πορεία απέδειξε πόση αξία είχαν αυτές οι μπαρούφες. Και τι θα συνέβαινε αν εκείνο το απόγευμα της 18ης Ιανουαρίου 1996 δεν εκλεγόταν πρωθυπουργός ο Σημίτης, αλλά ο Τσοχατζόπουλος. Η συνέχεια το έδειξε.

Δεύτερον, το παραδοσιακό κομμάτι της ΝΔ, όπως αυτό εκφραζόταν τότε από τον μακαρίτη Μιλτιάδη Έβερτ και μετά από τον Κώστα Καραμανλή. Όμως, η κριτική αυτή είναι απολύτως εύλογη. Η παραδοσιακή Δεξιά είχε ήδη υποστεί τρεις εκλογικές ήττες (1981,1985 και 1993), ήλπιζε ότι με τα προβλήματα που ταλάνιζαν το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1994-1995 θα επανέκαμπτε, αλλά ήρθε ο Σημίτης και την άφησε εκτός εξουσίας για άλλα οκτώ χρόνια.

Τρίτον, από τα αριστερά. Η κριτική εδώ ακούει σε μια και μόνη λέξη: «νεοφιλελευθερισμός». Που έχει καταντήσει καραμέλα για κάθε χρήση. Υποτίθεται ότι στην περίοδο Σημίτη άνθισε ο νεοφιλελευθερισμός. «Υιοθέτησε νεοφιλελεύθερες πολιτικές», είπε ο επικεφαλής της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης.

Όμως, στην ουσία της η νεοφιλελεύθερη πολιτική σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, μείωση της επιρροής του κράτους και, δεύτερον, μειώσεις φόρων. Τίποτα από τα δύο δεν συνέβη στη διακυβέρνηση Σημίτη. Το κράτος ήταν πανίσχυρο. Και ο Σημίτης ήταν αντίθετος στις μειώσεις των φόρων, «χρειάζονται οι φόροι για να χρηματοδοτούμε τις κοινωνικές δαπάνες», είχε πει ο ίδιος. Αυτές οι δαπάνες δεν μειώθηκαν τότε. Αντίθετα, τότε θεσμοθετήθηκε το εμβληματικό επίδομα ΕΚΑΣ. Και στη δεύτερη θητεία του φτιάχτηκε το περίφημο «πακέτο Σημίτη», το οποίο ο τότε πρόεδρος του ΣΕΒ είχε αποδοκιμάσει ως «παροχολογία». Πώς γίνεται όλα αυτά να ήταν νεοφιλελεύθερα»;

Η κριτική στις επιλογές Σημίτη γίνεται ακόμα και για την ένταξη στο ευρώ. Μόνο που η επιλογή αυτή δεν ήταν αποκλειστικά επιλογή του Σημίτη. Ήταν περίπου «εθνική πολιτική». Για όσους δεν θυμούνται, η αρχή για την υιοθέτηση του ευρώ έγινε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992). Από την Ελλάδα υπέγραψε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, που ακολούθησε, ουδέποτε αμφισβήτησε την πορεία της χώρας προς το κοινό νόμισμα. Ο Σημίτης έφτασε στον τελικό στόχο, τον οποίο ο ίδιος είχε κάνει «άλφα και ωμέγα» της πολιτικής του.

Στην πορεία προς την υιοθέτηση του ευρώ οι κυβερνήσεις Σημίτη πήραν περιοριστικά μέτρα για να μειωθούν το έλλειμμα και τα χρέος, που ήταν βασικά κριτήρια για την επίτευξη του στόχου. Αλλά ούτε αυτό ήταν αποκλειστική επιλογή της περιόδου Σημίτη. Αρκεί να θυμηθούμε εδώ την εμβληματική δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου στις 2 Δεκεμβρίου 1993: «Είτε το Έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας είτε η υπερχρέωση θα αφανίσει το Έθνος».

Οι κυβερνήσεις Σημίτη μείωσαν έλλειμμα και χρέος. Άλλωστε, αν δεν γινόταν αυτό, η χώρα θα έμενε εκτός ευρώ. Όμως, λίγα χρόνια αργότερα (2007-2009), η κατάσταση ξέφυγε και η χώρα έφτασε το χείλος της χρεοκοπίας.

Κριτική δέχεται ο Σημίτης και για τους χειρισμούς της στην κρίση των Ιμίων. Κι αν μεν προέρχεται από τα δεξιά, είναι αναμενόμενη. Οι κραυγές για «προδοσία» ακούστηκαν και τότε μέσα στη Βουλή από «υπερπατριώτες» βουλευτές της ΝΔ. Αν, όμως, στα αρνητικά της περιόδου Σημίτη τσουβαλιάζεται- από ανθρώπους που δηλώνουν αριστεροί- και η κρίση των Ιμίων, τότε κάτι δεν πάει καλά με την έννοια «αριστερά». Ουδείς λογικός άνθρωπος θα ήθελε η χώρα να εμπλακεί σε πολεμική περιπέτεια, η οποία εξυπηρετούσε το στρατοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας και θα οδηγούσε την Ελλάδα σε μεγάλη οπισθοδρόμηση.

Η πιο καίρια-και απολύτως δίκαιη- κριτική στον Σημίτη είναι αυτή που γίνεται για τα φαινόμενα διαφθοράς που έχουν καταγραφεί στη διακυβέρνησή του. Ο τότε πρωθυπουργός ατύχησε στις επιλογές ορισμένων υπουργών και συνεργατών του. Είχε και μια ιδιότυπη αντίληψη για την επιλογή και την αποπομπή υπουργών, η οποία τον εμπόδισε να απομακρύνει, για παράδειγμα, τον Άκη Τσοχατζόπουλο από το υπουργείο Άμυνας, παρά την καταιγιστική φημολογία για «όργια» στις στρατιωτικές προμήθειες.

Έτσι, η διακυβέρνηση Σημίτη στιγματίστηκε από υποθέσεις διαφθοράς. Η πολιτική ευθύνη του είναι αδιαμφισβήτητη, μολονότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η δική του ακεραιότητα και εντιμότητα, αφού η προσωπική και οικογενειακή ζωή του ήταν υποδειγματική, χωρίς ίχνος επίδειξης και πλουτισμού.

Για το τέλος αφήνουμε την επιλογή Σημίτη να συγκρουστεί με την Ιεραρχία της Εκκλησίας στο θέμα των ταυτοτήτων. Το θέμα αυτό δεν έχει, φυσικά, την ίδια αξία με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο Σημίτης απέκρουσε τις απειλές του μακαρίτη Χριστόδουλου και δεν έδιωξε τον υπουργό του Μιχάλη Σταθόπουλο, που ευθυνόταν για την αφαίρεση του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες.

Αντίθετα, μερικά χρόνια νωρίτερα (1988) ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε θυσιάσει τον υπουργό του Αντώνη Τρίτση για χάρη του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Και μερικά χρόνια αργότερα (2016) ο Αλέξης Τσίπρας θυσίασε τον υπουργό του Νίκο Φίλη για χάρη του νυν Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου.

Εν κατακλείδι, οι αποτιμήσεις στη «ζώσα» πολιτική (πρέπει να) γίνονται με βάση την πράξη(τι είπαν, τι έκαναν), όχι με βάση ιδεολογήματα και μόνιμες εμμονές. Και, πάντως, μακριά από υμνολόγια και αναθέματα. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των ιστορικών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα