Νικήτας Μυλόπουλος: Περιττοί και Άριοι

Νικήτας Μυλόπουλος: Περιττοί και Άριοι
Επιζώντες του ναυαγίου στην Πύλο ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)

Ο Νικήτας Μυλόπουλος γράφει στο NEWS24/7 για το ναυάγιο στην Πύλο, μία τραγωδία που επεκτείνει την απορία για την αδράνεια των συμπολιτών μας, με πιο βαθιά και περισσότερο επώδυνα ερωτήματα.

Μην ξεχνάς να σιχαίνεσαι πάντα τους ψυχικούς σελέμηδες.

(Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β’)

Ο Αντρέ Ζιντ, στο μυθιστόρημά του Οι Κιβδηλοποιοί, εγκιβωτίζει το χρονικό ενός ναυαγίου, ως βιωματική αφήγηση της ηρωίδας,. Η οποία φτάνει κολυμπώντας στη μοναδική βάρκα διάσωσης, όπου στριμώχνεται, τρέμοντας από το κρύο και τη φρίκη, ανάμεσα σε πολλούς διασωθέντες.

Ενώ η βάρκα επιπλέει οριακά από την υπερφόρτωση, εμφανίζονται δύο ναύτες του πληρώματος, ο ένας με τσεκούρι και ο άλλος με μαχαίρι και ξεκινούν να κόβουν τα χέρια των ναυαγών που είχαν απομείνει στη θάλασσα και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στη βάρκα. “Η βάρκα είναι γεμάτη και αν ανέβει έστω και ένας ακόμη θα βυθιστούμε όλοι” δικαιολογούνται οι ναύτες. Άλλωστε, συνεχίζουν, “έτσι γίνεται σε όλα τα ναυάγια, αλλά φυσικά δεν μιλάει κανείς γι αυτό”.*

Το παράδοξο

Στη δυστοπία που λέγεται Ελλάδα του σήμερα, ζούμε ένα παράδοξο: ενώ οι πολλοί βιώνουν μία παρατεταμένη πτώχευση σε όλα τα επίπεδα, με τεράστιες απώλειες στην αγοραστική τους δύναμη, στο κοινωνικό κράτος και σε ό,τι συνηθίσαμε να ονομάζουμε «κεκτημένα», όχι μόνο δεν αντιδρούν, όχι μόνο δεν διαμαρτύρονται, αλλά ως μάζα ευγνωμονούσα, ευχαριστεί και ανταμείβει τους υπαίτιους με φαραωνικά ποσοστά στις εκλογές. Πέρα από αυτό οι ίδιοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να καταπιούν τερατώδη ψέματα των κυβερνώντων και των φερεφώνων τους, όπως και οποιαδήποτε υποπαιδική δικαιολογία εφεύρουν, μόλις κάτι στραβώσει.

Επαναδιατυπώνεται λοιπόν, με άλλους ίσως όρους, το θεμελιώδες ερώτημα της πολιτικής φιλοσοφίας που έθεσε ο Σπινόζα: “Γιατί οι άνθρωποι αγωνίζονται για τη σκλαβιά τους, σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους;” Πώς και γιατί τόσοι πολλοί αποζητούν τη δυστυχία τους; Γιατί επιβραβεύουν τους υπεύθυνους της μιζέριας τους; Πώς ανέχονται τόσα απανωτά ψέματα, τόσα σκάνδαλα, τόση διαφθορά, τέτοια παρακμή; Πώς πείθονται τόσο εύκολα ότι αυτό που βλέπουν δεν είναι αυτό που βλέπουν και αγοράζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες;

Είναι ο γιγάντιος επικοινωνιακός μηχανισμός παραμόρφωσης της πραγματικότητας (ΜΜΕ); Είναι η δεξιά ιδεολογική ηγεμονία; Είναι η αδυναμία της Αριστεράς; Είναι το σύνδρομο της Στοκχόλμης; Είναι οι τακτικές της alt-right που έτσι κι αλλιώς κυριαρχεί πολιτικά σε μεγάλο τμήμα της δύσης; Είναι το πελατειακό σύστημα που ζει και βασιλεύει; Σίγουρα είναι όλα αυτά, ενδεχομένως κι άλλα τόσα, όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Αρκούν όμως για να περιγράψουν τη μετατροπή του πλήθους σε νεκροζώντανους πειθήνιους; Μήπως είναι και κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ -που μας λερώνει; Κάτι που έχει να κάνει με το ίδιο το μεδούλι της ζωής μας, τη βιοπολιτική και -δυστυχώς – τη θανατοπολιτική των κυβερνώντων;

Οι Περιττοί

Ίσως η απάντηση να πλέει με τη βάρκα του Ζιντ. Σε αυτήν την ταξική αλληγορία όπου όλο το παιχνίδι είναι να ανέβεις στη βάρκα. Εκεί, αγκυλωμένος από τον τρόμο και το κρύο, τουρτουρίζεις, πεινάς, στριμώχνεσαι σε βαθμό ακινησίας, δεν έχεις φράγκο και μάλλον δεν βλέπεις και κανένα μέλλον. Είσαι όμως μέσα στη βάρκα! Και έχεις πειστεί ότι η θέση που κατέχεις είναι από μόνη της προνομιούχα και προνομιακή.

Γιατί απ’ έξω είναι η ανοιχτή θάλασσα. Γεμάτη κινδύνους. Γεμάτη εχθρούς που εποφθαλμιούν τη θέση σου. Μία θάλασσα φόβου, γεμάτη με Τζιχαντιστές πρόσφυγες, τον Τούρκο, τον Πούτιν, την οικονομική κρίση, την πανδημία, αλλά και τον γείτονα που θα σου φάει τη δουλειά! Που επίσης θέλει να ανέβει στη βάρκα αλλά αυτή είναι γεμάτη. «Αν ανέβει έστω και ένας ακόμη θα βυθιστούμε όλοι».

Ο φόβος του «περισσεύω, δεν υπάρχει θέση για μένα στον κόσμο, είμαι περιττός» δεν αφορά πλέον μόνο στον ξένο, στον εκτός, στον μετανάστη. Αφορά και στον καθέναν από εμάς. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ιδεολογικής τους ηγεμονίας. Έπεισαν με τη λογική της ΤΙΝΑ και του μονόδρομου, όχι μόνο τις ήδη φτωχοποιημενες χαμηλές τάξεις αλλά και τη μεσαία, ότι η θέση της στη βάρκα κρέμεται από μια κλωστή. Ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας έχει πειστεί ότι περισσεύει. Και η όποια θέση κατέχουν είναι δανεική, δεν τους ανήκει. Γι αυτό και είναι επισφαλής. Ανά πάσα ώρα και στιγμή όποιος δεν σωφρονιστεί, τη χάνει. Το βλέμμα της Ντόρας στους απόκληρους της Ροδόπης -και στην κάμερα, το υπενθυμίζει.

Βέβαια, η θεωρία των πλεοναζόντων, ή «περιττών», πληθυσμών και της παραγωγής ανθρώπινων απορριμμάτων αναπτύχθηκε γύρω από -και για- τους μετανάστες, τους πρόσφυγες και λοιπούς παρίες, όχι για «εμάς». Τα κείμενα του Zygmunt Bauman που εισηγήθηκαν τη σχετική ορολογία σε αυτούς αναφέρονται. Μοιραία λοιπόν περνάμε από τη βάρκα του Ζιντ στη βάρκα των προσφύγων έξω από την Πύλο και το ανοιχτό τραύμα του εκεί ναυαγίου.

Μία τραγωδία που επεκτείνει την απορία για την αδράνεια των συμπολιτών μας, με πιο βαθιά και περισσότερο επώδυνα ερωτήματα. Πώς κυρίευσε τόσους πολλούς αυτή η αφασία, ο κυνισμός και η απάθεια μπροστά στην απόλυτη τραγωδία; Πώς και γιατί φτάσαμε στο σημείο να ψάχνουμε την υποπαράγραφο του διεθνούς δικαίου, αντί να απλώσουμε το χέρι να σώσουμε τους ανθρώπους που εκείνη την ώρα βυθίζονταν; Πότε και πώς γέμισε η ζωή μας με τόσο μίσος, τόση αναισθησία, τέτοια ασχήμια;

Κοινωνικός δαρβινισμός (οι Άριοι)

Φαίνεται πως οι επιβάτες της βάρκας του Ζιντ, σε παραλυτική ακινησία από τον τρόμο τους μη βρεθούν και αυτοί στη θάλασσα, όχι μόνο δεν συγκινούνται από τους ναυαγούς που παλεύουν με τα κύματα, αλλά συνηθίζουν σιγά σιγά και τους φρουρούς με τα τσεκούρια που κόβουν χέρια. Η βαρβαρότητα και η αναλγησία είναι ξανά εδώ. Τούτη τη φορά ως ωμός κοινωνικός δαρβινισμός. Αυτή είναι η επέλαση της alt-right παντού και στη χώρα μας. Αυτό το τέρας, απόγονο των Αρίων, έχουμε να παλέψουμε.

Ζούμε τη μετατροπή και των εσωτερικών πληθυσμών του νεοφιλελευθερισμού σε «πλεονάζοντες» ή περιττούς. Η νέα διαχωριστική γραμμή στην κοινωνία είναι γραμμή σπαραγμού: πάντα οι πολλοί θα περισσεύουν. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Αυτό είναι σήμερα το αφήγημα, που χρειάστηκε βέβαια και την αποτελεσματική πολιτική των «χαμηλών προσδοκιών». Οπότε, ακόμη και το φιλοδώρημα των 20 ευρώ προεκλογικά, είναι μάννα εξ ουρανού. Η φτήνια τρώει τον παρά, αλλά ταΐζει απολυταρχικά καθεστώτα.

Οι βάρκες ταξιδεύουν, επιπλέουν, διασώζουν, βυθίζονται. Αυτή είναι η μοίρα τους. Τα τέρατα κρατούν τσεκούρια, εκβιάζουν, απαιτούν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και εθνικοφροσύνης, κόβουν χέρια. Αυτή είναι η μοίρα τους. Δική μας μοίρα, πλέον, να διασώσουμε ο,τιδήποτε μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι. Να αφυπνιστούμε απ΄το λήθαργο. Να σκεφτούμε τη ζωή ξανά, να ονειρευτούμε απ’ την αρχή.

Αλλιώς, θα γίνει “ό,τι γίνεται σε όλα τα ναυάγια”. Και, φυσικά, δεν θα μιλήσει κανείς γι αυτό.

*Την ιστορία οφείλω στον Γεράσιμο Βώκο που συνήθιζε να την αφηγείται ως πολιτική αλληγορία. Το μυθιστόρημα στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Α. Παππά (2015)

Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Παν/μιου Θεσσαλίας

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα