Η έλλειψη στέγης για τους νέους οξύνει την δημογραφική παρακμή
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για την σύνδεση της γονιμότητας με την επάρκεια κατοικίας και τις υποδομές διασύνδεσης.
- 15 Απριλίου 2022 06:24
Τις προηγούμενες μέρες στην Βουλή, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ορισμένες πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση του αποθεματικού στον ΟΑΕΔ προκειμένου να γίνουν κατοικίες που θα δοθούν κατά προτεραιότητα σε νέα ζευγάρια.
Αν και με μεγάλη καθυστέρηση, αναγνώρισε επιτέλους την πίεση που δέχονται σήμερα οι νέοι στην προσπάθεια εξεύρεσης στέγης – ακόμα και με ενοίκιο, πολύ δε περισσότερο για την απόκτηση της. Καλό θα είναι πάντως να σημειωθεί ότι τουλάχιστον κατά ένα μέρος, αυτή την πίεση την έχουν προκαλέσει αποφάσεις της σημερινής κυβέρνησης, αλλά επίσης και παλιότερων.
Για παράδειγμα, αποφάσεις προηγουμένων ετών για χορήγηση «χρυσής βίζας» σε επενδυτές του εξωτερικού είχαν ήδη εκτοξεύσει τις τιμές ακινήτων, για να εκτιναχθούν ακόμα περισσότερο με την πανδημία. Όπως έχει τεκμηριώσει η σχετική μελέτη της Τράπεζας Ελλάδος, τα ποσά των 43 δισεκ. Ευρώ που διοχετεύτηκαν την περίοδο 2020-2021 σε κάθε λογής επιχειρήσεις και επιχειρηματίες για να ρεφάρουν τις απώλειες της πανδημίας, ήταν τόσο θεαματικά υψηλότερα από τις πραγματικές ανάγκες που ένα σημαντικό μέρος τους στράφηκε αμέσως στις εισαγωγές διαρκών αγαθών (πχ αυτοκίνητα) και στην αγορά κατοικιών εκτοξεύοντας το κόστος στέγης σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας.
Με τον τρόπο αυτό, η ξέφρενη άνοδος στην αγορά του real-estate που έκανε τους ιδιοκτήτες να πανηγυρίζουν και την κυβέρνηση να την προβάλλει ευμενώς έχει και μία έντονη αρνητική πλευρά που επιμελώς αγνοήθηκε.
Η ραγδαία αύξηση του κόστους στέγασης ανέτρεψε απότομα τα σχέδια των νέων ζευγαριών να κάνουν οικογένεια και να έχουν πρόσβαση σε ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας και επάρκειας κατοικίας. Το πρόβλημα έχει πλέον προσλάβει μαζικές διαστάσεις και αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, θα επιδεινώσει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από όλες τις πολιτικές δυνάμεις μόνο το Κίνημα Αλλαγής είχε μέχρι σήμερα, διαμορφώσει μια συγκροτημένη πρόταση για μαζική κατασκευή σύγχρονων κατοικιών και διάθεση τους κατά προτεραιότητα σε νέα ζευγάρια. Ειδικά μάλιστα που αυτή την περίοδο, το πρόβλημα της χρηματοδότησης ήταν λυμένο – από τα άφθονα κεφάλαια που θα μπορούσαν να αντληθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Καθόλου παράδοξη δεν ήταν μια τέτοια πρόταση. Μάλιστα άλλες χώρες με παρόμοια δημογραφικά προβλήματα – όπως η Πορτογαλία – έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα κατασκευής και διάθεσης 30.000 κατοικιών. Για να αντιληφθεί κανείς την σημασία που δίνουν οι δικοί μας κυβερνώντες στις ανάγκες της νέας γενιάς, είχαν προγραμματίσει να χρηματοδοτήσουν μόλις 100 νέες κατοικίες από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ήταν τόσο εμφανής η ανεπαρκής μέχρι τώρα αντιμετώπιση του θέματος από την κυβέρνηση, που τελικά αποφάσισε να καταφύγει στην προχθεσινή εξαγγελία, αρκεί βέβαια έστω και αυτή να είναι μόνιμη και όχι περιστασιακή. Να σημειωθεί πάντως ότι ακόμα δεν υπάρχει καμμία ένδειξη ότι θα πάρει μαζικές διαστάσεις και αντίστοιχη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης ώστε να έχει μακρά διάρκεια και να καλύψει μεγάλη έκταση αναγκών. Όμως αν δεν το κάνει θα χάσει μια ιστορική ευκαιρία για να βελτιώσει τις δημογραφικές εξελίξεις, όπως εξηγείται στην συνέχεια:
Το πρόβλημα της φτηνής και επαρκούς στέγασης των νέων ζευγαριών δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά έχει επίσης εμφανιστεί σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες παντού με δυσοίωνες προοπτικές και με αρνητικές συνέπειες για τις δημογραφικές εξελίξεις.
Ο λόγος είναι ότι το κόστος και η επάρκεια κατοικίας αποτελεί μια σημαντική παράμετρο στις αποφάσεις απόκτησης τέκνων, απλούστατα γιατί η αύξηση του κόστους κατοικίας μετακυλίεται στα μέλη της κάθε οικογένειας και κατά συνέπεια συμπιέζει τις δαπάνες που διαφορετικά θα κατευθύνονταν στην ανατροφή των παιδιών.
Παρόμοια αρνητική επίδραση στην γονιμότητα ασκεί και η χαμηλή πρόσβαση σε στεγαστικά δάνεια ή το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης τους, το οποίο εντάθηκε μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που στην διάρκεια της κρίσης ματαιώθηκε η «δημογραφική αναζωογόνηση» που είχε παρατηρηθεί την πρώτη δεκαετία του αιώνα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ιδιαίτερα οξυμένα ήταν τα προβλήματα στέγασης που αντιμετώπισαν τα νέα ζευγάρια στις τέως κομμουνιστικές χώρες μετά την κατάρρευση τους. Στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επικρατεί ένα «πολύ δύσκολο καθεστώς ιδιόκτητης κατοικίας», το οποίο χαρακτηρίζεται από περιορισμένες προσφορές ενοικιαζόμενων σπιτιών και περιορισμένες ευκαιρίες στεγαστικών δανείων, πράγματα τα οποία κάνουν την απόκτηση στέγης ιδιαίτερα δύσκολη ακόμα και αν το κόστος κάθε αγοράς επιδοτείται και είναι χαμηλό.
Μια σειρά από οικονομικούς ερευνητές θεωρούν ότι η αδυναμία εύρεσης ή/και απόκτησης κατάλληλης κατοικίας είναι ο κυριότερος λόγος για την καθίζηση της γεννητικότητας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Επάρκεια κατοικίας και γονιμότητα
Σε αντίθεση με τις πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις που μελετούν μόνο τις επιδράσεις της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής στην γονιμότητα, σήμερα πλέον η διαθεσιμότητα στοιχείων κάνει εφικτή την διερεύνηση της και σε άλλους τομείς, όπως για τον χώρο κατοικίας.
Είναι προφανές ότι η ποιότητα ανατροφής των παιδιών σε μια οικογένεια θα επηρεαστεί από την διαθεσιμότητα του χώρου. Εάν αυτή δεν είναι επαρκής και κατάλληλη προς τις απαιτήσεις που έχουν οι γονείς, θα οδηγήσει σε αυξημένες δαπάνες για την κάλυψη των αναγκών και αν αυτό «δεν βγαίνει» τότε θα ματαιωθεί η απόκτηση παιδιού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η στενότητα κατοικίας αφορά όχι μόνο τους χώρους των παιδιών αλλά και των ενηλίκων. Για παράδειγμα, η έλλειψη ευρυχωρίας μπορεί να εμποδίζει την μεταφορά επαγγελματικών δραστηριοτήτων των γονέων από το γραφείο στο σπίτι ώστε να αφοσιώνονται περισσότερο στην φροντίδα των παιδιών και να μπορούν έτσι να έχουν περισσότερα.
Παρομοίως, η έλλειψη ενός δωματίου για παιγνίδια μπορεί να κάνει απαραίτητη την μεγαλύτερη παραμονή του παιδιού σε ένα παιδικό σταθμό αυξάνοντας σημαντικά το κόστος ανατροφής. Με την σειρά τους, και τα δύο αυτά τα ενδεχόμενα θα μειώσουν τον επιθυμητό αριθμό τέκνων και τελικά την γεννητικότητα.
Σε μια έρευνα που διεξάγεται αυτή την περίοδο στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, καταγράφονται οι ισχυρές αρνητικές συσχετίσεις μεταξύ γονιμότητας και «στενότητας κατοικίας» για όλες τις χώρες της Ευρ. Ένωσης, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα (1). Η Ελλάδα δείχνει να έχει πολύ ισχυρότερη συσχέτιση επειδή ακριβώς καταλαμβάνει τις υψηλότερες θέσεις στενότητας χώρου κατοικίας.
Το πρόβλημα αυτό έλκει την καταγωγή του από την εποχή που εδώ και πολλές δεκαετίες άρχισαν τα ανεξέλεγκτα κύματα αστυφιλίας αλλά οι πρωτοβουλίες δόμησης για να καλυφθούν οι ανάγκες ήταν ανεπαρκείς και χωρίς προδιαγραφές.
Τα προβλήματα αυτά εκδηλώθηκαν πολύ περισσότερο στα αστικά κέντρα παρά στην ύπαιθρο, όπου κατά τεκμήριο η ευρυχωρία είναι μεγαλύτερη και υπάρχουν αρκετοί ελεύθεροι χώροι. Αντίθετα το πρότυπο δόμησης στα αστικά κέντρα κυριαρχήθηκε από τις πολυκατοικίες με τα στενάχωρα διαμερίσματα και την έλλειψη οποιουδήποτε ελεύθερου χώρου.
Επειδή τώρα ένα μεγάλο κύμα αστικής επέκτασης στην Ελλάδα παρατηρήθηκε κατά την δεκαετία του 1980 και συνέπεσε με την μεγάλη εσωτερική μετανάστευση προς τις πόλεις, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένος ο ισχυρισμός ότι η στενότητα χώρου στην υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που διαχρονικά καθήλωσαν την γονιμότητα στα χαμηλά ποσοστά που βρίσκεται σήμερα.
Υποδομές διασύνδεσης
Πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι πλέον δεν αρκεί να αντιμετωπίσει κανείς το θέμα της κατοικίας και μόνο, καθώς η σημερινή οικογένεια είναι ενταγμένη σε ένα ευρύτερο δίκτυο υποδομών και διασυνδέσεων.
Κατά συνέπεια, αν το μέγεθος κατοικίας αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για τον αριθμό τέκνων που είναι διατεθειμένο να αποκτήσει ένα νοικοκυριό, το ίδιο ισχύει και για μια σειρά από άλλους παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα και την κατοικίας, όπως εύκολη πρόσβαση σε υποδομές (π.χ. δίκτυα), εγγύτητα στα σημεία παροχής δημοσίων αγαθών (π.χ. σχολεία), η ποιότητα του αστικού ή φυσικού περιβάλλοντος και πολλά άλλα.
Στην πραγματικότητα λοιπόν η ολοκληρωμένη απάντηση στις μελλοντικές ανάγκες διαβίωσης και κοινωνικής ένταξης των νέων οικογενειών δεν μπορεί να εξαντληθεί με την καθυστερημένη αντιμετώπιση μερικών αποσπασματικών στεγαστικών αναγκών.
Είναι προφανές ότι χρειάζεται μια μείζων εθνική παρέμβαση στο δημογραφικό πρόβλημα και μόνο μία αναλόγων διαστάσεων πρωτοβουλία στην διαθεσιμότητα και ποιότητα κατοικίας θα μπορεί να έχει σημαντική συνεισφορά. Αρκεί βέβαια να μην χρειαστεί να περάσουν άλλα τρία χρόνια μέχρι να κατανοηθεί το πρόβλημα από τα ραντάρ της διακυβέρνησης.
(1): Πανεπιστήμιο Πειραιώς: Εκπόνηση στρατηγικής για την γήρανση του πληθυσμού. Επιστημονικός υπεύθυνος Μ. Νεκτάριος. Υποπρόγραμμα ΠΕ2: «Δημογραφική κάμψη στην Ελλάδα και την ΕΕ: ερμηνευτικοί παράγοντες»