Ο κωδικός του Ταμείου Ανάκαμψης

Ο κωδικός του Ταμείου Ανάκαμψης
Ελληνική σημαία με φόντο την Ακρόπολη AP

Μια παραγωγική συμμαχία, που θα ξαναδώσει ευκαιρίες απασχόλησης στους νέους της Ελλάδας, θα είναι μια ουσιαστική ανταπόκριση σε αυτά που οραματίστηκαν 200 χρόνια πριν όσοι την έκαναν ελεύθερη.

Το επόμενο διάστημα και για πολλά ακόμα χρόνια το εν λόγω Ταμείο θα βρίσκεται στην επικαιρότητα με διάφορες εκδοχές: είτε ως το κύριο εργαλείο ανάπτυξης της χώρας, είτε ως το πλαίσιο που πρέπει να επεκταθεί και σε άλλες λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε φυσικά ως πεδίο σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης για το ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να το διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά. Καλό θα είναι λοιπόν να εξοικειωθούμε μαζί του, αρχίζοντας από το πλήρες όνομα που έχει: Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) αποκαλείται o χρηματοδοτικός μηχανισμός (Recovery and Resilience Fund) και αμέσως προκύπτουν απορίες για τον τελευταίο όρο. «Ταμείο» φυσικά άπαντες γνωρίζουν τι σημαίνει από την εποχή των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης που – παρά τις κατά καιρούς αστοχίες και σπατάλες – έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση της χώρας με σύγχρονες υποδομές από την ενέργεια και τις μεταφορές έως την υγεία και την Παιδεία. Η «Ανάκαμψη» επίσης είναι κάτι διαρκώς ζητούμενο την τελευταία δεκαετία είτε για να βγούμε από την μακρά ύφεση της περιόδου των Μνημονίων, είτε για να διορθώσουμε την βύθιση που υπέστη η οικονομία από την πανδημία.

Ανθεκτικότητα όμως τι άραγε να σημαίνει και γιατί πρώτη φορά εμφανίζεται τέτοια λέξη σε κείμενα αναπτυξιακής πολιτικής, ευρωπαϊκά ή ελληνικά; Στην πραγματικότητα, ο όρος αυτός είναι ο κωδικός που θα καθορίσει όχι μόνο αν και πώς θα πετύχει η ανάκαμψη, αλλά επίσης και πόσο εύκολα θα ανοίξει το ταμείο. Με λίγα λόγια, όσο καλύτερα κατανοηθεί η ανθεκτικότητα, τόσο ισχυρότερη θα είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας και περισσότεροι οι ευρωπαϊκοί πόροι που θα την χρηματοδοτήσουν.

Ας ξεκινήσουμε με τι ΔΕΝ είναι η ανθεκτικότητα: Σίγουρα δεν εννοεί ότι τα έργα που θα χρηματοδοτήσει θα είναι πνιγμένα στο μπετόν για να έχουν φυσική αντοχή. Άλλωστε, πολλά κτίρια που είχαν χρηματοδοτηθεί από προηγούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα αποδείχτηκαν δυσανάλογα με τον στόχο που θα στέγαζαν και είναι τώρα αναξιοποίητα ή εγκαταλελειμμένα.  Για παράδειγμα, τεράστια σχολικά συγκροτήματα σε απομονωμένες περιοχές αποτέλεσαν χρυσές ευκαιρίες για τους τοπικούς εργολάβους, όχι όμως και για τους ελάχιστους μαθητές που τους βάζουν σε μονοτάξια χωρίς δασκάλους και πραγματική σχολική ζωή. Άλλα κτίρια που θα εντασσόταν στον αγροτουρισμό μετατράπηκαν πιο εύκολα σε μικρές βίλες ιδιοκατοίκησης των κατασκευαστών, ενώ ακόμα και δημόσιες υποδομές που έγιναν χωρίς σχέδιο αξιοποίησης αφέθηκαν να ρημάζουν χωρίς συντήρηση και ενδιαφέρον.

Αυτό που υπονοεί η «ανθεκτικότητα» είναι ότι για την επιλογή ενός έργου θα πρέπει να συντρέχουν τρεις ιδιότητες: Βιωσιμότητα, προσαρμοστικότητα και οικονομική αντοχή. Η βιωσιμότητα θα εγγυάται ότι το έργο δεν θα είναι εφήμερο αλλά θα έχει μακρά και ουσιαστική συμβολή στον λεγόμενο Πράσινο και Ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, που αποτελούν τους προγραμματικούς πυλώνες του ΤΑΑ. Για να το πετύχει, πρέπει να έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται έγκαιρα στις εξελισσόμενες απαιτήσεις της τεχνολογίας χωρίς να χρειάζεται κάθε τόσο αντικατάσταση και εγκατάσταση από την αρχή.  Και φυσικά να μπορεί να αντιμετωπίζει τις διεθνείς διαταραχές χωρίς να καταρρέει, τουλάχιστον όχι εύκολα και με την πρώτη. 

Όλα αυτά ακούγονται πολύ τεχνικά, αλλά είναι τα μόνα γύρω από τα οποία μπορεί να οργανωθεί μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της οικονομίας, τις δυνατότητες μαζικής απασχόλησης των πολιτών και τις ανάγκες εκπαίδευσης που πρέπει να αποκτήσουν. Και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό πεδίο για να συγκριθούν και να δοκιμαστούν οι όποιες προτάσεις διατυπώνονται από πολιτικά προγράμματα και κόμματα για τις προοπτικές ευημερίας της χώρας. Σε αυτή την κατεύθυνση θα επιχειρήσουμε να συμβάλουμε με μια σειρά άρθρων και παρεμβάσεων, όπως οι επισημάνσεις που ακολουθούν.

Πρώτη και βασική προϋπόθεση της βιωσιμότητας των επενδύσεων που θα γίνουν πρέπει να είναι η συμμετοχή εγχώριων επιχειρήσεων στην υλοποίηση τους, είτε ως ανάδοχοι είτε ως σύμπραξη. Όχι μόνο για να δοθεί κάποιο αντικείμενο σε ελληνικές εταιρείες που τώρα αδρανούν λόγω της κρίσης και της πανδημίας, αλλά για να πρωτοστατήσουν στην οργανική ένταξη των έργων στην οικονομία, ώστε να εγγυώνται την λειτουργία τους όταν αποχωρούν οι ξένοι και  να αποκτήσουν την γνώση προσαρμογής όταν αλλάζουν οι τεχνολογικές συνθήκες. Μόνο έτσι θα διαμορφωθεί μία συνεχής ζήτηση τεχνολογικής αναβάθμισης και επάρκειας που θα επιτρέψει σε ελληνικές πρωτοβουλίες – από ερευνητικές ομάδες στα πανεπιστήμια έως φιλόδοξες νέες επιχειρήσεις – «να ανεβάσουν επίπεδο» και να απλωθούν από το μικρό γραφείο που έχουν σήμερα στον παραγωγικό ιστό της χώρας.

Δεύτερο ζήτημα για την ανθεκτικότητα είναι σε ποιόν κλάδο θα κατευθυνθούν κυρίως οι ιδιωτικές επενδύσεις, δηλαδή ποιο θα είναι το «οικονομικό μοντέλο» που θα υπηρετήσουν και φυσικά το δίλημμα είναι παραγωγή ή υπηρεσίες; Τόσο η τρέχουσα κρίση της πανδημίας, όσο και η κατά πολύ μακρύτερη ύφεση που προηγήθηκε μας δίδαξαν ότι οι κλάδοι της παραγωγής αντέχουν περισσότερο, ενώ μερικοί τομείς υπηρεσιών εγκαταλείπουν με την πρώτη. Την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης, επιχειρήσεις στους τομείς ακινήτων, διαφήμισης, ψυχαγωγίας και μεταφορών σαρώθηκαν από την πτώση ζήτησης και έκλεισαν προκαλώντας μεγάλη ανεργία και διαρκές αδιέξοδο στο τραπεζικό σύστημα. Όμως όλο αυτό το διάστημα, οι επιχειρήσεις αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής αντέχουν, κρατούν την απασχόληση όσο μπορούν, πολλές επιμένουν να επενδύουν και επεκτείνονται. Προφανώς αυτές οι ανθεκτικές επιχειρήσεις, μαζί με ανάλογες νέες που θα δημιουργηθούν, πρέπει να αποτελέσουν τον κορμό των ενισχύσεων του Ταμείου. Σε δεύτερη φάση και πάνω στην δική τους ενίσχυση θα βασιστεί και η βαθμιαία επαναφορά των τομέων που έπληξε η δεκαετής κρίση χωρίς να υπάρξουν αστοχίες και υπερβολές που θα οδηγήσουν σε νέες  μαζικές καταρρεύσεις.

Ο τουρισμός είναι μια ειδική περίπτωση, τόσο λόγω της έκτασης και της συμβολής που έχει στην εθνική οικονομία όσο και γιατί έχει αποκτήσει πλέον στρατηγική ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο με μεγάλες επενδύσεις όλη την προηγούμενη περίοδο. Στην πραγματικότητα, ο τουρισμός θα μπορούσε να αποτελέσει το προνομιακό πεδίο ανάπτυξης και εφαρμογής των δύο μεγάλων προτεραιοτήτων του Ταμείου Ανάκαμψης: η «Πράσινη Συμφωνία» θα αυξήσει θεαματικά την ελκυστικότητα του και ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα αναβαθμίσει τις υπηρεσίες του. Χρειάζεται όμως το σύνολο των υπηρεσιών που προσφέρει να γίνει πιο ανθεκτικό σε κλυδωνισμούς με διεύρυνση της εποχικότητας, εμπλουτισμό περιεχομένου και διασφάλιση της υποσχόμενης ποιότητας.

Αυτή είναι η παραγωγική συμμαχία που έχει τις δυνατότητες να βελτιώσει τις οικονομικές επιδόσεις και την εθνική ανταγωνιστικότητα, να ξαναδώσει ευκαιρίες απασχόλησης στις νεότερες γενιές και να αποτελέσει πηγή έμπνευσης στα πιο δημιουργικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Από πολλές απόψεις, θα είναι και μια ουσιαστική ανταπόκριση σε αυτά που οραματίστηκαν 200 χρόνια πριν όσοι την έκαναν ελεύθερη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα