Μουδιασμένοι στη συγκυρία
Διαβάζεται σε 7'
Ζούμε μια πρωτοφανή συγκυρία καθολικής διαπαραταξιακής απαξίωσης των σχέσεων αντιπροσώπευσης, όπως τις γνωρίζαμε από το 1974. Η διέξοδος αναζητείται, μαζί με τις νέες ιδέες και τα νέα πρόσωπα που θα τις εκφράσουν.
- 08 Μαρτίου 2025 07:09
Ως μούδιασμα αντιλαμβάνομαι τον συνδυασμό αμηχανίας, απραξίας και πεσιμισμού που μας έχει καταβάλει. Ως «μας» αντιλαμβάνομαι πολλούς και πολλές στην Αριστερά.
Κοιτιόμαστε, γνέφουμε με απογοήτευση και μιλάμε γι’ άλλα. Όταν μιλάμε λίγο, εκφράζουμε περίπου ταυτόσημα συναισθήματα απαισιοδοξίας ή κενότητας και αλλάζουμε θέμα. Άλλες φορές απλώς δεν μιλάμε.
Νομίζω εδραιώνεται η πεποίθησή μας ότι τελικά και εμείς υπήρξαμε κομμάτι του κόσμου που καταρρέει, και όχι του νέου που θα έρχονταν. Για όσους έχουν τη δύναμη να το παραδεχθούν και τη διαύγεια να το δουν, αυτό είναι επώδυνο.
Σε τελευταία ανάλυση όμως, η ειλικρίνεια και η αυτογνωσία είναι αρετές. Tο ενδεχόμενο κάποια στιγμή να μπορέσουμε να συμβάλουμε στην αλλαγή του συσχετισμού και να γίνουμε έστω λίγο πιο σημαντικοί από αυτό που είμαστε σήμερα διέρχεται της επίγνωσης της παροντικής μας ασημαντότητας.
Το να παραδεχθούμε πως είμαστε κοινωνικά irrelevant σήμερα, μπορεί να είναι, αν μη τι άλλο, η αρχή της όποιας διεργασίας ανάταξης.
Ψάχνουμε στις ρωγμές λοιπόν. Το πολιτικό περιβάλλον εδώ είναι πρωτόφαντο. Η κυβέρνηση βιώνει μια άνευ προηγουμένου κρίση νομιμοποίησης, η οποία τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από μια κρίση νομιμότητας. Θλιβερό σπιράλ… Προκειμένου να αντιμετωπίσει την περαιτέρω απαξίωσή της, παραβιάζει τους κανόνες δικαίου (αυτή είναι η διαβόητη «συγκάλυψη») και η παραβίαση της νομιμότητας επιφέρει την κλιμάκωση της κρίσης νομιμοποίησης, υπό την έννοια ενός πρωτοφανούς ελλείματος συναίνεσης του λαού στις επιλογές της.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ότι έβγαλε για πρώτη φορά στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία τον λαό σύσσωμο στο δρόμο. Και, άπαξ αυτό έγινε, η συνέχιση της διακυβέρνησης καθίσταται πλέον έργο σισύφειο.
Έγραψα την επόμενη της μεγαλειώδους μέρας (28/2) ότι «με ένα έθνος στο δρόμο απέναντί σου δεν κυβερνάς. Προσποιείσαι». Μια καλή φίλη με διόρθωσε, λέγοντάς μου ότι «Τυραννείς, όχι απλώς προσποιείσαι».
Η κυβέρνηση πλέον όμως δεν μπορεί ούτε να τυραννήσει, όπως τόσο θα ήθελαν οι ακροδεξιοί υπουργοί της που ανέλαβαν την επικοινωνιακή διαχείριση των Τεμπών με τραγικά αποτελέσματα – και για τους ίδιους.
Διότι αν η κυβέρνηση επιχειρήσει να τυραννήσει (και ως τυραννία δεν αντιλαμβάνομαι απλώς την αστυνομική βία, αλλά μια συνολική διακυβέρνηση δια της πυγμής κι όχι διά την προσποίησης ενσυναίσθησης) τότε θα πέσει. Και μάλιστα χωρίς αντίπαλο.
Ο λαός ως μόνο αντίβαρο
Η κυβέρνηση, με ανεπίγνωστη ορμή και αλαζονική απερισκεψία διέλυσε όλα τα θεσμικά αντίβαρα και στο τέλος της μέρας βρέθηκε μόνη της απέναντι στο μοναδικό αντίβαρο που υπάρχει στη δημοκρατία ελλείψει άλλων: τον λαό. Και απέναντι στο λαό που έγινε υποκείμενο, όπως ο ελληνικός, οι κυβερνήσεις διστάζουν.
Αυτή είναι η ωραία κληρονομιά της Μεταπολίτευσης που είναι κάπως ελληνική υπόθεση. Αυτή που τόσο ενοχλεί, και ορθά, τους κρατούντες. Δεν τη βλέπουμε ούτε στην Τουρκία, ούτε πουθενά στα Βαλκάνια (με οριακή εξαίρεση ίσως τη Σερβία αυτές τις μέρες) όπου οι κρατούντες είναι ακόμη πιο αυθαίρετοι από ό,τι εδώ, ενώ τη βλέπουμε σπανίως στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τον λαό ως υποκείμενο τον βλέπουμε κυρίως στη Γαλλία και την Ελλάδα. Για το λόγο αυτό έκαναν ό,τι μπορούσαν να «τελειώσουν με την πολιτική ηγεμονία της Αριστεράς». Και τα κατάφεραν, με την κακή Αριστερά φυσικά ως καλύτερο συνεργό στην διαδικασία της αποδόμησής της.
Όμως, τελικά, δεν «την βρήκαν» από την πολιτική, αλλά την κοινωνική αντιπολίτευση, και αυτό είναι το πολύ ιδιαίτερο της συγκυρίας. Την Αριστερά φοβόνταν, ο λαός τους την έφερε. Χωρίς την Αριστερά. Μάλιστα, η καχεξία των κομμάτων της αντιπολίτευσης λειτούργησε ως ένα βαθμό ευεργετικά στη μαζικότητα των διαδηλώσεων. Ουδείς φοβήθηκε ότι θα υπάρξει κόμμα που θα διανοηθεί να καπελώσει την ορμή τους, κι ας το έλεγε ή το ήλπιζε η κυβέρνηση. Ο κόσμος χειραφετημένος από το φόβο πολιτικού καπελώματος βγήκε ανενδοίαστα στους δρόμους. Και θα ξαναβγεί.
Ζούμε λοιπόν μια πρωτοφανή συγκυρία καθολικής διαπαραταξιακής απαξίωσης των σχέσεων αντιπροσώπευσης, όπως τις γνωρίζαμε από το ΄74. Είναι κάπως σαν το 2012 χωρίς όμως τον τότε ΣΥΡΙΖΑ να ανεβαίνει…
Θα συνεχίσει ο πρωθυπουργός σα να μην έγινε τίποτε; Πιθανώς. Έτσι φάνηκε πάντως από την κακή ομιλία του στη Βουλή στη συζήτηση για την πρόταση μομφής. Αυτό είναι το περίφημο bubble effect στην πολιτική.
Καθείς ζει στη φούσκα του, με πρώτους τους ισχυρούς. Από την άλλη πάλι, η Νέα Δημοκρατία είναι ο ορισμός του κόμματος εξουσίας. Δεν είναι μια παρέα φίλων. Είναι ο κατεξοχήν εκφραστής οργανωμένων συμφερόντων στη χώρα, και τα συμφέροντα αυτά δεν γίνεται να μη δυσφορούν με τις επιδόσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Για το λόγο αυτόν, ένα σενάριο «αλλαγής φρουράς» καθ’ οδόν προς τις εκλογές δεν μπορεί να αποκλειστεί ώστε να δώσει ώθηση στη Δεξιά που ασθμαίνει.
Πιθανώς πάλι, κάποια πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να κινηθούν στην κατεύθυνση αυτή, δεν το κάνουν εκβιαζόμενοι από το γεγονός ότι τα τηλέφωνά τους παρακολουθούνταν και τα μυστικά τους δεν είναι πλέον δικά τους. Μήπως ξεχάσαμε τις υποκλοπές; Διαλυτική εικόνα για τη δημοκρατία…
Όλα αυτά όμως, όσο σημαντικά κι αν είναι, δεν μπορούν να διασκεδάσουν τη δική μας ανημποριά. Η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης δεν σκιάζει την ανυποληψία της αντιπολίτευσης.
Το ότι η σύσσωμη η αντιπολίτευση αριστερά της ΝΔ δεν πείθει (εξαιρώ το κόμμα Κωνσταντοπούλου που κερδίζει μεν, αλλά δεν θεωρώ ότι τοποθετείται αριστερά της ΝΔ) δείχνει ότι εμείς όλοι, στα μάτια του λαού, δεν είμαστε μέρη της λύσης, αλλά του προβλήματος.
Αυτό θα πρέπει να το αποδεχθούμε για τον εαυτό μας κι όχι μόνο δείχνοντας τους άλλους. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι που μοιάζει με αυτό που επιτυχώς προσπάθησε η Αριστερά στη Γερμανία. Να ξεκινήσει κι εδώ μια διαδικασία αλλαγής φρουράς με τη διακριτική στήριξη των παλαιοτέρων, όπως ακριβώς έκανε η ιστορική ηγεσία του Die Linke και διά της οπισθοχώρησής της κατάφερε να βγει από την ανυποληψία.
Νέα πρόσωπα λοιπόν, νέα σε ηλικία αλλά και φρέσκα σε ιδέες, λόγο και φαντασία. Για να φανούν όμως αυτά και να πειστούν να κάνουν ένα βήμα μπρος, τα παλιά πρέπει να κάνουν δύο βήματα πίσω. Διότι ουδείς σοβαρός άνθρωπος έχει τη διάθεση σήμερα να σπρωχτεί για να μπει στην πολιτική ενώ οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί δεν εμπνέουν για κάτι πραγματικά νέο. Τουναντίον, η σκουριά τους απωθεί.
Γι’ αυτό και η διέξοδος δεν μπορεί να είναι ένας μεγάλος συνασπισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης που ανεξαιρέτως βρίσκονται σε δημοσκοπική πτώση. Το νέο δεν μπορεί να βρίσκεται στην ανακύκλωση του παλαιού, ακόμα και στο υποθετικό (και ελάχιστα πιθανό) σενάριο μιας σύνθεσής του.
Τελειώνω αυτό το κείμενο ομολογώντας ότι στο «τι να κάνουμε» δεν έχω πει και σπουδαία πράγματα. Θυμάμαι πόσες και πόσες φορές στο παρελθόν (και ο γράφων και τόσοι άλλοι) επιμέναμε στην ανάγκη για «προγραμματική» πολιτική –κυβερνητική ή αντιπολιτευτική– της Αριστεράς, στην ανάγκη τομών σε πολλούς τομείς δημοσίων πολιτικών και τόσα άλλα.
Όμως, το να το πεις αυτό τώρα όμως μου φαίνεται απλώς εκτός τόπου και χρόνου. Μου φαίνεται δυσάρεστο που δεν (μπορούμε να) είμαστε πιο συγκεκριμένοι στο διά ταύτα. Το θεωρώ όμως, αν μη τι άλλο, έντιμο να ομολογούμε την αδυναμία μας.
Τουλάχιστον ας αποτελέσει αυτό προαπαιτούμενο για μια νέα σελίδα, όταν «ωριμάσουν οι συνθήκες» που λέγαμε κάποτε. Όπως εξάλλου είπα: η ειλικρίνεια και η αυτογνωσία είναι αυτοτελείς αρετές, αλλά όχι μόνο. Είναι συνθήκες υπερβάσεων που ακόμη φαίνονται αδύνατες. Γι’ αυτό αξίζουν, όσο δυσάρεστες και να είναι.
Το να καταδικάσουμε λοιπόν τον εαυτό μας σε αιώνια πολιτική απραξία και μούδιασμα για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας για λίγο, φαίνεται πολύ άδικο.