Μια χώρα που μέτραγε (και ακόμα μετράει) βαθμούς
Διαβάζεται σε 6'Μπορεί η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να μετατραπεί από φίλτρο “ταλέντων” σε γεννήτρια πραγματικών ευκαιριών για όλους;
- 21 Νοεμβρίου 2024 06:54
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα φέρει το βάρος ενός παιχνιδιού υψηλού ρίσκου. Μαθήτριες και μαθητές διοχετεύονται σε ένα συγκεντρωτικό, εξετασιοκεντρικό σύστημα, όπου μια μοναδική επίδοση μπορεί να καθορίσει το μέλλον τους. Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις λειτουργούν ως το καθοριστικό εμπόδιο, και για πολλούς, η επιτυχία ή η αποτυχία φαντάζει απόλυτη. Κι όμως, μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Public Economics φωτίζει για πρώτη φορά δύο κρίσιμες πτυχές που συχνά παραβλέπονται όταν πέφτει η ετήσια αυλαία των Πανελληνίων: τη δύναμη αλλά και το κόστος της δεύτερης ευκαιρίας.
Η έρευνα της Ασπασίας Μπιζοπούλου (VATT Institute for Economic Research, Finland) και των συνεργατών της εξετάζει την περίοδο 2006-2009, όταν ίσχυε η ελάχιστη βάση εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία οριζόταν στο βαθμό 10 ή 10.000 μόρια (με ανώτατο βαθμό/μόρια το 20/20.000). Οι μαθητές που δεν ξεπερνούσαν αυτό το όριο μπορούσαν να επαναλάβουν τις εξετάσεις ένα χρόνο αργότερα.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι μαθητές που έδωσαν Πανελλήνιες δεύτερη φόρα βελτίωσαν τις επιδόσεις τους περίπου κατά 2,000 μονάδες και είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να εξασφαλίσουν μια θέση στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, όπως τονίζεται στην έρευνα, αυτά τα οφέλη συνοδεύονται από σημαντικά κόστη, κυρίως σε όρους ανθρώπινου κεφαλαίου, αναδεικνύοντας τις συστημικές αδυναμίες του εξετασιοκεντρικού εκπαιδευτικού μοντέλου της χώρας.
Η δύναμη της δεύτερης ευκαιρίας
Η έρευνα δείχνει ότι οι μαθητές που απέτυχαν να πιάσουν όριο των 10.000 μονάδων δεν καταδικάστηκαν στην αποτυχία αλλά αξιοποίησαν τον επιπλέον χρόνο για να προετοιμαστούν καλύτερα. Η βελτιωμένη τους απόδοση τους επέτρεψε να εισαχθούν σε πιο απαιτητικά ακαδημαϊκά προγράμματα, τα οποία συνδέονται στατιστικά με υψηλότερες αποδοχές και καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές.
Αλλά γιατί λειτουργεί η δεύτερη ευκαιρία; Οι ερευνητές επισημαίνουν παράγοντες όπως η εξοικείωση με τη μορφή της εξέτασης, η δυνατότητα για βαθύτερη μάθηση και η μεγαλύτερη ωριμότητα μετά από ένα έτος στοχευμένης προσπάθειας. Αυτά τα ευρήματα συνάδουν με διεθνείς τάσεις, όπως στις ΗΠΑ, όπου η επαναληπτική συμμετοχή στις εξετάσεις SAT συχνά οδηγεί σε σημαντική βελτίωση. Ωστόσο, η ελληνική πραγματικότητα εισάγει μια μοναδική διάσταση: με μόνο μία ευκαιρία επαναληπτικής εξέτασης το χρόνο, τα διακυβεύματα παραμένουν εξαιρετικά υψηλά.
Το κόστος ενός συστήματος υψηλού ρίσκου
Παρότι η έρευνα αναδεικνύει τη δύναμη της δεύτερης ευκαιρίας, αποκαλύπτει επίσης τις ευρύτερες αναποτελεσματικότητες του ελληνικού συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για τους μαθητές, η απόφαση να επαναλάβουν τις Πανελλήνιες συχνά σημαίνει την απώλεια ενός έτους εκτός επίσημης εκπαίδευσης ή απασχόλησης – μια δαπανηρή καθυστέρηση στην προσωπική και επαγγελματική τους ανάπτυξη. Αυτό το «χάσμα» που δημιουργείται από την άκαμπτη οργάνωση των Πανελληνίων συνιστά μια χαμένη ευκαιρία.
Επιπλέον, η έμφαση σε εξετάσεις υψηλού ρίσκου, όπως είναι οι Πανελλήνιες, διαιωνίζει μια κουλτούρα άγχους και αποκλεισμού. Οι μαθητές από χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, που στερούνται πρόσβασης σε ιδιαίτερα μαθήματα ή υποστηρικτικούς εκπαιδευτικούς πόρους, πλήττονται δυσανάλογα. Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι μαθητές από πιο εύπορες γειτονιές ή υψηλής απόδοσης σχολεία είχαν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, αναδεικνύοντας τις επίμονες ανισότητες του συστήματος.
Τέσσερεις βελτιωτικές προτάσεις
Τα ευρήματα της παραπάνω μελέτης απαιτούν μια κριτική αναθεώρηση της προσέγγισης της χώρας στην εκπαίδευση. Αντί να επιμένουμε σε μια κουλτούρα «όλα ή τίποτα», οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οφείλουν να εξετάσουν αλλαγές που θα δώσουν έμφαση στη συνεχή αξιολόγηση, τα διαφοροποιημένα κριτήρια εισαγωγής και πολλαπλές διαδρομές προς την επιτυχία. Για παράδειγμα:
1. Ευέλικτος προγραμματισμός εξετάσεων: Η διεξαγωγή περισσότερων επαναληπτικών εξετάσεων κατά τη διάρκεια του έτους θα μπορούσε να μειώσει το κόστος μιας αποτυχίας και να προσφέρει στους μαθητές περισσότερες ευκαιρίες χωρίς να χάνουν ένα έτος. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι μαθητές μπορούν να δώσουν έως και 6 φορές το έτος τις αντίστοιχες εξετάσεις SAT.
2. Ολιστικά κριτήρια εισαγωγής: Η ένταξη εξωσχολικών δραστηριοτήτων, αυτοπεριγραφικών εκθέσεων και συστατικών επιστολών θα μπορούσε να παρέχει μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση του μαθητικού δυναμικού.
3. Υποστήριξη των μαθητών που επαναλαμβάνουν τις εξετάσεις: Δομημένα προγράμματα, όπως ενισχυτική διδασκαλία ή καθοδήγηση, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους μαθητές να αξιοποιήσουν παραγωγικά το έτος της επανάληψης.
4. Αντιμετώπιση ανισοτήτων: Στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως δωρεάν φροντιστηριακή υποστήριξη ή οικονομική βοήθεια για μαθητές από μη προνομιούχα στρώματα, θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν τις ευκαιρίες που παρέχονται στους μαθητές από το οικογενειακό περιβάλλον τους και να αντισταθμίσουν κοινωνικοοικονομικές διαφορές.
Πέρα από τους βαθμούς
Η έρευνα μας καλεί να επαναξιολογήσουμε τη λογική που διέπει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, στην καρδιά της οποίας βρίσκεται η υπόθεση ότι η αξιοκρατία μπορεί να συνοψιστεί σε μια και μοναδική εξέταση. Αλλά τι συμβαίνει όταν αμφισβητούμε αυτή τη λογική; Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η ακαμψία του συστήματος όχι μόνο αποτυγχάνει να αναδείξει το εξελισσόμενο δυναμικό των μαθητών αλλά και τους παγιδεύει σε έναν κύκλο αναποτελεσματικότητας και αποκλεισμού.
Το πρόβλημα είναι διττό. Πρώτον, το σύστημα προτάσσει μετρήσιμα αποτελέσματα έναντι ευρύτερων εκπαιδευτικών στόχων. Οι μαθητές δεν αξιολογούνται για τη δημιουργικότητά τους, την ανθεκτικότητά τους ή την ικανότητά τους να προσαρμόζονται. Δεύτερον, ενώ το σύστημα τιμωρεί την αποτυχία, ανταμείβει δυσανάλογα την επιμονή, συχνά με μεγάλο προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό κόστος. Η επαναληπτική εξέταση γίνεται εμμονή με την επιτυχία, καταλήγοντας σε συμβιβασμό με ένα δυσλειτουργικό σύστημα που παράγει άνεργους πτυχιούχους.
Οι μεταρρυθμίσεις που δεν αγγίζουν αυτές τις βαθύτερες αντιφάσεις κινδυνεύουν να διαιωνίσουν τις ανισότητες που υποτίθεται ότι θέλουν να λύσουν. Για την Ελλάδα, το ζητούμενο δεν είναι απλώς η δημιουργία δεύτερων ευκαιριών εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά η επανεφεύρεση του ίδιου του συστήματος. Μπορεί η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να μετατραπεί από φίλτρο “ταλέντων” σε γεννήτρια πραγματικών ευκαιριών για όλους; Η απάντηση θα καθορίσει όχι μόνο το μέλλον των μαθητών αλλά και την πορεία της κοινωνίας μας συνολικά.