Μην αφήσουμε άλλη μια ευκαιρία να πάει χαμένη
Αντί να αναζητούμε νέους δρόμους γνώσης για όλο και περισσότερους νέους, περιοριζόμαστε στο "όλοι μπαίνουν" και χτίζουμε φυλάκια για τα νέα σώματα χωροφυλάκων που θα γεμίσουν τα πανεπιστήμια.
- 26 Ιουλίου 2021 07:00
Ο καβγάς που ξεκίνησε για τους εισακτέους στα ΑΕΙ ανάμεσά στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση θα μπορούσε να φωτίσει κάποιες κρίσιμες πλευρές του προβλήματος και να βρεθεί μια μόνιμη διευθέτηση. Δυστυχώς, αυτή η πιθανότητα κάηκε τόσο από την στενή οπτική που αντιμετωπίζει όλο το εκπαιδευτικό ζήτημα η κυβέρνηση, αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ που υιοθέτησε όλους τους φετεινούς αποτυχόντες και με περισσή γενναιοδωρία τους έταξε ότι όταν γίνει κυβέρνησης θα τους εντάξει αναδρομικά σε σχολές ΑΕΙ, διαλύοντας έτσι κάθε έννοια αξιοκρατίας, επιδόσεων, τήρησης των νόμιμων κανόνων εισαγωγής και πολλών άλλων. Όχι βέβαια πως η πολιτική αυτή είναι μόνο δική της πατέντα. Τα ίδια ακριβώς είχε κάνει και η ΝΔ με τους Αγροφύλακες που ήθελε να διορίσει το 1990-93 η τότε κυβέρνηση της ΝΔ ξανασυστήνοντας στην ύπαιθρο ένα σώμα ενόπλων που είχε ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Το ΠΑΣΟΚ το 1994 ακύρωσε τους διορισμούς, τους οποίους όμως ξανάκανε αναδρομικά η ΝΔ όταν επανεξελέγη το 2004 φέρνοντας στην υπηρεσία άτομα που απείχαν λίγους μήνες από την σύνταξη! Φαντάζεται κανείς πόσο πολύ προστάτευσαν τους αγρούς …
Ας πάρουμε τα πράγματα χωριστά. Πρώτα να δούμε γιατί η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης είναι αδιέξοδη και ανάξια των καιρών και χρειάζεται ένας ριζικά διαφορετικός προσανατολισμός. Καταρχήν, στην οργάνωση και το περιεχόμενο των σπουδών θα έπρεπε να είχε γίνει η μεγάλη τομή, αλλά δυστυχώς βλέπουμε να επαναλαμβάνονται τα ημίμετρα και οι κοντόθωρες πολιτικές του παρελθόντος.
Η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ανεμπόδιστης εισδοχής όλων στα ΑΕΙ, ανεξαρτήτως πόσο χαμηλές επιδόσεις είχε κάποιος στις εισαγωγικές, πράγμα που πλημμύριζε τα Τμήματα των ΑΕΙ με εντελώς ανίδεους και αδιάβαστους. Μάλιστα, πολλοί εξ αυτών μετακόμιζαν λόγω (πραγματικής ή υποτιθέμενης) ασθένειας ή φοιτούντος συγγενούς σε πολύ καλύτερα Τμήματα των μεγάλων κέντρων. Ναι μεν τώρα επεβλήθη ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ), αλλά σε ένα μόνο μάθημα ανά Τμήμα πράγμα το οποίο είναι διπλά προβληματικό: αφενός μεν θα υπάρχει πάντα αμφιβολία για το ποιο είναι αυτό το κρίσιμο ένα μάθημα που διαμορφώνει την βάση, αφετέρου μπορεί να υπάρχουν πλείονα μαθήματα που είναι εξίσου βασικά και θα έπρεπε να διαμορφώνουν μια πολυδιάστατη βάση εισαγωγής σε ένα Τμήμα.
Το δεύτερο πρόβλημα με την βάση είναι ότι όσοι δεν την πέρασαν νιώθουν «απόβλητοι», απορρίφθηκαν από ένα σύστημα στο οποίο εξίσου ανίδεοι σαν και αυτούς τα προηγούμενα χρόνια είχαν περάσει. Και αυτό γιατί κανείς δεν τους εξήγησε μέχρι τώρα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα ναι μεν πρέπει να έχει θέση για όλους, αλλά με την προϋπόθεση ότι η προετοιμασία τους και η γνώση τους θα αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της κάθε προοπτικής και θέσης που επιλέγουν.
Για να γίνει αυτό, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις να τηρούνται: η μία είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα «δουλεύει» αποτελεσματικά σε όλες τις βαθμίδες και ξεχωρίζει από νωρίς αυτούς που θα πάνε – για παράδειγμα – σε ΑΕΙ ή σε τεχνική ή σε επαγγελματική σχολή. (Εννοείται ότι η κινητικότητα επιτρέπεται μέχρι την τελευταία στιγμή των εισαγωγικών εξετάσεων, γιατί συχνά είναι τα φαινόμενα να αναδειχθεί κάποιος σε ταλέντο γνώσεων ενσκήπτοντας από νωρίς σε εφαρμοσμένες τεχνικές γνώσεις).
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές δεν εμφανίζονται σαν φτωχοί συγγενείς στην φάση αποτυχίας του μαθητή (όπως έβγαιναν τώρα οι υπουργοί και λέγανε ότι οι μη-εισελθόντες θα πάνε στα δημόσια ΙΕΚ), αλλά αποτελούν ένα ενεργό και δυναμικό σκέλος του εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο προσβλέπει ο υποψήφιος από τα πρώτα χρόνια του Λυκείου. Με τον τρόπο αυτό, ούτε στρατιές αποτυχημένων δημιουργούνται, ούτε δύο κατηγορίες μεταλυκειακών φοιτητών συνωστίζονται χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν, ούτε προσφέρονται ως άθυρμα στα προεκλογικά μαγειρέματα των κομμάτων.
Η ευκαιρία ήταν μεγάλη φέτος επειδή ξεκινάει η υλοποίηση του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανόρθωσης (ΕΣΑΑ). Στα αντίστοιχα σχέδια των άλλων χωρών γίνεται προσπάθεια να αναπροσαρμοστούν τα εγκύκλια προγράμματα σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης ενσωμάτωσης των λεγόμενων μαθημάτων STEM (Επιστήμες, Τεχνολογία, Μηχανική, Μαθηματικά), πράγμα το οποίο θα ταίριαζε απολύτως με το μοντέλο που περιέγραψα πιο πάνω για μια ολοκληρωμένη δομή εκπαίδευσης με τα ΑΕΙ, τις τεχνικές και τις επαγγελματικές σχολές. Καμμία τέτοια πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν καταγράφεται μέχρι σήμερα ούτε διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Το μόνο το οποίο προωθείται ασμένως είναι η σύσταση των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ), δηλαδή οι ένστολες Φρουρές που θα εγκατασταθούν σε κάθε ΑΕΙ και θα το φυλάνε από πιθανή φθορά, επιθέσεις και καταλήψεις. Έτσι 200 χρόνια μετά την Απελευθέρωση του Έθνους, αντί να αναζητούμε νέους δρόμους γνώσης για όλο και περισσότερους νέους, σε κρίσιμους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, εμείς θα χτίζουμε φυλάκια για τα νέα σώματα χωροφυλάκων που θα γεμίσουν τα πανεπιστήμια! Τι λαμπρή πρόοδος, αλήθεια!
Βέβαια το σχέδιο θα καταρρεύσει πολύ σύντομα στην πράξη γιατί απλούστατα ΑΕΙ και ένοπλες φρουρές εν δράσει είναι δύο πολύ αταίριαστα πράγματα. Είναι όμως χαρακτηριστικό τι θα απασχολεί την πανεπιστημιακή επικαιρότητα στην Ελλάδα, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ούτε όμως η αξιωματική αντιπολίτευση παρεμβαίνει ουσιαστικά στο πρόβλημα, αλλά απλώς νομίζει ότι θα μεγιστοποιήσει την εκλογική της τύχη άμα τάξει εισαγωγή στον καθένα που λόγω ΕΒΕ έμεινε εκτός. Η πολιτική αυτή υποσκάπτει όμως ακόμα περισσότερο την ποιότητα σπουδών στα ΑΕΙ, που ήδη υπέστη απότομη καθίζηση με την εν μια νυκτί μετατροπή δεκάδων τμημάτων ΤΕΙ σε πανεπιστημιακά και τις συνακόλουθες «εξομοιώσεις». Επιπλέον όμως η πολιτική «μπαίνουν όλοι», δεν δημιουργεί κανένα κίνητρο για την οργάνωση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης με κανόνες, προδιαγραφές και – προπάντων – με υψηλά κριτήρια ποιότητας και αξιοπιστίας για να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις μιας παραγωγικής και απαιτητικής οικονομίας.
Η αριστερή αντιπολίτευση κάνει μέγα σφάλμα ταυτίζοντας την ισότητα ευκαιριών να αποκτήσουν σύγχρονες γνώσεις και αντίστοιχα πτυχία, με τον εξισωτισμό του αποτελέσματος που οδηγεί τους πάντες ανεξαρτήτως προσπάθειας, επιδόσεων και ικανοτήτων στο ίδιο τσουβάλι χαμηλών προσδοκιών. Μην ξεχνάμε άλλωστε πώς ιστορικά η Αριστερά, βγήκε μπροστά όταν ταυτίστηκε με το καλύτερο που μπορούν να το διεκδικήσουν όλοι χωρίς εξαιρέσεις, όχι όταν υποβίβασε το καλό για να το μοιράσει στους πολλούς.
Με την σειρά της, η τακτική «όλοι μπαίνουν», προκαλεί μια αυθαίρετη και άδικη εξομοίωση σε αυτόν που σπούδασε με την αξία του χωρίς να κάνει χρήση χαριστικών διατάξεων, επειδή χάνει το πλεονέκτημα που απέκτησε με πολύ κόπο και προσπάθεια και κατάφερε να ξεχωρίσει είτε μπαίνοντας σε καλύτερη σχολή είτε παίρνοντας καλύτερο πτυχίο.
Αργότερα θα αρχίσει επίσης να μετράει και η διαμαρτυρία αυτού που σήμερα έχει περάσει κανονικά σε μία δύσκολη σχολή και αύριο θα είναι πτυχιούχος, αλλά θα είναι εξομοιωμένος με αυτόν που μπήκε αναδρομικά.
Πέραν όμως από τις αντίρροπες πολιτικές συνέπειες που θα έχει η πολιτική «όλοι μπαίνουν», η ίδια η αξιωματική αντιπολίτευση θα έλθει αντιμέτωπη με την ίδια την τακτική της για τους εξής λόγους: Προφανώς την ίδια υπόσχεση θα δώσει και του χρόνου και του παραχρόνου. Αν μετά τις εκλογές δεν γίνει κυβέρνηση θα συνεχίσει το ίδιο, ενώ αν κληθεί να κυβερνήσει θα υλοποιήσει την υπόσχεση της για τα προηγούμενα, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Έτσι όμως οι ρυθμοί με τους οποίους θα στοιβάζονται οι φοιτητές στα ΑΕΙ χωρίς να παίρνουν πτυχίο θα ενταθούν πέραν πάσης αντοχής του συστήματος (και της λογικής).
Ας δούμε πρώτα πώς θα εξελιχθούν οι πληθυσμοί, συγκρίνοντας δύο διαδοχικά ακαδημαϊκά έτη, αυτό που έληξε το 2018 και αυτό που έληξε το 2019, για τα οποία υπάρχουν πρόσφατα αξιόπιστα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (14/12/2020, Έρευνα Ανώτατης Εκπαίδευσης).
Οι εγγεγραμμένοι φοιτητές σε όλα τα ΑΕΙ το 2019 ήταν 489 χιλιάδες, μια αύξηση κατά 63 χιλιάδες σε σύγκριση με τις 426 χιλιάδες του 2018. Αν υποθέσουμε ότι κατά μέσον όρο Σχολής αντιστοιχούν 4,2 έτη (για να καλυφθούν τα 5ετή προγράμματα των Πολυτεχνείων και τα εξαετή των Ιατρικών) τότε προκύπτουν οι εγγεγραμμένοι φοιτητές ανά έτος να είναι περίπου 116 χιλιάδες. Σύμφωνα με τα ίδια στατιστικά στοιχεία, πτυχίο το 2019 έλαβαν 38 χιλιάδες, δηλαδή ακριβώς ένας στους τρείς εγγεγραμμένους και όχι το 75% όπως υπερβολικά αισιόδοξα δήλωσε πρόσφατα η αντιπολίτευση. Ανάλογα στοιχεία προκύπτουν και για τα προηγούμενα έτη, πράγμα που δείχνει ότι καθόλου δεν βελτιώνεται διαχρονικά η ικανότητα λήψης πτυχίου.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι από όσους μπήκαν τα τελευταία χρόνια στα ΑΕΙ, μόνο ένας στους τρείς αναμένεται να πάρει πτυχίο στην ώρα του και οι άλλοι δύο θα στοιβάζονται ως αιώνιοι φοιτητές προκαλώντας υπέρμετρη πίεση στο σύστημα για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή ξανακάνοντας το μάθημα αρκετοί επιβαρύνουν τις υποδομές και δεύτερον επειδή διαμορφώνουν ένα κύμα πίεσης «για να περάσουν κάποτε και αυτοί», πράγμα που υποβαθμίζει το εκπαιδευτικό και εξεταστικό επίπεδο συνολικά και υπονομεύει δια παντός την γνωστική αξία των πτυχίων.
Αυτό όμως δεν είναι πλέον ένα πρόβλημα εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά ζήτημα εθνικής επιβίωσης στον σύγχρονο και απαιτητικό κόσμο και χρειάζονται άμεσες συναινετικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστεί, πέρα από κομματικές γραμμές και ψηφοθηρικά σχέδια.